Η πρώτη του συναυλία στην Ελλάδα ήταν στην πραγματικότητα ανάπτυξη αισθητικής γλώσσας και επικοινωνία ενός προσεκτικά φτιαγμένου κόσμου, μέσα από μουσικές φράσεις, όγκους ήχων, καπνό, φως και χρώματα
Η προσπάθεια μου να παρακολουθήσω το live του Olafur Arnalds ήταν επί της ουσίας μια μάχη, ένας δρόμος σπαρμένος με πόνο, αίμα, φωτιά, απώλειες, τραυματισμούς αυχενικού τύπου και κονταροχτυπήματα με τα τάγματα της ελληνικής αστυνομίας. Μπορώ να περηφανεύομαι, ωστόσο, ότι τα κατάφερα και επέζησα και έτσι έχω στην τσέπη μου την ανάμνηση από μια συναυλία, που ποθούσα καιρό να παρακολουθήσω.
Για εσάς, που δεν τον ξέρετε, ο Arnalds παίζει πάμπολλα όργανα και συνθέτει, κυρίως, κομμάτια με βάση το πιάνο, το βιολί και τη συγγενική ομάδα εγχόρδων και φυσικά τους ηλεκτρονικής φύσεως ήχους και beats. Ίσως τον γνωρίζετε από τη σόλο καριέρα του ή από το “For Now I am Winter” (2013), που χρησιμοποιήθηκε ως soundtrack της σειράς Broadchurch ή από το ντουέτο, που ονομάζεται Kiasmos. Όπως και να ‘χει, η καριέρα του είναι αξιοπρόσεκτη και οι συνθέσεις του έχουν ένα ιδιαίτερο και εύκολα αναγνωρίσιμο ύφος.
Η βραδιά, που πέρασα στο Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος, ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα και χρειαζόμουν. Ο χώρος ήταν όμορφα στημένος, ο κόσμος ανυπομονούσε να ακούσει τον Ισλανδό καλλιτέχνη και κάποιοι, μάλιστα, ήταν εκεί για να παρακολουθήσουν και τις δύο back-to-back συναυλίες (πράγμα στο οποίο έχω μια ένσταση, λόγω του περιορισμένου αριθμού εισιτηρίων, αλλά ας το προσπεράσουμε).
Ο Arnalds φέρει έναν αέρα ωριμότητας και ταπεινοφροσύνης. Παρά το προχωρημένο της ώρας και το γεγονός ότι αυτή ήταν η δεύτερη συναυλία του για την ίδια μέρα, δεν φάνηκε κουρασμένος. Αντίθετα, ήταν χαρούμενος, που έπειτα από πολυάριθμες άκαρπες προσπάθειες κατάφερε να φέρει τη μουσική του στο αθηναϊκό κοινό.
Τα κομμάτια του είναι μελαγχολικά και συγχρόνως χαρούμενα και φέρουν μία δυναμική και όχι στατική αύρα ηρεμίας, ενώ αποπνέουν ευαισθησία και εκείνη την ομορφιά, που φέρνει στο τραπέζι η εμπειρία της ζωής στο ψύχος της Ισλανδίας. Ο Arnalds ξέρει να παίζει στα δάχτυλα τις δυναμικές και αυτό είναι το ισχυρότερο του όπλο. Μπορεί να σε παρασύρει σε μια συναισθηματική τραμπάλα παίζοντας απλά μία μικρή ακολουθία τριών νότων. Παρένθεση: στο όλο στήσιμο της ατμόσφαιρας, έκανε εξαιρετική δουλειά ο φωτιστής – άλλωστε ο χώρος έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό για να κάνει κανείς θαύματα παίζοντας με χρώματα και σκιές.
Το κοινό φάνηκε θερμό, ειδικά όταν μας ζήτησε να μας ηχογραφήσει, ώστε να χρησιμοποιήσει τις φωνές μας για να στήσει το υπόβαθρο ενός από τα κομμάτια, που έπαιξε. Όσον αφορά την setlist, αυτή περιείχε κυρίως συνθέσεις από τον τελευταίο του δίσκο, “Remember” (2018), αλλά και μερικά πισωγυρίσματα σε παλαιότερες δουλειές του, όπως το “Near Light” από το “Living Room Songs” (2011) και φυσικά το highlight της βραδιάς, “Only the winds”, από το “For Now I am Winter” (2013), το οποίο ήταν σκέτη ανατριχίλα. Να αναφερθώ και στον ένα απίστευτο βιολιστή, ο οποίος δεν ξέρω πώς, κατάφερε να μεταμορφώσει τον ήχο του βιολιού σε ήχο πνευστού στην ήρεμη λήξη του “Only the winds”.
Η συναυλία έκλεισε με ένα κομμάτι, που είχε γραφτεί για την γιαγιά του συνθέτη, η οποία τον έσπρωξε προς τον Chopin και έτσι του κόλλησε το μικρόβιο της κλασικής μουσικής. Το συγκεκριμένο κομμάτι μας χαρίστηκε ως encore, κατά το οποίο τα έγχορδα, που είχαν αποχωρήσει από τη σκηνή ακούγονταν από τα παρασκήνια να παίζουν πάνω από το ήρεμο πιάνο. Μάλλον αυτό λειτουργούσε ως παρομοίωση για την απόσταση της ζωής από το θάνατο.
Αν ο Arnalds επιστρέψει στην Ελλάδα για άλλο live, φροντίστε να μην το χάσετε. Πιστέψτε με, αξίζει να περάσεις όλες τις κακουχίες, που υπάρχουν σ’ αυτή τη χώρα για μιάμιση ώρα με τον Olafur.
Πηγή: rockinathens.gr