Όχι μόνο επειδή είχε γενέθλια, ούτε επειδή βγάζει νέο δίσκο.
Ο Morrissey γίνεται 60 λίγο πριν κυκλοφορήσει τον μάλλον πιο αδιάφορο δίσκο της καριέρας του (διασκευές, enough said) και λίγο αφού εμφανιστεί φορώντας μια κονκάρδα με ένα political party της χώρας του, το οποίο αφού γκουγκλάρουμε για να βεβαιωθούμε ποιο είναι και τι πρεσβεύει, τον αποκαλούμε εκ νέου φασίστα & ακροδεξιό (κάποιοι πλεοναστικά ηλίθιοι φτάνουν να λένε «εμείς σας τα λέγαμε τόσα χρόνια, πάντα τέτοιος ήτανε»).
Ουδέν νεότερο για το Morrissey-κό μέτωπο (national ή μη). Το αριστερό & δημοκρατικό N.M.E. τον καταδίκασε στις αρχές των 90s σε ανυποληψία ετών, καρφώνοντας του το σάβανο της union jack, που ο ίδιος ανέμιζε στην σκηνή του Madstock κηρύσσοντας την έναρξη της δέκατης τρίτης βρετανικής σταυροφορίας και ταράσσοντας την ευδαιμονία της μεταθατσερικής μοναρχίας.
Οι πολιτικές απόψεις του Moz ενοχλούν ακόμη όσους πιστεύουν ότι η «Θάτσερ καθάρισε το ποδόσφαιρο και έδιωξε τους χούλιγκαν από τα γήπεδα» και προκαλούν όσους ετοιμάζονται να υποδεχτούν με συγκατάβαση την εργολαβική δημαρχία του Μπακογιάννη στα στενά γύρω από τον (διατίθεται δωρεάν) ιδρυματισμό του Σταύρος Νιάρχος.
Όταν ο Moz υψώνει σημαίες με τη φράση Axe The Monarchy είναι για ακόμη μια φορά γραφικός με τις ιδιοτροπίες του, όταν φοράει κονκάρδες είναι επικίνδυνος και …φασιστούλης. Ξεπερνώντας το οπλοστάσιο του Lemmy και το εικονοστάσιο της Siouxsie, συνεχίζουμε εσφαλμένα να οριοθετούμε το punk ως δήθεν αντίσταση & πάλη , και όχι ως ad hoc αντίδραση που επιστρέφει πάντοτε στο κενό, όπως πραγματικά ήταν. Η έλλειψη γνώσης όμως ποτέ δεν βοήθησε κανέναν να κρίνει σωστά, πέρα από τις όποιες προοδευτικές του προθέσεις.
Ο Morrissey είτε κινητοποιεί το εφηβικό σας ένστικτο για έλλειψη ορμών, και τον λατρεύετε, είτε προκαλεί τα υποσιτισμένα ανθρωπιστικά σας αισθήματα, και τον χλευάζετε, δεν έχει μετακινηθεί ούτε βήμα, εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια πλέον, από την ιδεολογική βάση του Suffer Little Children, δηλαδή την μόνη πραγματική punk ματιά στην (δυσ-)αρμονική καθημερινότητα του έξω κόσμου, η οποία εναλλάξ τον καθιερώνει και τον καταποντίζει.
Αν θέλουμε να έχουμε την συνείδηση μας ξεκούραστη άλλωστε ακούμε Steven Frears και δεν διαβάζουμε Smiths, καθώς είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε αν ο Τζόνι είναι ο γλυκός και τρυφερός και ο Ντέηβιντ ο άγριος και αδίστακτος χούλιγκαν και ποιον τέλος πάντων από τους δύο πρέπει να αγαπήσουμε, και αντίστοιχα να αφορίσουμε τελικά, εντός και εκτός «πλυντηρίου».
Δεν μπορώ να φανταστώ την επόμενη δεκαπενταετία, κάποιο πιο ενδιαφέρον gig από την κηδεία του Morrissey, δεδομένου ότι δεν θα υπάρξει ποτέ reunion των Smiths.
Μέχρι τότε και κάθε χρόνο: Viva Moz, Viva Hate, Viva Haters!
Άρης Καραμπεάζης: Mουσικογραφιάς/δικηγόρος