Σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του “Unknown Pleasures”, η επίδραση του πρώτου από τα δύο μυθικά άλμπουμ του συγκροτήματος από το Μάντσεστερ, βρίσκεται έντονη παντού: στη μουσική, στην εικόνα, στο λόγο, στα εικαστικά, στη σύγχρονη αισθητική
Στο αφιέρωμα που δημοσιεύτηκε στον Guardian με αφορμή την 40η επέτειο από την κυκλοφορία του παρθενικού άλμπουμ των Joy Division, μιλούν για την τεράστια επιρροή του πολλαπλώς σημαντικού αυτού έργου τόσο στη μουσική όσο και στη λογοτεχνία, την τέχνη, στον ήχο και στην εικόνα γενικώς, διάφοροι επιφανείς μουσικοί, συγγραφείς, φωτογράφοι, σχεδιαστές, εικαστικοί. Ανάμεσα τους και ο συγγραφέας Jon Savage, ο πιο διάσημος μελετητής της πανκ και μετα-πανκ κουλτούρας αλλά και επίσημος ιστορικός της κληρονομιάς των Joy Division:
«Η πρώτη φορά που τους είδα ήταν το 1977 όταν είχαν ακόμα το όνομα Warsaw, η πρώτη φορά όμως που πίστεψα ότι ήταν κάτι πραγματικά ξεχωριστό ήρθε αργότερα, τον Ιούνιο του 1979, όταν τους είδα να ανοίγουν μια εμφάνιση του John Cooper Clarke στο Μάντσεστερ. Το βάρος των Joy Division στη σκηνή ήταν ήδη έντονο. Οι χαρισματικοί performers – o David Bowie είναι ένα κλασικό παράδειγμα – ξέρουν ακριβώς πότε να φανούν δοτικοί και πότε απόμακροι, ο Ian Curtis όμως δεν διέθετε αυτού του είδους την ικανότητα χειραγώγησης επί σκηνής. Απλά έβγαινε και τα έδινε όλα. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που μπορείς εύκολα να αναπαράγεις επ’ άπειρον».
«Δεν γνώριζα ακόμα τότε για την επιληψία του. Ο μόνος που μου είχε μιλήσει για την ταραγμένη συναισθηματική του κατάσταση, ήταν ο Alan Erasmus από την δισκογραφική τους εταιρεία, την Factory, ο οποίος μου είχε πει: «Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα». Όταν τους είδα να παίζουν τον Απρίλιο του 1980, η παράσταση ήταν τόσο έντονη που αναγκάστηκα να φύγω. Ο Ian ήταν – για να χρησιμοποιήσω αυτή την φριχτή φράση – «αληθινός» [for real], και αυτή η ένταση που πρόβαλλε ήταν θηριώδης».
«Ως επί το πλείστον, η ποπ μουσική έχει να κάνει με απόμακρα συναισθήματα. O Ian ήθελε να φτάσει βαθιά και η μπάντα τον ακολουθούσε. Φοβάμαι ότι η ιδέα του «βασανισμένου ποιητή» και του να πεθαίνεις νέος είναι βαθιά ριζωμένη στην εφηβική αντίληψη και η αυτοκτονία του Ian επιβεβαιώνει όλα τα κλισέ του ρομαντικού ήρωα, νομίζω όμως ότι είναι λάθος να θεωρεί κάποιος τους Joy Division μοιραίους. Ο κόσμος τους τοποθετείται κάπου ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι αλλά και κατά κάποιον τρόπο, εκτός χρόνου, εκεί που εξακολουθούν να βρίσκονται 40 χρονιά μετά».
Στο άρθρο μιλάει επίσης ο Kevin Cummins, ένας από τους πιο γνωστούς «ροκ» φωτογράφους, ο οποίος υπήρξε με τις εμβληματικές φωτογραφίες που τράβηξε στο γκρουπ στην αρχή της τραγικά σύντομης αλλά τόσο σημαντικής πορείας του, ο πιο κρίσιμος παράγοντας για την μυθική, «γκρίζα» εικονογραφία των Joy Division:
«Από τη στιγμή που πήραν το όνομα Joy Division, η μουσική τους άλλαξε δραματικά. Οι στίχοι απέκτησαν ένα ειδικό βάρος και μου ήρθε φυσιολογικά η ιδέα να δημιουργήσω κάποια μυθολογία τριγύρω τους. Δεν ήταν δύσκολο. Όλοι μας φοράγαμε κάτι παλιά παντελόνια και στρατιωτικά αμπέχονα. Έμοιαζαν σαν ανατολικοευρωπαίοι με τη λιτή, γκρίζα, λειτουργική στολή τους. Δεν σκόπευα να τους φωτογραφήσω χαμογελαστούς έτσι κι αλλιώς».
«Τους ίδιους δεν τους ενδιέφερε καθόλου να τους τραβάνε φωτογραφίες, οπότε έπρεπε να σκεφτώ κάτι άλλο από μια τυπική λήψη μιας μπάντας σε διάφορες πόζες. Η φωτογραφία τους με τα χιόνια στη γέφυρα του Hulme στο Μάντσεστερ δεν ήταν καθόλου συμβατική – η μπάντα ίσα που διακρίνεται στο βάθος – έμοιαζε όμως να αναπαριστά τον ήχο τους: ζοφερός, βιομηχανικός, γεμάτος χώρους και αποστάσεις, σαν το μεταπολεμικό Πόζναν».
«Όταν φωτογράφησα τον Ian για το εξώφυλλο της εφημερίδας NME, με το πανωφόρι να καπνίζει και να κοιτάζει ευθεία στην κάμερα, οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να τον κάνουν να γελάσει. Όταν όμως και οι ίδιοι είδαν τον εαυτό τους στις εικόνες αυτές, μεταμορφώθηκαν κι εκείνοι επί σκηνής στους χαρακτήρες που φαινόντουσαν να αντιπροσωπεύουν στις φωτογραφίες».
«Τότε ακόμα οι μουσικές εφημερίδες που τυπώνονταν σε μονοχρωμία και κατά κανόνα δημοσίευαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες, στοιχείο που τους δίνει μια «εκτός χρόνου» ποιότητα. Το βλέπεις αυτό το «λουκ» παντού από τότε και είναι αναρίθμητα τα συγκροτήματα που μου έχουν ζητήσει να επαναλάβω για λογαριασμό τους την εικόνα των Joy Division στη γέφυρα, αλλά φυσικά δεν το έκανα. Όποτε πετυχαίνω μέσα στα χρόνια τους εναπομείναντες του γκρουπ, που μετά έγιναν οι New Order, τους υπενθυμίζω ότι τους έσωσα – αν άφηνα την εικόνα στα χέρια τους, μπορεί να κατέληγαν να μοιάζουν με τους Bon Jovi».