Το 1980, και λίγο μετά την κυκλοφορία του Unknown Pleasures, o σκοτεινός και υπέροχος τραγουδιστής των Joy Division, Ιan Curtis, έδωσε μια ιστορική συνέντευξη στο BBC Blackburn (μια από τις ελάχιστες που έδωσε κατά τη διάρκεια της ζωής του).
Στη σύντομη αυτή κουβέντα μιλάει για τους δίσκους που άκουγε εκείνη την εποχή κι ένα νέο συγκρότημα που του είχε κάνει εντύπωση, τους Bauhaus!!
Οι Bauhaus είχαν μόλις κυκλοφορήσει το δεύτερο single τους, το Dark Entries, και ο Curtis τους είχε παρακολουθήσει από την αρχή. Μετά τη συνέντευξη και κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων για το Closer στο Λονδίνο, τους είδε και live και έγινε μεγάλος φαν τους. Αυτή είναι ολόκληρη η συνέντευξη:
— Τι είδους σχέση έχεις με τις άλλες μπάντες από το Μάντσεστερ;
Είμαστε κάπως απομονωμένοι αυτή τη στιγμή για να πω την αλήθεια… εκτός από τα συγκροτήματα του Μάντσεστερ. Κάνουμε πολλές εμφανίσεις μαζί και υπάρχουν κι άλλα πράγματα όπως… χμ, οι Durutti Column –το εξώφυλλο με τo γυαλόχαρτο- που έχουμε κολλήσει μαζί τους.
Έτσι, με όλους εδώ έχουμε σχέσεις, με συγκροτήματα που μας έκλεισαν να παίξουμε μαζί, ονόματα όπως οι Buzzcocks, τους οποίους ξέραμε από τότε που ξεκινήσαμε. Ξέρεις, όποτε τους βλέπουμε, τους μιλάμε, αλλά δεν γίνεται και πολύ συχνά. Θα θέλαμε να δούμε πολύ περισσότερα από τα υπόλοιπα γκρουπ του Μάνστεστερ, κάθε άλλο γκρουπ, γενικότερα.
— Τι πιστεύεις για την κατάσταση στο new wave;
Δεν ξέρω. Νομίζω ότι είναι τόσες πολλές οι τάσεις που στα αλήθεια έχει χάσει την δύναμή του. Υπάρχουν αρκετά νέα γκρουπ που έχω ακούσει… περίεργοι δίσκοι. Γκρουπ που ηχογραφούν ή τα θεωρούν new wave… χμ, νομίζω ότι είναι κυρίως παλιά γκρουπ της Factory (Records).
Μου αρέσουν τα γκρουπ της Factory, οι A Certain Ratio και οι Section 25. Δεν τα ακούω συχνά -όταν ακούω δίσκους δεν ακούω πολύ νέο υλικό, ακούω συνήθως αυτά που άκουγα πολλά χρόνια πίσω- και είναι κάπως περίεργα singles.
Ξέρω κάποιον που δουλεύει σε ένα δισκάδικο στη γειτονιά μου και πηγαίνω εκεί και θα μου παίξει κάποιο, «έχεις ακούσει αυτό το single;», δισκάκια από γκρουπ που ονομάζονται The Tights, άγνωστα πράγματα, και ένα single από κάποιο γκρουπ που ονομάζεται Bauhaus νομίζω, από το Λονδίνο.
Δεν υπάρχει κάποιος που να μου αρέσει απόλυτα, που να μπορώ να πω «έχω όλους τους δίσκους αυτού του προσώπου, νομίζω ότι είναι σπουδαίος», είναι απλά, το ξαναλέω, περίεργα πράγματα.
— Έχεις καθόλου σχέδια να παίξετε έξω από τη χώρα;
Έχουμε παίξει ήδη στην Ολλανδία και στη Γερμανία και τώρα πάμε στην Αμερική. Νομίζω ότι ήθελαν να πάμε για τρεις μήνες ή κάπου τόσο (γελάει), αλλά πάμε μόνο για δύο ή τρεις εβδομάδες και η Rough Trade πιθανόν να το οργανώσει αυτό. Νομίζω ότι θα πάμε μαζί με τους Cabaret Voltaire. Μου αρέσουν, είναι καλό συγκρότημα (γελάει), ξέχασα να σου πω πριν γι’ αυτούς.
Ναι, κάνουμε αυτό που θέλουμε στα αλήθεια. Παίζουμε τη μουσική που θέλουμε και στα μέρη που θέλουμε. Θα ήταν απαίσιο να ήμασταν σε μια συνηθισμένη δισκογραφική εταιρεία όπου βγάζεις ένα άλμπουμ και κάνεις περιοδεία, και παίζεις σε όλα τα Odeon, και αυτό κι εκείνο και το άλλο. Δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό με τίποτα.
Είχαμε αυτή την εμπειρία ανοίγοντας τα live των Buzzcocks. Ήταν ψυχοφθόρο, ξέρεις, στο τέλος. Είπαμε ότι δεν θα κάνουμε ποτέ περιοδεία, κι αν κάνουμε δεν θα είναι περισσότερο από δύο εβδομάδες.
— Ποια είναι η σχέση σας με την Factory Records;
Είναι πολύ καλοί φίλοι, όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας και είναι όλα 50:50. Όλα στη μέση.
—Δεν είναι λίγο εσωστρεφές να είστε στη διοίκηση, κατά κάποιον τρόπο, της Factory;
Δεν ξέρω. Αν το δει κάποιος απ’ έξω, μπορεί και να είναι. Εννοώ, δεν σε πιέζει κανείς να υπογράψεις, όπως κάνουν σε μια κανονική δισκογραφική εταιρεία, που πάντα ψάχνουν για το νέο γκρουπ που θα γίνει το next big thing, που να φέρει πωλήσεις και να τους προωθήσουν και όλα αυτά.
Η Factory υπογράφει όποιον της αρέσει, βγάζουν δίσκους από όποιους θέλουν, τους πακετάρουν όπως θέλουν, κάνουν τα πάντα όπως τους αρέσει. Έτσι λειτουργεί. Ίσως κυκλοφορήσει τρία singles μαζί και να μην βγάλει τίποτα για τους επόμενους έξι μήνες. Μου αρέσει αυτή η σχέση.
— Έχετε καναδυό κομμάτια στην Earcom 3, ή μήπως είναι στην Earcom 2; (σημ. μια συλλογή του 1979, που κυκλοφόρησε από τη Fast Product).
Είναι στη δεύτερη Earcom.
— Πώς και κυκλοφορήσατε κομμάτια σε μια εταιρεία από το Εδιμβούργο;
Ήταν όταν αρχίσαμε να παίζουμε. Παίξαμε σε μερικά live με τους Rezillos. Ο Bob Last ήταν ο μάνατζερ τους εκείνη την εποχή και μιλούσε για μια εταιρεία που ξεκινούσε. Κι ήθελε να κάνουμε ένα single γι’ αυτούς. Αλλά λόγω της Factory και των άλλων που έρχονταν, έκανε πράγματα με τους Gang on 4 και τους Human League πρώτα και δεσμεύτηκε με τo μανατζάρισμα των Human League για κάτι που δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
Όταν φτιάχναμε το άλμπουμ είχαν μείνει απ’ έξω 6 κομμάτια (ηχογραφήσαμε 16 και στο άλμπουμ χρησιμοποιήσαμε 10) και ο μάνατζερ μας, ο Rob Gretton, του είχε μιλήσει και κρατήσαμε επαφή. Έτσι δώσαμε δύο κομμάτια για την Earcom 2, επειδή μας αρέσει να βγάζουμε ότι ηχογραφούμε με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, όπως κάναμε με την Earcom και όπως κάνουμε τώρα με το Sordide Sentimental, ένα γαλλικό περιοδικό περιορισμένης κυκλοφορίας που βγαίνει με δίσκο.
Δώσαμε δυο κομμάτια σε αυτό που δεν θα βγουν σε άλμπουμ ή σε single. Είναι δύσκολο να τα βγάζει όλα η Factory επειδή είναι περιορισμένα τα οικονομικά της. Δεν μπορείς να βγάλεις ένα δίσκο, εννοώ, όταν έχεις σχεδιάσει άλλα πράγματα που τρέχουν. Χωρίς άλλο χώρο στο LP, ψάχνουμε για άλλες διεξόδους για τα κομμάτια μας. Κάνουμε ότι μπορούμε.
— Πού βλέπετε ή πού αισθάνεστε ότι θα καταλήξουν οι Joy Division; Ή πού θα φτάσουν;
Θα θέλαμε να συνεχίσουμε όπως είμαστε τώρα, νομίζω. Βασικά, θέλουμε να παίζουμε και να απολαμβάνουμε αυτά που μας αρέσει να παίζουμε. Νομίζω ότι όταν σταματήσει να γίνεται αυτό θα είναι ώρα να τα μαζέψουμε. Θα είναι το τέλος.