Μπορεί να μην είχε τη φωνή του φίλου του Nick Cave, άλλωστε ποτέ δεν δήλωσε τραγουδιστής, μπορεί να μην είχε τον επικοινωνιακό χαρακτήρα ενός Performer, μπορεί να μην ήταν όμορφος με τον τρόπο που αναγιγνώσκεται η ομορφιά, αλλά ήταν σίγουρα ένα παιδί δίπλα από την πόρτα που, όταν κάπνιζε ασταμάτητα, έγραφε και έπαιζε την κιθάρα του με έναν μοναδικό τρόπο όσο λίγοι πάνω σ’ αυτόν τον κόσμο
Υπήρχαν κάτι άγρια αγόρια κάποτε που στέκονταν δίπλα στην πόρτα, έπιναν λίμνες αλκοόλ, γέμιζαν ναρκωτικά τα μυαλά τους, γυρνούσαν τις περισσότερες φορές σκόπιμα στους κακόφημους δρόμους της Μελβούρνης περιμένοντας το επόμενο τραγούδι να βολτάρει στο κεφάλι και στα χείλη τους και, μέσα σε όλα αυτά, γυρνώντας σπίτι πολλές στιγμές μετά, έφτιαχναν μπάντες όταν απλώς ένα ξεχαρβαλωμένο σετ από τύμπανα και μια μεταχειρισμένη κιθάρα ήταν αρκετά για να ξεβγάλουν τις ανήμερες μουσικές που κινούσαν στις φλέβες τους.
Ήταν τα πρώτα χρόνια των ‘70s καθώς οι Boys Next Door του Nick Cave, του Mick Harvey και του Phill Calvert θα περίμεναν κάποια χρόνια αργότερα να έρθει ένας κιθαρίστας, κακοφερμένος στο πρόσωπο μα ευφυέστατος πάνω στο παίξιμο, ώστε να τους φτιάξει έναν αναγνωρίσιμο ήχο που θα έμενε στην ιστορία. Ο κιθαρίστας δεν ήταν κανένας άλλος παρά ο Rowland S. Howard και τα υπόλοιπα από εκεί και πέρα ήταν Γενέθλια Πάρτι και Κακοί Σπόροι που θα έγραφαν μια ακόμη μουσική ιστορία, σε μια από τις καλύτερες σκηνές που έμειναν στους καιρούς. Οι Birthday Party και μετέπειτα οι Bad Seeds, βέβαια, από εκείνη την πρώτη τους μορφή θα άλλαζαν πολλές φορές το line up τους, μιας και κόσμος ερχόταν και κόσμος έφευγε από τη σκιά του Nick Cave.
Για τον αναγνωρίσιμο ήχο τους όμως, που συμμαζεύτηκε ώστε να μην ακούγονται ως άλλη μια ανούσια οργισμένη μπάντα της εποχής, ευθύνεται ο Rowland S. Howard. Η μουσική ιστορία έχει αποδείξει, άλλωστε, πολλάκις ότι τα μεγάλα συγκροτήματα έπρεπε πάντοτε να τα απαρτίζουν διαφορετικοί χαρακτήρες και ιδιοσυγκρασίες, όπου ο ένας συμπληρώνει και βάζει σε τάξη τις αδυναμίες του άλλου. Πέρασαν από τότε πάνω από 35 ολόκληρα χρόνια και από τη μέρα που ο Howard μπήκε στην συμμορία με τα αγόρια δίπλα στην πόρτα. Η μουσική έκλεινε το ρήμα αλλάζω σε όλους τους χρόνους, μα η κιθάρα του παρέμεινε απ’ τις πιο χαρακτηριστικές της αυστραλέζικης Underground σκηνής.
Διόλου τυχαίο, άλλωστε, πως από τον θάνατό του στις 30 Δεκέμβρη του 2009 και μετά, έχουν γίνει πάμπολλα αφιερώματα σε μουσικά Sites και περιοδικά, ντοκιμαντέρ, Tribute Albums, συλλογές, δηλώσεις από μουσικούς συνοδοιπόρους του που μνημονεύουν το πόσο συγκεντρωμένος ήταν ο Howard στο να δουλεύει με τις ώρες φτιάχνοντας τον ήχο του, διορθώνοντας το παίξιμό του για να αναγνωρίζεται με την πρώτη γρατζουνιά πάνω στις παραμορφωμένες του χορδές.
Τα Blues από την άγρια, σύγχρονη, σκοτεινή και βρόμικη πλευρά τους. Το μειλίχιο Post Punk που ανάβει το κερί στην πιο μαύρη νύχτα. Ο εφιάλτης που σε κυνηγάει αδυσώπητα σε ένα μαρκαρισμένο δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου. Ο έρωτας με το ζόρι και η αγάπη με το στανιό. Τα τσιγάρα που πνίγουν ανήμερες κάμαρες και τα φιλιά στις καρδιές που απήχθησαν. Αυτή ήταν η μουσική του Rowland S. Howard αφότου έφυγε από το λεωφορείο που οδηγούσε ο Cave.
Που ξεκίνησε με τον κολλητό του Nikki Sudden, τον πένθησε γοερά όταν εκείνος έφυγε, που δημιούργησε τους These Immortal Souls κι έγινε ο καλύτερος φίλος του αρπακτικού που ονομάζεται Lydia Lunch, ερχόμενος πάντα να δώσει βοήθεια όποτε τον ζητούσε ο Mick Harvey στους προσωπικούς του δίσκους.
Το 1999 θα κυκλοφορήσει την πρώτη του Solo δουλειά, με τίτλο Teenage Snuff Film. Είχε φτάσει πια εκείνη η στιγμή που έπρεπε μακριά από τους συνεργάτες και φίλους, τις συνεργασίες και τις συμμετοχές, να δηλώσει το όνομά του στα μουσικά χαρακώματα με τον τρόπο που μόνο αυτός ήξερε. Στα 40 του χρόνια πια και μια δεκαετία ακριβώς πριν κυκλοφορήσει τον δεύτερο και στερνό του δίσκο, λίγο πριν φύγει για την άλλη πλευρά, ο ντροπαλός, συνεσταλμένος με το Punk μαλλί μουσικός θα αποδείξει μια για πάντα γιατί θεωρείται ένας από τους πιο ιδιαίτερους κιθαρίστες που μάτωσαν ποτέ τις χορδές.
Το Teenage Snuff Film είναι ένα άλμπουμ νοτισμένο στις Blues καταβολές του τραγουδοποιού, με τραγούδια που λυγάνε τη νύχτα, αφορίζουν τον εύκολο πόνο και, καθώς προχωρεί, ξημερώνει την κάθαρση με το τελευταίο άναμμα ενός καινούργιου κατευόδιου πάνω στην ανάγκη για το τίποτα.
Οι στίχοι του “Sleep Alone” που κλείνουν το άλμπουμ ομολογούν: “Αυτό είναι το ταξίδι στην άκρη της νύχτας, δεν έχω συντρόφους, μόνο τον Σελίν στο πλάι μου. Δε χρειάζομαι τίποτα κι από κανέναν, η βελόνα είναι στο κόκκινο, τίποτα για να χάσω, τα πάντα είναι νεκρά”.
Πριν κλείσει και η προηγούμενη πια δεκαετία, ο Howard έβγαλε τον δεύτερό του δίσκο που έμελλε να είναι και τα τελευταία τραγούδια που θα έλεγε στη ζωή του. Το Pop Crimes του 2009 ήταν άμεση ανάγκη για εκείνον να ηχογραφηθεί, μιας και ο καρκίνος που είχε στο συκώτι είχε αρχίσει να τον καταβάλλει και οι μέρες μετρούσαν πια ανάποδα. Η ανατριχιαστική διασκευή του στο “Nothin’” του Townes Van Zandt ήταν η συνέχεια στο “Sleep Alone” και η τελειωτική του απάντηση στο πώς υμνείς τα είδωλά σου.
Τελικά μια μέρα πριν ξεκινήσει μια καινούργια χρονιά γι’ αυτόν, ο Rowland S. Howard έδωσε την τελευταία ανάσα του στην ηλικία των 50, αφήνοντας έναν τίμιο και στερνό δίσκο να μας κάνει παρέα.
Μπορεί να μην είχε τη φωνή του φίλου του Nick Cave, άλλωστε ποτέ δεν δήλωσε τραγουδιστής, μπορεί να μην είχε τον επικοινωνιακό χαρακτήρα ενός performer, μπορεί να μην ήταν όμορφος με τον τρόπο που αναγιγνώσκεται η ομορφιά, αλλά ήταν σίγουρα ένα παιδί δίπλα από την πόρτα που, όταν κάπνιζε ασταμάτητα, έγραφε και έπαιζε την κιθάρα του με έναν μοναδικό τρόπο όσο λίγοι πάνω σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του είναι το Autoluminescent: Rowland S. Howard που κυκλοφόρησε το 2011 και υπάρχει εκεί έξω…
Πηγή: Merlins.gr