Ian Curtis: Κατά τον δαίμονα εαυτού…
Δεν σηκώνει πολλές κουβέντες, υπάρχει μέσα του κάτι στείρο που παλεύει με το συναίσθημα και συνήθως το νικάει…
Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας:
«Καθώς η γεμάτη ένταση, μεταλλική μουσική ανεβοκατεβαίνει σαν παλίρροια, ο Curtis δε διστάζει μπροστά σε τίποτα. Αυτή η ένταση, και η υπερένταση που προκαλεί, διακρίνεται καθαρά σε κάθε στάση του κορμιού του. Ακόμα κι όταν χορεύει ξέφρενα, παραμένει άκαμπτος. Κοντοκουρεμένος και φορώντας άνετα ρούχα, έχει μια σχεδόν μιλιταριστική ακαμψία που υπονομεύει τις προσπάθειές του να αφήσει ελεύθερο το σώμα του. Δίχως την παραμικρή ευελιξία, οι κινήσεις του θυμίζουν τα σπαστικά τινάγματα μιας μαριονέτας. Υπάρχουν στιγμές που ξαφνικά δείχνει εξαντλημένος – αναστενάζει και κλείνει τα μάτια. Όταν τα ξανανοίγει, είναι γουρλωμένα σ’ ένα βλέμμα απλανές, θολά, θαρρείς κι είναι γεμάτα δάκρια. Έπειτα χάνεται και πάλι, χορεύοντας σαν μανιακός, σαν να έχει γυρίσει κάποιο διακόπτη» – Steve Morris (ντραμς, Joy Division)
Ο Curtis είχε πάθος με την pop. Καλλιτέχνες όπως ο Bowie, οι Stooges, οι Velvets, οι Roxy Music ήταν οι ήρωες του, ήταν όλη εκείνη η glam παρακμή που τον τρόμαζε και συνάμα τον γοήτευε. Ήταν και το punk, βέβαια… Ήθελε να ζει σ’ ένα δικό του κόσμο και ενίοτε τα κατάφερνε, βοηθούσε σ’ αυτό και η επιληψία, είχε οράματα πως ήταν ένας χαρισματικός rock σταρ, αλλά η αληθινή ζωή, όπως σχεδόν πάντα, είναι αδυσώπητη. Πρώτη δουλειά σε δισκάδικο και μετά… Μα ο Ian δημόσιος υπάλληλος; Χμ… Ναι, ο Ian δημόσιος υπάλληλος. Και μικροπαντρεμένος στα δεκαεννιά με την Deborah. Και μια κόρη.
Ο Ian Curtis γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1956 στο Μάκλσφιλντ, μια βιομηχανική κωμόπολη νοτιοανατολικά του Τσέζαϊρ. Εργατική οικογένεια, από πολύ μικρός χωνόταν μέσα σε βιβλία ιστορίας, υψηλός δείκτης νοημοσύνης αλλά το σχολείο το σιχαινόταν. Στα δεκάξι ο πρώτος του χημικός πειραματισμός: υπερβολική δόση Largactil, ένα νευροληπτικό φάρμακο για την αντιμετώπιση των ψυχώσεων – νοσοκομείο, πλύση στομάχου…
Τον Ιούλιο του 1976 βλέπει για πρώτη φορά τους Sex Pistols. Ο κόσμος του, όπως τον ξέρει, αλλάζει μονομιάς… Στις 29 Μαΐου του επόμενου χρόνου, οι Warsaw (Curtis, Steve Morris, Peter Hook, Bernard Sumner) πραγματοποιούν την πρώτη τους συναυλία στο Electric Circus του Μάντσεστερ και τον Ιανουάριο του 1978 αλλάζουν όνομα. Ένα όνομα που προκαλεί ένα σωρό αντιπαραθέσεις. Εκείνος αδιαφορεί. Η δύναμη της μπάντας ακουμπά πάνω στις κινήσεις του τραγουδιστή.
Στην πιο γνωστή «χορογραφία» του το δεξί του χέρι σέρνεται σταυρωτά πάνω από τους γοφούς και το αριστερό στριφογυρίζει σχηματίζοντας αψίδα πάνω από το πρόσωπό του, μια κίνηση που δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου που κολυμπά απεγνωσμένη προς την ακτή, προσπαθώντας να αφήσει πίσω του το τέλος του ίδιου του χρόνου. Άλλοτε πάλι κουνά τους αγκώνες του δαιμονισμένα, σαν ένα παιδί που προσπαθεί ν’ αποφύγει ένα σμήνος από κουνούπια. Παραστάσεις ενός ανθρώπου που υποφέρει… Σκοτεινός λυρισμός, θέματα πλασαρισμένα με κομψό περιτύλιγμα, κι όμως ακόμα και ο πιο άσχετος μπορεί να αντιληφθεί τη μοναξιά μέσα τους – δεν υπάρχει συναισθηματική απόσταση ανάμεσα στον ερμηνευτή και τον ακροατή, πάνω στη σκηνή η εικόνα αφηγείται την οδύνη και μια μόνιμη εσωτερική αναστάτωση. Ο Curtis είναι όλως διόλου ενάντια στον εαυτό του…
Φαίνεται πάντως πως με την επιληψία πάλευε από μικρός, πριν ακόμα του γίνει επίσημη διάγνωση. Ζόρικο πράγμα η επιληψία – τον Δεκέμβριο του 1978 του χορηγούν φαινοβαρβιτάλη κι ένα μήνα αργότερα φαινυτοΐνη για συμπλήρωμα, αφού το πρώτο φάρμακο από μόνο του δεν κάνει και πολλά. Ο Ian ζει σε μια συνεχή πίεση, πολλές συναυλίες και οι περιοδείες είναι ό,τι πρέπει για να αμελεί την υγεία του.
Σε κάποια φάση, ενώ βρίσκεται στη σκηνή, το στροβίλισμα των φώτων τον σωριάζει επιτόπου λιπόθυμο. Κι άλλα φάρμακα.. Στο τέλος χάνει την μπάλα, δεν ξέρει τι είναι ποιο. Υπερβολική δόση φαινοβαρβιτάλης, αλλεπάλληλες κρίσεις. Τα αντιεπιληπτικά του προκαλούν διάφορες παρενέργειες αλλά η κατάθλιψη είναι η χειρότερη απ’ όλες. Με τις κρίσεις χάνεται ο έλεγχος – «She’s lost control», που λέμε…
Υποτίθεται πως το κομμάτι ήταν γραμμένο κάμποσα χρόνια πριν τους Warzaw ή, τέλος πάντων, τους Joy Division – κάποτε είχε γνωρίσει μια κοπέλα που τελικά πέθανε από μια τέτοια ανεξέλεγκτη κρίση. Αργότερα, το 1979, άλλαξε ένα στίχο στο τέλος, θέλοντας ίσως να προσθέσει στο τραγούδι ένα ίχνος από το προσωπικό του δράμα. Στο μεταξύ, όταν εκείνος λείπει σε περιοδεία, η Deborah μένει σπίτι και φροντίζει την κόρη τους. Στο δρόμο ο Ian έχει άλλο παρεάκι, κάποια Annike Honoré, να του κρατάει συντροφιά.
Και οι δυο σχέσεις προβληματικές. Εκείνος είναι από μόνος του προβληματικός. Δεν σηκώνει πολλές κουβέντες, υπάρχει μέσα του κάτι στείρο που παλεύει με το συναίσθημα και συνήθως το νικάει. Κάπου κάπου, όταν φουντώνει η αντιπαράθεση με την Deborah, έρχεται η κρίση για να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση. Αυτές οι δυο γυναίκες είναι οι μοναδικές σχέσεις στη ζωή του. Υπάρχει και η βία. Σπάει τη τζαμαρία της πόρτας, σπάει ποτήρια πετώντας τα στον τοίχο («Glass»). Και στη σκηνή κυλιέται πάνω σε σπασμένα γυαλιά. Where’s fuckin’ Iggy;
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, δυο με τρεις κρίσεις την εβδομάδα είναι πάρα πολλές – συχνά οι φίλοι του και η οικογένειά του τον βρίσκουν να αφρίζει στο πάτωμα, ένα κορμί γεμάτο γδαρσίματα και μελανιές. Καθώς το τέλος πλησιάζει, τα νεύρα του χορεύουν μέσα στο σώμα του. Σε μια συναυλία, μολονότι αισθάνεται χάλια, θέλει να πει μερικά τραγούδια κι όταν εγκαταλείπει τη σκηνή ανήμπορος να συνεχίσει την παράσταση, το πλήθος εξεγείρεται. Δεν τον καταλαβαίνουν. Ο Ian ταράζεται, βάζει τα κλάματα και τα μέλη της μπάντας προσπαθούν να τον παρηγορήσουν.
Τελικά, φαίνεται να συμβιβάζεται με το ρόλο του σαν ένας ξεναγός στο βασίλειο της απόγνωσης και του ζόφου. Προβλέπει ότι θα πεθάνει σε μικρή ηλικία και πριν βάλει οριστικά τέλος στη ζωή του στις 18 Μαΐου 1980 έχει ήδη κάνει άλλες δυο απόπειρες αυτοκτονίας. Την πρώτη φορά, λιώμα από το μεθύσι, κόβεται μ’ ένα κουζινομάχαιρο, τη δεύτερη πλακώνεται στα φάρμακα. Πριν προσπαθήσει για τρίτη και φαρμακερή φορά, κι είναι μόλις είκοσι τριών χρόνων, προετοιμάζεται ακούγοντας επανειλημμένα το The Idiot του Iggy. Ο δίσκος μπαίνει και ξαναμπαίνει στο πικάπ, η βελόνα σκρατσάρει, πρώτη πλευρά, δεύτερη πλευρά, πρώτη πλευρά, δεύτερη πλευρά… Μήπως ο Ian κάνει δεύτερες σκέψεις; Μπα…
Το σώμα του αποτεφρώθηκε στο κρεματόριο της γενέτειράς του. Πάνω στην ταφόπλακα του η Deborah χάραξε την επιγραφή «Love Will Tear Us Apart”…
ΠΗΓΗ: https://merlins.gr/