Πέρασε καιρός, αλλά έρχεται και πάλι η μέρα που θα δούμε τους New Order ζωντανά στην Αθήνα, στα πλαίσια του Release Athens 2019 (Κυριακή 16 Ιουνίου, Πλατεία Νερού). Κι έτσι βρέθηκε εξαιρετική αφορμή για να κουβεντιάσουμε με τον φρέσκο από τις διακοπές του Bernard Sumner –για τις μέρες των Joy Division, για τον καιρό του Republic και για τα όσα έφεραν το ιστορικό γκρουπ ξανά μαζί
Είστε μπάντα που έχετε περάσει από κάμποσες αλλαγές στη μακρά καριέρα σας. Η τελευταία έφερε τον Tom Chapman και είδε την Gillian Gilbert να επιστρέφει, ενώ η προηγούμενη μας σύστησε τον Phil Cunningham, ο οποίος και παραμένει μαζί σας. Πώς επηρέασαν όλα αυτά τις ηχογραφήσεις για το Music Complete του 2015;
Το Music Complete αποδείχθηκε ένας σπουδαίος τρόπος ώστε να δουλέψουμε όλοι μαζί, με τον Tom να έρχεται πλέον και στο στούντιο, καθώς ως τότε είχαμε συνεργαστεί μόνο για περιοδείες. Με τον Phil, ασφαλώς, είχαν ήδη δέσει τα πράγματα, αφού φτιάξαμε μαζί το προηγούμενο άλμπουμ, το Waiting For The Sirens’ Call (2005).
Σας ενδιαφέρει να υπάρξει καινούριος δίσκος, στο κοντινό μέλλον;
Μέχρι στιγμής δεν κάνουμε σχέδια για πολύ μακριά στο μέλλον, απολαμβάνουμε τις περιοδείες. Το φετινό καλοκαίρι δείχνει θαυμάσιο, καθώς θα παίξουμε σε πολλές πόλεις της Ευρώπης στις οποίες είτε δεν έχουμε ξαναεμφανιστεί, είτε έχουμε πολύ καιρό να επισκεφθούμε!!!
Για του λόγου το αληθές, θα βρεθείτε και στην Αθήνα σε λίγες μέρες. Και μάλιστα θα μοιραστείτε τη σκηνή του Release Athens 2019 με έναν παλιό φίλο –τον Johnny Marr. Ο οποίος έχει περιγράψει τα τραγούδια σας ως «γλυκόπικρα» και έχει προτείνει να φτιάξετε και ένα καμπαρέ side project με το όνομα The Bitter Sweet…
(γέλια) Αυτό είναι αστείο, δεν είναι πάντως και η ζωή λίγο γλυκόπικρη;
Παρά τα τόσα χρόνια που έχουν περάσει, οι μουσικόφιλοι –ακόμα και άνθρωποι στα 20 τους χρόνια, σήμερα– εξακολουθούν να συζητούν για τους Joy Division. Νιώθετε έκπληξη;
Έκπληξη, όχι. Είμαστε όμως πολύ ευγνώμονες και φυσικά χαρούμενοι που οι Joy Division έγιναν ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της μουσικής κουλτούρας και παρακαταθήκης.
Το έχετε ακούσει ήδη πάρα πολλές φορές, ό,τι η όλη υπόθεση με τον Peter Hook στεναχώρησε τους fans, ειδικά όσους σας ακολουθούν από τον καιρό των Joy Division. Υπάρχει πιστεύεις περίπτωση να θαφτεί τελικά το τσεκούρι του πολέμου;
Εμείς είμαστε χαρούμενοι με τις συναυλίες μας και είμαι βέβαιος ότι κι εκείνος είναι χαρούμενος με τους Light. Οπότε, για την ώρα τουλάχιστον, βλέπω την κατάσταση ως την καλύτερη για όλους μας.
Πίσω στο 1993, το Republic σας σύστησε επιτυχώς σε μια νέα γενιά ακροατών –μπορώ π.χ. να θυμηθώ άτομα που στις κασέτες της εποχής είχαν το “Regret” δίπλα σε grunge επιλογές. Παρά ταύτα, αμέσως μετά σκορπίσατε και χρειάστηκε να έρθει ο Rob Gretton το 1998, ώστε να επανενωθείτε. Τί έφταιξε για την απομάκρυνση αυτή;
Περάσαμε δύσκολα με το κλείσιμο της Factory το 1992 και βρεθήκαμε τότε σε νέα δισκογραφική, δουλεύοντας πολύ σκληρά για την περιοδεία στήριξης του Republic. Έτσι, όταν ολοκληρώθηκε, αισθανθήκαμε ότι δεν υπήρχε πια τίποτα άλλο να προσφέρουμε. Ο μόνος λόγος που ξαναμαζευτήκαμε, ήταν επειδή προτάθηκε να παίξουμε headliners στο Reading Festival, οπότε ο Rob ανέλαβε να επικοινωνήσει μαζί μας. Ήταν όταν βρεθήκαμε και πάλι μαζί που συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε ακόμα πολλά κοινά και δεν ίσχυε το αντίστροφο.
Κάποια χρόνια πριν, η Miranda Sawyer έγραψε στην εφημερίδα Observer ότι η μουσική είναι απλά ένα κομμάτι της όλης New Order εμπειρίας –τα υπόλοιπα έχουν να κάνουν με την αισθητική, με την τραγωδία γύρω από τους Joy Division και με μια ικανότητα να δίνετε κάτι «τόσο στους clubbers, όσο και σε εκείνους που δεν μπορούν να ξεμυτίσουν από το δωμάτιό τους». Συμφωνείς;
Νομίζω ότι η Miranda έχει ένα δίκιο. Ωστόσο, εμείς απλά φτιάχνουμε μουσική. Ό,τι από τα παραπάνω κι αν ισχύει, λοιπόν, δεν έχει γίνει συνειδητά. Για μας, πρώτα έρχεται η μουσική.
Στο διάστημα 2000-2005 έζησα στη Βρετανία και υπήρχε μια εποχή που πήγαινα στο Μάντσεστερ σε καθημερινή βάση. Όταν τελείωνε η δουλειά, περπατούσα στους δρόμους του προσπαθώντας να αντιληφθώ αυτό που έλεγαν οι fans σας τη δεκαετία του 1980, ότι «οι New Order ακούγονται σαν το Μάντσεστερ, ηχούν σαν τα κτίρια». Δεν μπόρεσα όμως να το βρω. Πόσο δυσοίωνη ήταν τότε η πόλη;
Φάνταζε αρκετά δυσοίωνη. Αν και δεν είμαι σίγουρος ότι τα πράγματα ήταν χειρότερα, αν τα σύγκρινες με την κατάσταση σε οποιαδήποτε άλλη πόλη της Μεγάλης Βρετανίας –ίσως μόνο το Λονδίνο να ξεχώριζε, να ήταν λίγο πιο κοσμοπολίτικο. Όμως οι καιροί άλλαξαν. Τώρα οι άνθρωποι έχουν περισσότερη επίγνωση για όσα τους περιβάλλουν και τα φροντίζουν και πιο πολύ. Σίγουρα επομένως μιλάμε για μια κατάσταση που έχει βελτιωθεί προς το καλύτερο, σε σχέση με το τι γινόταν στη δεκαετία του 1980.
Πηγή: avapolis.gr-Xάρης Συμβουλίδης