“Τίποτε άλλο δεν μπορεί να επιβιώσει από ένα ολοκαύτωμα πέρα από την ποίηση και τα τραγούδια. Κανείς δεν θυμάται απέξω ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει μια ταινία, ένα γλυπτό, έναν πίνακα, αλλά όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, τα τραγούδια και η ποίηση θα μπορούν να συνεχίζουν”
του JIM MORRISON
(από το βιβλίο Wilderness: The Lost Writings of Jim Morrison, Vintage Books, 1989)
Νομίζω ότι η συνέντευξη είναι η νέα μορφή τέχνης. Νομίζω ότι η αυτο-συνέντευξη είναι η ουσία της δημιουργικότητας. Να υποβάλεις ερωτήσεις στον εαυτό σου προσπαθώντας να βρεις απαντήσεις. Ο συγγραφέας απλώς απαντά σε μια σειρά από ερωτήσεις που δεν μπορούν να διατυπωθούν φραστικά.
Είναι το ίδιο σαν να απαντάς σε ερωτήσεις από το εδώλιο των μαρτύρων. Είναι εκείνος ο παράξενος χώρος όπου προσπαθείς να ακινητοποιήσεις κάτι που συνέβη στο παρελθόν, προσπαθώντας να θυμηθείς ειλικρινά τι προσπαθούσες να κάνεις. Είναι μια πνευματική άσκηση υψίστης σημασίας. Συχνά, μια συνέντευξη θα σου δώσει την ευκαιρία να αντιμετωπίσεις τη σκέψη σου με ερωτήσεις και για μένα αυτό σημαίνει τέχνη. Χωρίς μ@λ@κίες. Μια συνέντευξη σου δίνει επίσης την ευκαιρία να προσπαθήσεις και να εξαλείψεις όλα εκείνα τα ενδιάμεσα κενά… να προσπαθείς να είσαι σαφής, ακριβής όσο δεν παίρνει. H μορφή της συνέντευξης μοιάζει με το εξομολογητήριο, υπάρχει ένα πλαίσιο συζήτησης, μια αντεξέταση. Από τη στιγμή που λες κάτι, δεν μπορείς να το πάρεις πίσω. Είναι πολύ αργά. Είναι μια στιγμή πολύ υπαρξιακή.
Είμαι εθισμένος στο παιχνίδι της τέχνης και της λογοτεχνίας – οι ήρωες μου είναι καλλιτέχνες και συγγραφείς.
Από πάντα ήθελα να γράψω, αλλά πάντα σκεφτόμουν ότι δεν είχε νόημα εκτός κι αν με κάποιο μαγικό τρόπο το χέρι έπιανε την πένα και άρχιζε να κινείται μόνο του, δίχως να το κατευθύνω εγώ. Όπως η αυτόματη γραφή. Κάτι που όμως δεν συνέβη ποτέ.
Ασφαλώς, έγραψα μερικά ποιήματα. Νομίζω ότι γύρω στην πέμπτη ή έκτη δημοτικού έγραψα ένα ποίημα με τίτλο “Το Πόνι Εξπρές”. Είναι το πρώτο που μπορώ να θυμηθώ. Ήταν ένα ποίημα που έμοιαζε με μπαλάντα. Όμως ποτέ δεν κατάφερα να το ολοκληρώσω.
Tο “Horse Latitudes” το έγραψα στο γυμνάσιο. Στο γυμνάσιο και στο κολέγιο είχα πολλά σημειωματάρια και όταν πια τέλειωσα τις σπουδές μου, για κάποιον ανόητο λόγο – ίσως να έκανα καλά – τα πέταξα όλα… Έγραφα σ’ αυτά κάθε νύχτα. Αν όμως δεν τα είχα πετάξει, ίσως να μην είχα γράψει κάτι πρωτότυπο, επειδή αυτά ήταν κυρίως ένα συνονθύλευμα πραγμάτων που είχα διαβάσει ή ακούσει, όπως αποσπάσματα από βιβλία. Νομίζω ότι αν δεν τα ξεφορτωνόμουν, δεν θα ήμουν ποτέ ελεύθερος.
Προσέξτε, η αληθινή ποίηση δεν λέει τίποτα, είναι σαν να προκαλείς τις πιθανότητες. Ανοίγει όλες τις πόρτες. Μπορείς να περάσεις μέσα απ’ οποιαδήποτε σου ταιριάζει… Γι’ αυτό το λόγο η ποίηση με γοητεύει τόσο πολύ – επειδή είναι αέναη. Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, μπορούν να θυμούνται λέξεις και συνδυασμούς λέξεων. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να επιβιώσει από ένα ολοκαύτωμα πέρα από την ποίηση και τα τραγούδια. Κανείς δεν θυμάται απέξω ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει μια ταινία, ένα γλυπτό, έναν πίνακα, αλλά όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, τα τραγούδια και η ποίηση θα μπορούν να συνεχίζουν.
Αυτό που επιδιώκω να πετύχω με την ποίηση μου, είναι να απελευθερώσω ανθρώπους από τους περιορισμένους τρόπους με τους οποίους βλέπουν και αισθάνονται…