ΓενικάΜουσική

The Sisters of Mercy: Η ιστορία τους και κάτι παραπάνω…

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας:

Το 1995 ο David Bowie βρέθηκε στο Λος Άντζελες για την προώθηση του Outside, του νέου άλμπουμ που είχε ηχογραφήσει με τον Brian Eno, και το γερμανικό παράρτημα του περιοδικού Rolling Stone είχε την πρωτότυπη ιδέα να ζητήσει από τον Andrew Eldritch να ενεργήσει ως συντάκτης του και να πάρει συνέντευξη από τον Λεπτό Λευκό Δούκα.

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας:

Μια από τις ερωτήσεις του Eldritch ήταν αν το Outside θα ήταν μια επιστροφή στη μουσική περίοδο του άλμπουμ Low και όταν ο Bowie του απάντησε «Δεν νομίζω», ο Eldritch τον ρώτησε, «Τότε για ποιo λόγο το κυκλοφορείς;»

Ο Eldritch, ο οποίος είχε μεγαλώσει με τη μουσική του συνομιλητή του, μόλις είχε αποκαλύψει τη μουσική περίοδο που αγαπούσε από το συνολικό έργο του Bowie: το Low είναι το ένα άλμπουμ της λεγόμενης τριλογίας του Βερολίνου μαζί με το Heroes (αμφότερα του 1977) και το Lodger (του 1979). Το Low επηρέασε πολλούς καλλιτέχνες της post-punk περιόδου όπως οι Joy Division και ο Gary Numan.

Την ίδια χρονιά, το 1995, ο Eldritch πήρε συνέντευξη από τον Leonard Cohen, και πάλι για λογαριασμό του γερμανικού Rolling Stone. Όταν ρωτήθηκε για τις εντυπώσεις του από την συνάντησή τους, είπε: «Ήταν αβίαστα λαμπερός. Ένας βασιλιάς μεταξύ ανθρώπων. Το πιο αξιόλογο ήταν ότι ήταν ανοιχτός και σε ενέπνεε. Άκουγε όσο μιλούσε. Μάθαμε ο ένας από τον άλλο. Ως θαυμαστής του μουσικού και του ανθρώπου, το θεώρησα ταπεινό και ενθαρρυντικό». Και ο Eldritch ανέκαθεν υπήρξε ένας γνήσιος θαυμαστής του Cohen.

The Sisters of Mercy: Η ιστορία τους και κάτι παραπάνω…

Ωστόσο, του άρεσαν επίσης το glam rock και οι Roxy Music, οι Slade, ο Bowie, οι Mötorhead και οι Psychedelic Furs. Είναι λογικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Andrew William Harvey Taylor, όπως είναι το κανονικό του όνομα, γεννήθηκε το 1959, οπότε αυτά τα μουσικά ακούσματα ήταν φυσιολογικά για έναν έφηβο .Άγγλο στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με αρχές της δεκαετίας του ’70. Γενέτειρα του, το χωριό Ely, 130 χιλιόμετρα από το Λονδίνο.

Ο Eldtritch σπούδασε γερμανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, αλλά το 1978 μετακόμισε στο Λιντς για να μάθει κινεζικά. Αυτό ίσως δικαιολογεί κάτι που είχα διαβάσει κάποτε, ότι υπήρξε μαοϊκός αλλά, όπως και να ’χει, από πολιτικής άποψης έχει εκφραστεί πολλές φορές κατά του αμερικάνικου Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ενώ ισχυρίζεται ότι ανέκαθεν ανήκε στους Εργατικούς, παρά τις «αναρχοσυνδικαλιστικές» τάσεις του.

Στο Λιντς ο Eldritch βρέθηκε στο επίκεντρο του πανκ κυκλώνα και αφού έπαιξε τύμπανα σε διάφορες ερασιτεχνικές μπάντες, το 1980 δημιούργησε τους Sisters of Mercy με τον κιθαρίστα Mark Pearman.

Στο Λιντς της δεκαετίας του ’80 μπορούσες να καπνίσεις οπουδήποτε, να πιείς ακόμα κι αν ήσουν ανήλικος, και να δεις στο κλαμπ Tiffany’s μπάντες όπως οι Orchestral Manoeuvres in the Dark, οι Bauhaus, οι Madness, οι Japan και οι πρώιμοι U2 – οπότε ήταν μια πολύ σημαντική πόλη για όποιον του άρεσε η νυχτερινή ζωή. Κι ένα πολύ σημαντικό πολιτιστικό κύτταρο για την πόλη αλλά και για όλη την χώρα, ήταν πάντα το τοπικό πανεπιστήμιο.

Ο Taylor ονόμασε την μπάντα του The Sisters of Mercy από το ομώνυμο τραγούδι που είχε γράψει (ποιος άλλος;) ο Leonard Cohen το 1967:

«Oh the sisters of mercy, they are not departed or gone.
They were waiting for me when I thought that I just can’t go on.
And they brought me their comfort and later they brought me this song.
Oh I hope you run into them, you who’ve been travelling so long.
Yes you who must leave everything that you cannot control.
It begins with your family, but soon it comes around to your soul.
Well I’ve been where you’re hanging, I think I can see how you’re pinned:
When you’re not feeling holy, your loneliness says that you’ve sinned».

Το συγκεκριμένο τραγούδι το είχε χρησιμοποιήσει ο Robert Altman στην ταινία του McCabe and Mrs Miller (1971, ελληνικός τίτλος: Η Έντιμος Κυρία και ο Χαρτοπαίχτης) με πρωταγωνιστές τους Warren Beatty, Julie Christie και Rene Auberjonois).

[Παρένθεση 1: Στο σημείο αυτό να προσθέσω ότι γενικότερα ο μουσικός κόσμος παρακολουθούσε πάντα κινηματογράφο και σήμερα ο Eldritch δηλώνει θαυμαστής του άλλοτε κωμικού και άλλοτε σκοτεινού Ιάπωνα ηθοποιού και σκηνοθέτη, Takeshi Kitano].

[Παρένθεση 2: Κι ένα μικρό κουτσομπολιό: πριν βγουν στην σκηνή, οι Fields of the Nephilim παρακολουθούσαν πάντα κάποιο γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε για να τους βάζει στο κλίμα…]

Για να μην τον μπερδεύουν με τον κιθαρίστα των Duran Duran, ο Taylor άλλαξε το επώνυμό του σε Eldritch, ενώ ο Perlman έγινε Marx, καθώς αυτό προσέγγιζε περισσότερο τις πολιτικές τους καταβολές.

Κάποια μέρα έπεσε στα χέρια του Eldritch το Gray’s Anatomy, ένα βιβλίο ανατομίας που είχε δημοσιεύσει το 1858 ο Βρετανός χειρουργός Henry Gray και από αυτό ξεσήκωσε την ανατομία ενός εγκεφάλου σαν λογότυπο της μπάντας. Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν οι Sisters να τυπώσουν μπλουζάκια με το συγκεκριμένο λογότυπο.

The Sisters of Mercy: Η ιστορία τους και κάτι παραπάνω…

Τον Νοέμβριο του 1980, ακολουθώντας το πανκ ήθος του DIY, οι Sisters of Mercy πραγματοποίησαν την παρθενική τους κυκλοφορία: το σινγκλ «The Damage Done» στην δική τους ανεξάρτητη εταιρία, τη Merciful Release. Ο δίσκος περιλάμβανε τρία τραγούδια που στο πρώτο τραγουδούσε ο Eldritch (παίζοντας τύμπανα) και στο δεύτερο ο Marx ο οποίος, για να μπορέσει να ηχογραφήσει, είχε δανειστεί έναν ενισχυτή κιθάρας από τον Jon Langford των Mekons (και στη συνέχεια των Three Jones) που σπούδαζε στην σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου του Λιντς.

Οι Mekons ήταν μια πανκ μπάντα από μια παρέα φοιτητών μέσα από την οποία ξεπήδησαν οι Gang of Four και οι Delta 5, ενώ το 1981, λίγο πριν τον γάμο του Καρόλου με την Νταϊάνα, ο Langford δημιούργησε τους έντονα πολιτικοποιημένους Three Jones που έκλεισαν την πρώτη τους εμφάνιση στο φεστιβάλ «Funk the Wedding» (αλλά δεν κατάφεραν να βγουν στην σκηνή επειδή ήταν τύφλα στο μεθύσι). Οι Three Jones χρησιμοποιούσαν drum machine αντί για κανονικό ντράμερ.

Ελπίζω ότι αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια καλύτερη εικόνα όσον αφορά τον περίγυρο, τις παρέες και τις επιρροές που είχαν οι Sisters of Mercy. Όπως, ότι ο Langford δημιούργησε τη δισκογραφική εταιρία CNT (ένα όνομα δανεισμένο από την Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας – Confederación Nacional del Trabajo-CNT, τη ισπανική συνομοσπονδία των ισπανικών αναρχοσυνδικαλιστικών ενώσεων) για να κυκλοφορήσει το υλικό των Three Jones και των Mekons, έτσι και ο Eldritch δημιούργησε, όπως προαναφέρθηκε, την δική του, Merciful Release. Μάλιστα, δύο τραγούδια των Sisters of Mercy, το «Adrenochrome» και το «Body Electric», κυκλοφόρησαν σαν επτάιντσο στην ετικέτα του Langford το 1982, ενώ συμπεριλαμβάνονται στην συλλογή της CNT, They Shall Not Pass -!NO PASARAN! (1984) που περιέχει επίσης κομμάτια των Redskins, Mekons, Three Jones, Neutown Neurotics κ.α. H συγκεκριμένη συλλογή ήταν αφιερωμένη στον απεργιακό αγώνα των Βρετανών ανθρακωρύχων ενάντια στα αντεργατικά μέτρα της θατσερικής κυβέρνησης.

Σε συνθετικό επίπεδο, το ντεμπούτο σινγκλ των Sisters, δεν διέφερε πολύ από τις κυκλοφορίες των νέων συγκροτημάτων εκείνης της εποχής. Ήταν μια lo-fi παραγωγή ενός σχήματος που έκανε τα πρώτα του βήματα και ήταν εμφανές ότι είχε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του μέχρι να φτάσει εκεί που ξέρουμε σήμερα.

Πάντως, η προσθήκη ενός drum machine που βαφτίστηκε Doktor Avalanche (προφανώς από το μοντέλο Avalanche της Yamaha) δεν ενόχλησε κανέναν. Μολονότι δεν αναφέρεται πουθενά αλλά το γνωρίζω από τον ίδιο, τον προγραμματισμό του μηχανικού ντράμερ ανέλαβε ο Si Denbigh, μέλος των March Violets, ενός άλλου ιστορικού post-punk συγκροτήματος από το Λιντς που επίσης χρησιμοποιούσε drum machine αντί για κανονικό ντράμερ. Το 1982 οι ΜarchViolets κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα τους σινγκλ στη Merciful Release.

[Παρένθεση 3: Μ’ αυτά και μ’ αυτά, νομίζω ότι κάνω ταυτόχρονα και μια άτυπη παρουσίαση της post-punk σκηνής της πόλης].

[Παρένθεση 4: Πριν μερικά χρόνια είχα μια συζήτηση με έναν φίλο, μπασίστα στους Red Sun Revival, οι οποίοι επίσης παίζουν με drum machine, και μου είχε πει ότι μόλις ο Βρετανός ντράμερ μάθει να παίζει, ζητάει χρήματα και τελικά πηγαίνει σε μια μπάντα που μπορεί να τον πληρώνει. Γι’ αυτό τόσα πολλά συγκροτήματα έχουν drum machines. Σε ένα μεγάλο ποσοστό αυτό μπορεί και να ισχύει].

Ένα βράδυ, ο Eldritch και ο Marx γνώρισαν σε μια παμπ τον δεκαοκτάχρονο Craig Adams, o οποίος είχε παρατήσει το σχολείο για να γίνει μουσικός και μέχρι τότε έπαιζε πλήκτρα στους Expelaires, αλλά είχε αποχωρήσει από το συγκρότημα εξαιτίας μουσικών διαφορών. Προφανώς πάνω στο πιώμα, τελικά συμφώνησαν να αναλάβει το μπάσο στους Sisters of Mercy και, καθώς γούσταρε κι αυτός τον Lemmy, το ντουέτο αναβαθμίστηκε σε τρίο.

[Παρένθεση 5: Οι Expelaires επανασυνδέθηκαν πριν λίγα χρόνια και μου είχαν παραχωρήσει συνέντευξη για ένα EP που κυκλοφόρησαν το 2014. Τη σύνθεσή τους, μετά την αποχώρηση του Adams από αυτούς, συμπλήρωσε ο David Wolfenden (αργότερα κιθαρίστας των Red Lorry Yellow Lorry, ενώ για ένα διάστημα πέρασε και από τους Mission)].

Στις αρχές του 1981, οι Sisters of Mercy έκαναν την παρθενική τους εμφάνιση στο Πανεπιστήμιο του Λιντς και λίγο μετά στο κολέγιο Alcuin στο Γιορκ, τη γενέτειρα του Adams. Στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσω ότι αν και η μπάντα είχε ένα σκοτεινό στίχο και ήχο και μια μαύρη αισθητική που τους ενέτασσε στην ίδια κατηγορία με τους Bauhaus, τους Alien Sex Fiend και τα συγκροτήματα της εταιρείας 4AD, εκείνοι αρνούνταν να κατηγοριοποιηθούν ως gothic rock συγκρότημα και θεωρούσαν ότι ήταν συνέχεια του Gene Vincent, των Rolling Stones και των Stooges.

«Ποτέ δεν ήμουν gothic» δήλωσε ο Eldritch το 1987 σε μια συνέντευξη στο περιοδικό Blitz. «Η φάση των Sisters ήταν διαφορετική. Εμείς γράφαμε κομμάτια, είχαμε τραγούδια επειδή τρέφαμε μεγάλο σεβασμό για τα τραγούδια, πράγμα που δεν πιστεύω ότι είχε ποτέ κάποια από τις μπάντες που χαρακτηρίζονται gothic. Απλώς κάνουν θόρυβο φορώντας αλυσίδες δεμένες με μαύρες δαντέλες».

Όταν οι Sisters κυκλοφόρησαν το σινγκλ «The Body Electric» στη CNT το 1982, στο σχήμα είχε ήδη προστεθεί ο Ben Gunn (Benjamin Matthews) και στις 15 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, ήταν η σειρά του «Alice» να δει το φως της ημέρας με b-side το «Floorshow», σε παραγωγή του κιθαρίστα των Psychedelic Furs, John Ashton. To 1983 ακολούθησαν τα «Anaconda»/«Phantom» (τον Μάρτιο) και το The Reptile House E.P. (στις 16 Μαϊου).

The Sisters of Mercy: Η ιστορία τους και κάτι παραπάνω…

Εκείνη την εποχή η σύνθεση των Sisters Of Mercy περιλάμβανε τους Andrew Eldritch, Gary Marx, Craig Adams, Ben Gunn και Doktor Avalanche, και αυτά τα πέντε ονόματα εμφανίστηκαν στο artwork του EP. Ωστόσο, το 1992 ο Eldritch αποκάλυψε ότι ο Marx και ο Adams απουσίαζαν από την ηχογράφηση: «Σε δίσκους όπως το The Reptile House δεν έπαιξαν καν. Δεν ήθελαν να ηχογραφούν, απλώς ήθελαν να παίζουν σε συναυλίες. Κοιμόντουσαν σε κάποια γωνιά, μέχρι που τους ξύπνησα αφού είχα παίξει και ηχογραφήσει τα πάντα μόνος μου. Όταν με ρώτησαν πώς ήταν τα μέρη τους στην κιθάρα και το μπάσο, τους απάντησα ότι είχαν πολύ καλή απόδοση. Ο Gary δεν είχε ακούσει καν το The Reptile House μέχρι να κυκλοφορήσει σε βινύλιο και του το έδωσα λέγοντας, «Αυτός είναι ο νέος μας δίσκος, θα σου αρέσει!» Όπως μπορεί να καταλάβει κανείς, κάπου εδώ αχνοφαίνεται η αιτία για τα εντάσεις που άρχισαν να δημιουργούνται ανάμεσα στα μέλη της μπάντας. Η τελευταία κυκλοφορία της χρονιάς ήταν το επικό «Temple Of Love» (τον Οκτώβριο) για το οποίο διασκεύασαν και το «Gimme Shelter» στην 12ιντση έκδοση.

Οι διασκευές δεν ήταν ασυνήθιστες για τους Sisters. Στις ζωντανές εμφανίσεις τους έπαιζαν το «Sister Ray» των Velvet Underground, το «Ghostrider» των Suicide, το «Louie Louie» του Richard Berry, ενώ ηχογραφημένα υπάρχουν μόνο το «1969» των Stooges, το «Gimme Shelter» των Rolling Stones, το «Emma» των Hot Chocolate και το «Knockin’ on Heaven’s Door» του Dylan. H σκηνή γέμιζε με ξηρό πάγο και ο Eldritch εμφανιζόταν ως μια σκοτεινή, ακίνητη σιλουέτα με καουμπόικο καπέλο και γυαλιά ηλίου, όσο ο Gary Marx χτυπιόταν.

The Sisters of Mercy: Η ιστορία τους και κάτι παραπάνω…

Ο πρώτος που αποχώρησε από την μπάντα ήταν ο Ben Gunn, όταν η επιτυχία του «Temple of Love» έφερε την WEA στην πόρτα τους με ένα συμβόλαιο διανομής. Ο κιθαρίστας ισχυρίστηκε πως είχε προσωπικές διαφορές με τον Eldritch (ο ίδιος λόγος αναφέρθηκε αργότερα όταν ο Gary Marx, ο Wayne Hussey και ο Craig Adams έφυγαν μεταξύ 1984 και 1985). Ισχυρίστηκε ακόμα ότι οι Sisters είχαν καταντήσει ένα από τα συγκροτήματα που σκόπευαν να διακωμωδήσουν.

Μέσα στo 1983 ο Ben Gunn, ηχογράφησε το επτάιντσο «TBC» με την μπάντα Torch, και κατόπιν δημιούργησε τους Anabas, με τους οποίους κυκλοφόρησε το σινγκλ «Barricades»/«Dream Dance», αλλά χωρίς επιτυχία. Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, σπούδασε οικονομικά και έγινε λογιστής.

Ο αντικαταστάτης του στους Sisters of Mercy ήταν ο κιθαρίστας των Dead or Alive, Wayne Hussey. O Hussey λάτρευε τον Marc Bolan και τους T. Rex και εγκατέλειψε το Μπρίστολ για να μετακομίσει στο Λίβερπουλ, μακριά από τους Μορμόνους γονείς του που ήθελαν να τον κάνουν ιεραπόστολο. Εκεί ξεκίνησε να παίζει μουσική με την Pauline Murray (την τραγουδίστρια των Penetration) και τους Invisible Girls, μια μπάντα που συνόδευε τον πανκ ποιητή John Cooper Clarke. Μπορείτε να τον ξετρυπώσετε στην συλλογή A Trip to the Dentist που κυκλοφόρησε το 1980 η Skeleton Records, όπου συμμετέχει με το τραγούδι «And The Dance Goes On». Όπως μου έλεγε μια μέρα , η παρέα του στο Λίβερπουλ ήταν τα μέλη των Echo & the Bunnymen, των Frankie Goes to Hollywood, αλλά και ο Pete Burns των Dead or Alive, ο οποίος του ζήτησε να προσχωρήσει στο σχήμα. Όταν ο Burns αποφάσισε οι Dead or Alive να γίνουν περισσότερο συγκρότημα ηχογραφήσεων παρά ζωντανών εμφανίσεων, ο Hussey δέχτηκε την πρόταση των Sisters of Mercy και ανέλαβε τις 12χορδες και 6χορδες κιθάρες, κάνοντας επίσης δεύτερα φωνητικά σε ψηλότερες οκτάβες από αυτές του Andrew Eldritch.

Το 1984 οι Sisters ξεπέρασαν κάθε προσδοκία παίζοντας δύο φορές στην εκπομπή του John Peel, ενώ ηχογράφησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους, First and Last and Always, με τον παραγωγό των Cure, Dave Allen, το οποίο κυκλοφόρησε στις 11 Μαρτίου του 1985.  Είχαν προηγηθεί τα σινγκλ «Walk Away»/«Poison Door» (1984), «Body And Soul»/«Train» (1984) και «No Time To Cry»/«Blood Money» (1985). Τα παρουσίασαν για πρώτη φορά ζωντανά σε συναυλία στις 7 Απριλίου του 1984, ενώ στις 16 του ίδιου μήνα έκαναν μια σύντομη περιοδεία στην Αμερική.

Η ηχογράφηση του First and Last and Always ήταν επεισοδιακή. Ξεκίνησε στο τέλος Ιουνίου 1984 στα Strawberry Recording Studios κοντά στο Μάντσεστερ και διήρκεσε πέντε εβδομάδες, με ημερήσιο κόστος 500 λίρες και εβδομαδιαίο 3250 λίρες. Σύμφωνα με τον Allen, όλες αυτές τις εβδομάδες ο Eldritch τις πέρασε μέσα στο στούντιο καταναλώνοντας καθημερινά μεγάλες ποσότητες αμφεταμίνης.

Προς μεγάλη απογοήτευση των υπόλοιπων μελών του συγκροτήματος, οι ηχογραφήσεις καθυστερούσαν επειδή ο Eldritch συνέχιζε να δουλεύει πάνω στους στίχους. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή προσπαθούσε να ξεπεράσει το χωρισμό του από την κοπέλα του και όταν πήγαν στα Genetic Studios για να ολοκληρώσουν τα φωνητικά και να μιξάρουν το δίσκο, κάποιο βράδυ κατέρρευσε καθώς ο οργανισμός του ήταν πλέον πολύ εξασθενημένος από τις αμφεταμίνες, την υπογλυκαιμία και την αϋπνία. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο πλησιέστερο νοσοκομείο, όπου χρειάστηκε να νοσηλευτεί για λίγο εξαιτίας καρδιακών επιπλοκών και εξασθενημένης γενικής και διατροφικής κατάστασης.

Πήρε εξιτήριο τον Σεπτέμβριο για να παίξει με το συγκρότημα σε δύο φεστιβάλ, αλλά επειδή η κυκλοφορία του άλμπουμ αναβλήθηκε για την επόμενη χρονιά επέστρεψαν στα Genetic Studios για τις τελευταίες πινελιές του δίσκου. Πολύ πιθανόν σε αυτές τις ηχογραφήσεις να ηχογράφησαν τη διασκευή του «Knockin’ on Heaven’s Door», ένα δείγμα του μαύρου χιούμορ της μπάντας. Εδώ ηχογραφήθηκαν και δύο στουντιακές εκδοχές των τραγουδιών «Serpents Kiss» και «Wake» που θα κυκλοφορήσουν αργότερα οι Mission. Σύμφωνα με τον Wayne Hussey: «Και τα δύο αυτά τραγούδια ηχογραφήθηκαν για πρώτη φορά στη διάρκεια των ηχογραφήσεων του First and Last and Always, αλλά δεν ολοκληρώθηκαν σε εκείνη τη φάση».

The Sisters of Mercy: Η ιστορία τους και κάτι παραπάνω…

Από εκεί και πέρα τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο περίπλοκα. Οι σχέσεις μεταξύ των μελών είχαν αρχίσει να διαλύονται.

Όταν το συγκρότημα άρχισε να συζητάει για την κυκλοφορία ενός βίντεο που θα γυρνούσαν στο Royal Albert Hall στις 18 Ιουνίου 1985, ο Gary Marx είχε ήδη αποφασίσει να αποχωρήσει. Είχε γράψει πολλά τραγούδια για την μπάντα, τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν και ενώ υποτίθεται ότι ο Hussey είχε ενταχθεί στο συγκρότημα για να παίζει πλήκτρα, αυτό δεν συνέβη ποτέ με πιθανό αποτέλεσμα να του δημιουργείται ανασφάλεια. Και αυτό, επειδή ο Eldritch είχε ήδη γράψει το «Walk Away» για τον Marx, o οποίος είχε δηλώσει ότι αυτό τον άφηνε αδιάφορο αφού ούτως ή άλλως το τραγούδι δεν του άρεσε: «Ο μόνος στίχος που πάντα με ενοχλεί είναι εκείνος από το «Some Kind of Stranger» που λέει, “careful lingers undecided at the door” [χασομεράει προσεκτικά αναποφάσιστος στην πόρτα] που σίγουρα το θεώρησα σαν καρφί για μένα». Η τελευταία εμφάνιση του Marx έγινε την 1 Απριλίου και στη συνέχεια ο Hussey ανέλαβε όλα τα κιθαριστικά μέρη.

Η μπάντα συνέχισε σαν τρίο με εμφανίσεις σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές, καθώς και περιοδείες σε Ευρώπη και Αμερική, ολοκληρώνοντας τον κύκλο των συναυλιών στις 18 Ιουνίου 1985 στο Royal Albert Hall, με το όνομα του Gary Marx να έχει ανακοινωθεί αλλά τον ίδιο να μην συμμετέχει. Το βίντεο πάντως γυρίστηκε και κυκλοφόρησε το 1986 από την Polygram.

Από οικονομικής άποψης, το κόστος παραγωγής του άλμπουμ βύθισε την μπάντα στα χρέη που τελικά καλύφθηκαν το 1988. Έφτασε μέχρι την 14η θέση στα Αγγλικά τσαρτ, στην 40ή στα γερμανικά, ενώ ατύχησε στα αμερικανικά.

Από άποψη συνθέσεων, η πρώτη πλευρά του άλμπουμ ανήκε κυρίως στον Hussey, με τα δικά του «Black Planet», «Walk Away», «A Rock and a Hard Place» και «Marian (Version)», ενώ με τους Adams και Marx μοιραζόταν το «No Time to Cry». Στη δεύτερη πλευρά πρωταγωνιστούσε Marx με τα «First and Last and Always»” «Nine While Nine», «Amphetamine Logic» και «Some Kind of Stranger», ενώ το «Possession» ήταν συνεργασία των Adams, Eldritch και Hussey. Όλοι οι στίχοι ήταν γραμμένοι από τον Eldritch.

[Παρένθεση 6: Μετά την αποχώρησή του, ο Marx δημιούργησε τους Ghost Dance, με την πρώην τραγουδίστρια των Skeletal Family, Anne-Marie Hurst και με το όνομα αυτό κυκλοφόρησαν δύο άλμπουμ. Έχει ακόμα κυκλοφορήσει δύο σόλο άλμπουμ, το Pretty Black Dots του 2003 και το Nineteen Ninety Five and Nowhere, με υλικό που είχε γράψει το 1995 για τους Sisters of Mercy κατόπιν προσκλήσεως από τον Eldritch, αλλά που δεν κυκλοφόρησε ποτέ].

Λίγο μετά την συναυλία στο Royal Albert Hall, ο Eldritch και ο Hussey μετακόμισαν στο Αμβούργο με το σκεπτικό να αρχίσουν να δουλεύουν εκεί τον επόμενο δίσκο. Μεταξύ των τραγουδιών που έγραψε ο Hussey ήταν και τα «Dance on Glass» και «Garden of Delight», τα οποία κυκλοφόρησε αργότερα με τους Mission στο άλμπουμ Gods Own Medicine, αν και υπάρχουν εκτελέσεις όπου τραγουδά ο Eldritch.

The Sisters of Mercy: Η ιστορία τους και κάτι παραπάνω…

Κάπου εκεί προέκυψε η ρήξη, και τον Οκτώβριο του 1985 ο Hussey και ο Adams αποχώρησαν από την μπάντα για να φτιάξουν άλλη. Αρχικά χρησιμοποίησαν το όνομα Sisterhood, αλλά ο Eldritch κινήθηκε νομικά εναντίον τους με τη δικαιολογία ότι το όνομα ήταν πολύ κοντά σε αυτό των Sisters of Mercy. Σε μια προσπάθεια να σταματήσει το συγκρότημα του Hussey, τον Ιανουάριο του 1986 ο Eldritch κυκλοφόρησε, το σινγκλ «Giving Ground» με ένα δικό του συγκρότημα, το οποίο επίσης ονόμασε Sisterhood. Για το μπάσο προσέλαβε την Αμερικανίδα Patricia Morrison, μπασίστρια των Bags και των Gun Club και σημερινή σύζυγο του Dave Vanian των Damned.

Με την βοήθεια του Alan Vega των Suicide, του Lucas Fox, της Morrison και του James Ray, ο Eldritch ηχογράφησε μέσα με μια εβδομάδα το άλμπουμ Gift (στα Γερμανικά σημαίνει δηλητήριο) σαν Sisterhood και το κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1986. Είναι ένα σχεδόν industrial άλμπουμ που φανερώνει το ενδιαφέρον του Eldritch για τα πλήκτρα και τα συνθεσάιζερ, πράγμα που θα φανεί στον ήχο των Sisters of Mercy. Ο δίσκος περιέχει μπηχτές και κακίες, όπως την Morrison να αναφέρει το νούμερο 25.000 στο τραγούδι «Jihad» επειδή υποτίθεται ότι αυτό ήταν το κόστος των δικαστικών εξόδων που έπρεπε να πληρώσουν o Hussey και ο Adams για το όνομα Sisterhood, ή τους στίχους που τραγουδάει ο James Ray «What you have lost can never be found/Words are just dust in deserts of sound/Everything is lost and your trust lies broken/And the truth is found».

Από την άλλη, ο Hussey και ο Adams ονόμασαν το δικό τους συγκρότημα The Mission, πήραν τον ντράμερ Mick Brown από τους Red Lorry Yellow Lorry και τον κιθαρίστα Simon Hinkler των Artery και των Pulp και έγραψαν δικές τους σελίδες δόξης, με τον Hussey να φοράει καουμπόικο καπέλο και να το κλέβει έτσι από το image του Eldritch.

Πίσω στους Sisters of Mercy, ο Eldritch κάλεσε τον παραγωγό Jim Steinman, τον άνθρωπο που είχε ενορχηστρώσει το Bat Out Of Hell του Meat Loaf και το «Total Eclipse of the Heart» της Bonnie Tyler, για να συνεργαστούν στο επόμενο σινγκλ των Sisters of Mercy που είχε τίτλο «This Corrosion». Είχαν έρθει ήδη σε επαφή το 1985 για μια διασκευή του τραγουδιού των ABBA «Gimme Gimme (A Man Αfter Μidnight)» που τελικά δεν έγινε. Με αυτό το τραγούδι φαίνεται να διευρύνεται ο ήχος των Sisters που είχε ξεκινήσει με τους Sisterhood. Κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1987, αφήνοντας πίσω τον κιθαριστικό ήχο των Sisters of Mercy, με μια εισαγωγή από 40μελή χορωδία για να μπει κατευθείαν στο Νο 7 του τοπ 10 των Βρετανικών τσαρτ.

Μήπως λοιπόν η κόντρα Eldritch με Hussey είχε να κάνει με το ότι ο ένας ήθελε περισσότερα πλήκτρα κι ο άλλος περισσότερες κιθάρες; Έτσι φαίνεται…

The Sisters of Mercy: Η ιστορία τους και κάτι παραπάνω…

Το Gift, που υποτίθεται ότι είχε γίνει για να αποτρέψει την χρήση του ονόματος Sisterhood από άλλους, αποτέλεσε την αρχή του ήχου των νέων Sisters of Mercy. Η 40μελής χορωδία από την Νέα Υόρκη κάνει την εμφάνισή της στο επόμενο άλμπουμ, Floodland, για να κάνει ακόμα πιο επιβλητικό τον ήχο στο «Dominion/Μother Russia». Η μπάντα είναι πλέον μονομελής, με τον Eldritch να παίζει τα πάντα, την Morrison να μην κάνει σχεδόν τίποτα και να υπάρχει μόνο σαν εικόνα, και τον κιθαρίστα Eddie Martinez που έπαιζε στο «Addicted to Love» του Robert Palmer να ηχογραφεί κάποιες κιθάρες.

Τον Φεβρουάριο του 1988 το «Dominion» έφτασε στη 13η θέση των τσαρτ και τον Ιούνιο το «Lucretia My Reflection» στην 20ή. Το άλμπουμ έφτασε στο Νο 9 της Αγγλίας και μέσα σε πέντε μήνες οι πωλήσεις ξεπέρασαν τις 100.000, συστήνοντας τους Sisters of Mercy σε ένα νέο κοινό.

Το γεγονός όμως είναι ότι κάτι είχε χαθεί. Και από την άλλη, προσωπικά πιστεύω ότι η Morrison χρησιμοποιήθηκε για την εξωτερική της εμφάνιση. Πέρα από εκείνη την ημέρα του 1997 που, σαν Flowers of Romance, παίξαμε με τους Sisters of Mercy, δεν τον γνωρίζω προσωπικά τον άνθρωπο, αλλά όπως είχε σχολιάσει ο ίδιος ο Eldritch το 2012 στο περιοδικό Classic Rock, «Εκείνη την περίοδο η Morrison ήταν ακόμα βασικό μέρος της οπτικής ταυτότητας του συγκροτήματος, στο εξώφυλλο του άλμπουμ και στα βίντεο. Δεν είχα συγκρότημα ούτε μπορούσα να βγω για περιοδεία. Έτσι, προωθούσα για ένα χρόνο το άλμπουμ και ήταν ωραίο να έχω κάποια να απαντά στις μισές ερωτήσεις και να φαίνεται όμορφη». Επομένως, η Morrison αδικήθηκε, ταυτίστηκε με το τραγούδι «Lucretia My Reflection», και για αυτό το σόλο άλμπουμ που κυκλοφόρησε με το όνομά της το 1994, σε παραγωγή του Julian Beeston, συνεργάτη των Nitzer Ebb και Cubanate, είχε τίτλο Reflect on This.

Πάντως τα πράγματα είναι κάπως συγκεχυμένα για το αν η Patricia έπαιξε έστω και λίγο μπάσο στο επόμενο άλμπουμ, αν έφυγε μόνη της, ή αν την έδιωξε ο Eldritch. Από την άλλη, η ίδια έχει δηλώσει ότι υπήρχε θέμα με τις 300 λίρες που ήταν η μηνιαία αμοιβή της, ενώ διαφωνούσε ακόμα και με την κατεύθυνση που έπαιρνε ο ήχος του γκρουπ.

Στη συνέχεια, ο Eldritch κάλεσε στους Sisters of Mercy τον John Perry των The Only Ones, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Johnny Thunders, την Marianne Faithfull, τους Grateful Dead και πολλούς άλλους, ενώ o Tony James των Generation X και των Sigue Sigue Sputnik αντικατέστησε στο μπάσο τη Morrison.

Ακολούθησε μια μήνυση της Morrison σε βάρος του Eldritch για μισθούς που της χρωστούσε και για ένα χρονικό διάστημα σταμάτησε να παίζει μουσική και δούλεψε στο Λονδίνο σαν κούριερ με… μηχανάκι. (Όπως έχει σχολιάσει, από αυτή τη δουλειά κέρδισε περισσότερα λεφτά παρά με με τους Sisters). Κάποια στιγμή όμως της έκλεψαν το μηχανάκι και το 1996 ο Captain Sensible της πρότεινε να αντικαταστήσει τον μπασίστα των Damned, Paul Gray, που είχε τραυματιστεί όταν κάποιος βλάκας από το κοινό τον χτύπησε με ένα μπουκάλι. Έτσι η Morrison έπαιξε στο άλμπουμ των Damned, Grave Disorder του 2001.

Ένας άλλος κιθαρίστας που παίζει στο Vision Thing είναι ο Tim Bricheno των All About Eve, αλλά και ο Γερμανός Andreas Bruhn. Δεύτερα φωνητικά κάνει η Maggie Reilly που ίσως τη θυμάστε από τις συνεργασίες της με τον Mike Oldfield στα «Moonlight Shadow», «To France» κ.α.

The Sisters of Mercy: Η ιστορία τους και κάτι παραπάνω…

Τώρα, το Vision Thing, έχει πολιτική ρίζα. Ήταν ένα σχόλιο που είχε κάνει ο George H. W. Bush πριν τις προεδρικές εκλογές του 1988, όταν κλήθηκε να αφιερώσει λίγο χρόνο σκεπτόμενος τα σχέδιά του για την μελλοντική του προεδρία. Και αυτό είναι το πολιτικό σχόλιο του Eldritch, μια επίθεση κατά της κυβέρνησης Bush.

Στιχουργικά το άλμπουμ δεν έχει καμία σχέση με το First and Last and Always ή το Floodland και αυτό γίνεται αντιληπτό από το ομότιτλο τραγούδι που ανοίγει το άλμπουμ, με το σκληρό glam rock ριφ της κιθάρας και την περιγραφή ενός τρόπου ζωής που μπορούν να βιώνουν μόνο διεφθαρμένοι εκατομμυριούχοι. Η συνταγή του «This Corrosion» υπάρχει και εδώ: ο Eldritch συνεργάζεται ξανά με τον Jim Steinman και δημιουργούν το τραγούδι «More», το οποίο θα καρφωθεί για πέντε εβδομάδες στο Νο 1 του Billboard.

(Προφανώς ο Steinman είναι ο λόγος που το 2016 ο Meat Loaf διασκεύασε το τραγούδι για το άλμπουμ του Braver Than We Are).

Ο Eldritch είχε πλέον νικήσει. Είχε νικήσει όλους αυτούς που τον αμφισβητούσαν, τον Marx, τον Gunn, τον Hussey, τον Adams… Είχε ξεκινήσει με δανεικές κιθάρες το 1980 στο φτωχικό Λιντς και μέσα σε δέκα χρόνια βρισκόταν στην κορυφή του Billboard.

Ακολούθησε η κυκλοφορία του «Doctor Jeep», του δεύτερου σινγκλ μέσα από το δίσκο. Ήταν ένα τραγούδι που είχε να κάνει με το πώς η τηλεόραση παρουσιάζει την πολιτική πραγματικότητα, με μια πολύ industrial κιθάρα από τον Andreas Bruhn.

Αν και γράφω αυτό το κείμενο για να αφηγηθώ την ιστορία και όχι για να κρίνω, να προσθέσω ότι στο Vision Thing μπορεί να ακούσει κανείς ήχους που ΘΑ χρησιμοποιηθούν.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο ήχος του post-punk είχε ανοίξει σαν βεντάλια. Φυσικά, το industrial υπήρχε πολύ πιο πριν, αλλά στην προκειμένη περίπτωση οι Sisters of Mercy το κάνουν εμπορικό. Το συστήνουν στις μάζες, το τετραγωνίζουν, το κάνουν πιο εύπεπτο έτσι ώστε να μπορούν να το απολαύσουν όλοι και το ανεβάζουν στο θρόνο της Αμερικής. Το Vision Thing θα δώσει λύση στο αδιέξοδο που είχαν περιέλθει heavy metal μπάντες όπως οι Paradise Lost και θα στρώσει τον δρόμο για καλλιτέχνες όπως οι Nine Inch Nails και ο Marylin Manson.

To αγαπημένο μου τραγούδι από αυτό το άλμπουμ είναι το «Ribbons». Όπως το αντιλαμβάνομαι, στιχουργικά περιγράφει αόριστα μια επίσκεψη σε πορνείο. Ηχητικά όμως είναι μια μηχανική καρδιά που χτυπά ρυθμικά, μονότονα, καθώς οι κιθάρες μιμούνται σίδερα που λυγίζουν δημιουργώντας έναν μεταλλικό ερωτικό εφιάλτη.

Υπάρχει μονίμως η απορία γιατί αργότερα ο Eldritch δεν κυκλοφόρησε άλλο άλμπουμ, πέρα από κάποια τραγούδια όπως το «Under the Gun» του 1993 στη συλλογή A Slight Case of Overbombing: Greatest Hits Vol. 1. Προσωπικά, πιστεύω ότι αισθάνεται πλήρης. Ίσως να μη θέλει να κάνει κάτι που θα καταστρέψει αυτό που δημιούργησε με αυτά τα τρία άλμπουμ. Το 2009 είχε πει ότι δεν υπήρχε λόγος για ένα νέο άλμπουμ των Sisters of Mercy, αλλά το 2016 επανήλθε σχολιάζοντας στην ιστοσελίδα TeamRock: «Μπορώ να σας πω ένα πράγμα: Αν ο Ντόναλντ Τραμπ γίνει πράγματι πρόεδρος, αυτός θα είναι ένας σοβαρός λόγος για να κυκλοφορήσω ένα νέο άλμπουμ. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να σιωπήσω αν θα συνέβαινε αυτό».

Σήμερα ο Elditch συνεχίζει την πορεία των Sisters of Mercy περιοδεύοντας με διάφορους μουσικούς, επαναπαυμένος στις δάφνες του παρελθόντος.

Έβαλα να ακούσω το «The Heart’s Filthy Lesson» από το Outside που κυκλοφόρησαν το 1995 ο Bowie με τον Brian Eno, πέντε χρόνια μετά το Vision Thing. Σίγουρα υπήρχε λόγος που το κυκλοφόρησαν…

The Sisters of Mercy: Η ιστορία τους και κάτι παραπάνω…

ΠΗΓΗ: merlins.gr

Εύη Αλεξίου

Μουσική για τους αληθινούς εραστές της κι όχι τους... επιβήτορες της
Back to top button