Andrea Camilleri (06/09/1925-17/07/2019): Τίτλοι τέλους…
Ο Camilleri πέθανε σήμερα, 17 Ιουλίου 2019, στο νοσοκομείο σε ηλικία 94 χρονών. Παρακάτω δημοσιεύονται μερικές από τις θέσεις και τις απόψεις του σπουδαίου Ιταλού συγγραφέα…
Ο Andrea Camilleri γεννήθηκε στο Porto Empedocle της Σικελίας το 1925. Σπούδασε σε δραματικής σχολή της Ρώμης, σκηνοθέτησε έργα για το θέατρο και την τηλεόραση με ειδίκευση στον Πιραντέλο και τον Μπέκετ, και υπήρξε παραγωγός πολλών πολιτιστικών προγραμμάτων. Ακλόνητος κομμουνιστής, δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Il Corso delle cose το 1978.
Το 1994 δημοσιεύθηκε η πρώτη του ιστορία με τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο, για να ακολουθήσει σειρά βιβλίων με τις περιπέτειες του αντι-ήρωα αστυνομικού, τα οποία έχουν πουλήσει πάνω από δέκα εκατομμύρια παγκοσμίως, ενώ η τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστή τον Luca Zingaretti στο ρόλο του Μονταλμπάνο γνώρισε τεράστια επιτυχία και προβλήθηκε (και εξακολουθεί να προβάλλεται) σε πολλές χώρες.
Η τέχνη του γραψίματος ανέκαθεν με γοήτευε. Άρχισα να γράφω όταν ήμουν παιδί και μεγαλύτερος δημοσίευα ιστοριούλες σε τοπικές εφημερίδες. Το 1949 άρχισα να δουλεύω σαν θεατρικός διευθυντής. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα πλέον να διηγούμαι σε άλλους ιστορίες για άλλους. Απεναντίας, ήθελα να πω μια δική μου ιστορία, με δικές μου λέξεις. Έτσι κατέληξα να γράψω ένα μυθιστόρημα. Αυτό με εξέπληξε αφού μέχρι τότε έγραφα μόνο ποιήματα και διηγήματα. Έστειλα το χειρόγραφο που είχε τίτλο Il Croso delle Cose σε όλους τους ιταλικούς εκδοτικούς οίκους.
Όλοι απάντησαν ότι το μυθιστόρημά μου δεν μπορούσε να εκδοθεί λόγω των γλωσσολογικών επιλογών μου. Έβαλα το μυθιστόρημα σε ένα συρτάρι και για άλλα δέκα χρόνια συνέχισα να δουλεύω στο θέατρο. Αργότερα, ένας φίλος που του είχα μιλήσει για το μυθιστόρημα, μου πρότεινε να το προσαρμόσω σαν σενάριο και το δέχτηκα. Όταν διάφορες εφημερίδες άρχισαν να γράφουν για εκείνη την τηλεοπτική παραγωγή, ένας ανεξάρτητος οίκος επικοινώνησε μαζί μου και μου είπε ότι θα εξέδιδε το βιβλίο δωρεάν με αντάλλαγμα μια αναφορά στον τίτλο και τον εκδοτικό οίκο στους τίτλους τέλους. Δέχτηκα. Έτσι, έπειτα από δέκα χρόνια είδα επιτέλους να κυκλοφορεί το μυθιστόρημά μου.
Η Ευρώπη που είχαν στο μυαλό τους οι Ναζί ήταν ένα απέραντο στρατόπεδο αποτελούμενο από ανθρώπους με στολές οι οποίοι θα διάβαζαν ένα και μόνο βιβλίο: Ο Αγών μου, του Χίτλερ. Σκέτος τρόμος. Άρχισα να φοβάμαι ότι θα κέρδιζαν τον πόλεμο. Λίγο αργότερα, έχοντας όλες αυτές τις αμφιβολίες να με κατακλύζουν, έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο “Η Ανθρώπινη Υπόσταση”. Μιλούσε για τους κομουνιστές και συνειδητοποίησα ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν και ιδανικά και αγάπη για την πατρίδα. Και ασυνείδητα αισθάνθηκα τον εαυτό μου ως κομμουνιστή. Ήταν ο τρόπος για να βάλω σε τάξη τις ιδέες της δικαιοσύνης που είχα ως παιδί. Γράφτηκα στο ΚΚΙ, μετά την απελευθέρωση της Σικελίας, κάτι που ο πατέρας μου δεν το πήρε καλά. Ναι, είμαι για πάντα κομμουνιστής. Πιστεύω ότι είμαι ένας δεινόσαυρος. Τελικά συνειδητοποιώ ότι ήμουν πάντα ένας Ιταλός κομμουνιστής κι αυτό σημαίνει πολλά”.
Κάποτε ο σπουδαίος Σικελός συγγραφέας Λεονάρντο Σάσια διηγήθηκε μια ιστορία: «Στη χαραυγή του φασισμού κάποιος ρώτησε έναν τυφλό χωρικό τι επιφύλασσε το μέλλον. Και ο χωρικός απάντησε σκωπτικά, «Μολονότι είμαι τυφλός, όλα μαύρα τα βλέπω». Σήμερα, εγώ είμαι τυφλός όπως εκείνος ο χωρικός. Και η απάντησή μου θα ήταν η ίδια.
Είμαι μοναχογιός. Όταν ήμουν μικρός πολλά εμβόλια δεν είχαν ακόμα εφευρεθεί. Πήγαινα σχολείο και κόλλαγα κάθε πιθανή ασθένειας. Ούτε η τηλεόραση είχε εφευρεθεί και το ραδιόφωνο ήταν πολύ μεγάλο και βαρύ, ένα είδος αναμνηστικού από τον πόλεμο και αδύνατον να μετακινηθεί. Έτσι ήμουν αναγκασμένος να μένω στο κρεβάτι και να με φροντίζει η μητέρα μου. Ήταν όμως υπέροχο επειδή περνούσα όλο μου τον καιρό διαβάζοντας. Είχα μάθει να διαβάζω μόνος μου και μέχρι τα πέντε διάβαζα τέλεια. Έτσι κάποτε, όταν ξέμεινα από κόμικς, ζήτησα από τον πατέρα μου, που αν και δεν ήταν λόγιος του άρεσε το διάβασμα, την άδεια να διαβάσω μερικά βιβλία από τη βιβλιοθήκη του. Μου είπε ότι δεν είχε πρόβλημα, «Μπορείς να διαβάσεις ό,τι θέλεις», απάντησε όταν τον ρώτησα τι έπρεπε να διαβάσω. Αυτό ήταν ένα μεγάλο μάθημα πνευματικής ελευθερίας: σε μια περίοδο που στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου υπήρχαν βιβλία που θεωρούνταν επικίνδυνα ή απαγορευμένα εξαιτίας πολιτικών απόψεων.
Έμαθα να διαβάζω τα πάντα, για την εσωτερική ομορφιά που απολάμβανα, χωρίς να κάνω διάκριση ανάμεσα σε γένη και ανεξάρτητα από την ταμπέλα που τους έβαζαν.
Κάθε φορά που βλέπω τον Σαλβίνι με το κομποσκοίνι, μου έρχεται να ξεράσω. Είναι κι αυτό ένα κομμάτι από τον όλο εκχυδαϊσμό του…
Ο Μονταλμπάνο είναι ένας θεσμικός ντετέκτιβ, καλοφαγάς όπως ο Μεγκρέ, αλλά είναι ανύπαντρος και δυσκολεύεται να δεσμευτεί, όπως πολλοί άντρες σήμερα. Τον ήθελα μοναχικό λύκο, έναν επαναστάτη, μονίμως σκουντούφλη απέναντι στους συναδέλφους και τους υφισταμένους του. Τον ήθελα αφοσιωμένο, έναν άνθρωπο με κοινή λογική που μπορεί να καταλαβαίνει τους άλλους, έναν άνθρωπο με μια αίσθηση για τη δικαιοσύνη που ενίοτε τον κάνει να παραβιάζει κανόνες. Όμως, στο τέλος του πρώτου μυθιστορήματος δεν ήμουν ικανοποιημένος και συνειδητοποίησα ότι ο Μονταλμπάνο ήταν ένας ρόλος, αλλά δεν είχε την απόλυτη αυτονομία ενός αληθινού χαρακτήρα.
Κι επειδή δεν μ’ αρέσει να αφήνω πράγματα στη μέση, έγραψα και δεύτερο μυθιστόρημα, μόνο και μόνο για να τελειοποιήσω τον ήρωα. Μόλις πέτυχα το αποτέλεσμα, δεν ήθελα να συνεχίσω και να χρησιμοποιήσω τον Μονταλμπάνο σαν τον ήρωα μιας σειράς. Δεν ήθελα να γίνω συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Χωρίς παρεξήγηση: δεν θεωρούσα πως ήταν κακό αλλά δεν ήταν μέρος των μελλοντικών μου σχεδίων.
Ο Μονταλμπάνο μοιάζει με τον πατέρα μου περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, στα πάντα όσο αφορά τη συμπεριφορά του. Αυτό το συνειδητοποίησε η γυναίκα μου έπειτα από τα τέσσερα πέντε πρώτα βιβλία. Εγώ δεν το είχα σκεφτεί. Το μόνο κοινό μαζί μου, πέρα από την αγάπη μου για το καλό φαγητό, είναι η γνησιότητα στις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Υπάρχει μια προσωπική ιστορία που εξηγεί πόσο ο πατέρας μου έχει επηρεάσει τον Μονταλμπάνο.
Ο πατέρας μου ήταν γνήσιος φασίστας, ένας από τους αληθινούς πιστούς. Κάποια μέρα το 1938, ένας συμμαθητής μου που λεγόταν Μαρτσέλο Πέρα, ήρθε να με βρει για να με αποχαιρετίσει. «Αύριο δεν θα έρθω σχολείο», είπε. «Και γιατί δεν θα έρθεις, Μαρτσέλο;» ρώτησα. «Επειδή είμαι Εβραίος». Το τι σήμαινε να είσαι Εβραίος με χτύπησε σαν κεραυνός εν αιθρία. Έτσι γύρισα σπίτι για το μεσημεριανό και είπα στον πατέρα μου: «Τον ξέρεις τον φίλο μου τον Μαρτσέλο; Δεν μπορεί πια να έρχεται στο σχολείο επειδή είναι Εβραίος». Ο πατέρας μου έγινε έξαλλος. «Τον μπάσταρδο», είπε εννοώντας τον Μουσολίνι, έστω κι αν ήταν παραστρατιωτικό μέλος του φασιστικού κόμματος. «Οι Εβραίοι είναι σαν κι εμάς», βρυχήθηκε. Έτσι ήταν ο πατέρας μου. Κι έτσι εγώ προσπαθώ πάντα να κάνω τον Μονταλμπάνο επικριτικό απέναντι στη νοοτροπία και τις εντολές των προϊσταμένων του, απέναντι στην ηλιθιότητα της εξουσίας.
Ο Σαλβίνι έχει την υπεροψία ενός φασίστα, ένας εκπρόσωπος της εξουσίας όλο αυταρέσκεια. Αποφάσισε, λοιπόν, να κλείσει τα ιταλικά λιμάνια σε πλοία που μετέφεραν μετανάστες στη Μεσόγειο. Δεν πιστεύω στο Θεό, αλλά αν υπάρξει Δευτέρα Παρουσία, κάτι τέτοιοι σαν κι αυτόν σίγουρα θα καταλήξουν στην κόλαση για την υποκρισία τους.
Για να πω την αλήθεια, ανέκαθεν χρησιμοποίησα την αστυνομική φαντασία για να στέλνω μερικά πολύ προσωπικά μηνύματα. Μερικοί αναγνώστες παραπονιούνται ότι ο Μπονταλμπάνο παραείναι πολιτικοποιημένος, όμως δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Και δεν είμαι ο μόνος. Αν, για παράδειγμα, διαβάσουμε ένα μυθιστόρημα του Ζαν Κλοντ Ιζό, καταλαβαίνουμε περισσότερα για την πολυεθνική γαλλική κοινωνία παρά διαβάζοντας ένα κοινωνιολογικό δοκίμιο. Στην αστυνομική φαντασία το κοινωνικό πλαίσιο προσθέτει σημασία στο μυθιστόρημα. Αντιμετωπίζοντας θέματα όπως η εγκληματικότητα, η περιθωριοποίηση και η παράνομη μετανάστευση, η αστυνομική φαντασία μπορεί να γίνει ένα ισχυρό πολιτικό όπλο.