O Lanegan πειραματίζεται με την ντίσκο; Βλέπεις συναυλία εν Ελλάδι χωρίς πυκνά νέφη καπνού; Τα ύστερα του κόσμου…
Της Μαριάννας Βασιλείου:
Ο λύκος και εγέρασε και άλλαξε το μαλλί του (βασικά έπαθε Τζόνι Ντεπ με αυτό το μαλλί και με αυτό το γυαλί, αλλά τέλος πάντων), και τον ήχο του άλλαξε επίσης. Ή μάλλον την ενορχήστρωση του, για να είμαι ακόμα πιο σαφής. Θα ομολογήσω ότι ενώ περίμενα από τον Mark Lanegan να ακούσω κάτι βαρύ και Blues (με την έννοια που του έχουν δώσει οι Wovenhand και ο David Eugene Edwards), αυτός μας έκανε την έκπληξη και μας έπαιξε και Rock’n’roll και Disco. Πάντα με βάση το Blues/Rock που παίζει η (εξαιρετικά δεμένη) μπάντα του μεν, αλλά προς αυτή την κατεύθυνση.
Setlist βασισμένο σε πολύ μεγάλο βαθμό στην τελευταία του δουλειά, το “Somebody’s Knocking” (κάτι που μάλλον το κοινό δεν το περίμενε, παρά την πολύ πρόσφατη κυκλοφορία του δίσκου), με πινελιές κυρίως από το “Blues Funeral”, το “Gargoyle” και το “Bubblegum”. Συν μια διασκευή στο “Deepest Shade” των Twilight Singers (ή είσαι κολλητός φίλος με τον Greg Dulli ή δεν είσαι…).
Εξαιρετικά καθαρός ήχος – σε σημείο που να διακρίνω και τους στίχους από τραγούδια που δεν τους ήξερα. Θαυμάσιοι οι μουσικοί που τον συνοδεύουν και που τον υποστηρίζουν ηχητικά με απόλυτα αποτελεσματικό τρόπο: υπήρξαν στιγμές που νόμιζα ότι το ηλεκτρικό μπιτ προερχόταν από μηχάνημα – και όμως όχι, επρόκειτο για έργο του ντράμερ! Και φυσικά ο Mark Lanegan και το απαράμιλλο γρέζι του επί μιάμιση ώρα.
Δεν φημίζεται ο Mark για τη σκηνική του παρουσία ή για την επικοινωνία του με το κοινό (περιορίστηκε σε μερικά “Thank You” και στην παρουσίαση των μουσικών του – και πάλι καλά, εδώ που τα λέμε). Δεν πρόκειται να χαμογελάσει ή να δείξει με οποιονδήποτε τρόπο ότι απολαμβάνει την προσοχή του κοινού – δεν χρειάζεται άλλωστε, το κάνουν τα τραγούδια του για αυτόν, εκείνα λένε όσα χρειάζονται να ειπωθούν.
Τραγουδάει σχεδόν ακίνητος και σε στάση προσοχής, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει λόγος να κάνει κάτι παραπάνω. Η επιβλητική φωνή του είναι υπεραρκετή για να δημιουργήσει ένταση και ηλεκτρισμό στο ακροατήριο και για να ενώσει ερμηνευτή και ακροατή.
Το “Somebody’s Knocking” και τα τραγούδια του είναι αυτό που λέμε Grower: την πρώτη φορά που τα ακούς σου φαίνονται καλά, όσο περισσότερο όμως τα ακούς, τόσο πιο πολύ σου αρέσουν. Είναι καλοί οι πειραματισμοί και η εξέλιξη, προφανώς. Ωστόσο, ο Mark Lanegan που ξέρω και αγαπώ εγώ είναι ο βραχνός προφήτης του “Burning Jacob’s Ladder”, o θρήσκος Bluesman του “Bleeding Muddy Water”, ο άντρας που θρηνεί τον χαμένο έρωτα του στο “Nocturne”.
Με τα επαναλαμβανόμενα μουσικά μοτίβα, τα γρυλίσματα στην ερμηνεία, τις κινηματογραφικές εικόνες ενός Road Trip στην αμερικανική ενδοχώρα, που ως μόνο soundtrack θα μπορούσαν να έχουν τα τραγούδια του. Έτσι τον προτιμώ, χωρίς τα disco και new wave στοιχεία. Μπορεί και να γίνομαι γερογκρινιάρα πλέον, ποιος ξέρει.
Απλά ο Mark Lanegan ακούγεται καλύτερα τις μικρές σκοτεινές ώρες της νύχτας. Εκεί βασιλεύει και εκείνες τις στιγμές υπηρετεί. Και εύχομαι να το κάνει για πολύ-πολύ καιρό ακόμα – και ζωντανά και από τους δίσκους του.
Α, κι ένα τελευταίο: επιτέλους μια συναυλία στην οποία δεν έτσουξαν τα μάτια μου, είδα καθαρά τους μουσικούς και όχι μέσα από ομίχλες καπνού και δεν μύρισαν τα μαλλιά και τα ρούχα μου τσιγάρο. Ούτε ο Mark δεν άναψε τσιγάρο (έζησα να το δω κι αυτό…)! Σημεία των καιρών ή αποφασίσαμε ότι ανήκομεν εις την Δύσιν επιτέλους;