«Είπα στον Σαββίδη να πάει να γ@@@εί»: Ο Ράτι Αλεξίτζε έχει μια σκοτεινή ιστορία να διηγηθεί
Τι συνέβη με τον Ράτι Αλεξίτζε και τον Ιβάν Σαββίδη
Με μια πρώτη ματιά στην καριέρα του Ράτι Αλεξίτζε, παρατηρεί κανείς δύο πράγματα. Αρχικά, ότι είχε ένα φτωχό μεν, τιμητικό δε πέρασμα από την Τσέλσι – παρότι πιθανότατα λίγοι θυμούνται κάποια από τις τρεις εμφανίσεις του με τη φανέλα των «μπλε». Εν συνεχεία, υπάρχει ένα τεράστιο κενό τεσσάρων ετών από τα 26 του μέχρι τα 30 του χρόνια, περίοδος που συνήθως αποτελεί μέρος των καλύτερων χρόνων ενός ποδοσφαιριστή. Κι όμως, από το 2004 έως το 2008, ο Γεωργιανός, παλαίμαχος σήμερα επιθετικός, ήταν χαμένος σε έναν σκοτεινό κόσμο που δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί με την μπάλα…
Αυτός είναι ο Ράτι Αλεξίτζε….
Γεννημένος το 1978 στην Τιφλίδα, ο Αλεξίτζε έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην τοπική Ντινάμο, με τις εμφανίσεις του στο πρωτάθλημα Γεωργίας, καθώς και στα ματς της ομάδα Νέων της Γεωργίας να τραβούν το ενδιαφέρον της Τσέλσι. Ο Ρουντ Γκούλιτ ενδιαφέρθηκε για τον επιθετικό από την ανατολική Ευρώπη και μάλιστα τον έφερε στο Λονδίνο το 1997 για δοκιμή στους «μπλε».
Παρ’ όλα αυτά, οι αυστηροί κανονισμοί περί ξένων ποδοσφαιριστών δεν επέτρεπαν στους Λονδρέζους να προχωρήσουν στην απόκτηση του παίκτη. Θα έπρεπε να έχει συμμετάσχει στο 75% των αγώνων της εθνικής του ομάδα κατά την προηγούμενη διετία προκειμένου να μπορεί να παίξει στην Premier League. Προφανώς αυτό δεν μπορούσε να συμβαίνει στην περίπτωση του 19χρονου τότε ποδοσφαιριστή, που αναγκάστηκε να κάνει υπομονή.
«Σε ένα ματς είχε έρθει να με δει ο Κεν Μπέιτς, πρόεδρος τότε της Τσέλσι» θυμήθηκε σε παλαιότερη συνέντευξή του στο Athletic ο Αλεξίτζε, που εξήγησε πως «πρέπει να είχα βάλει τρία γκολ ή κάτι τέτοιο. Ήρθε και μου είπε “βασιζόμαστε σε σένα, σε παρακολουθούμε”».
Τελικά, ο Γεωργιανός κλήθηκε στην εθνική ομάδα της πατρίδας του το 1998 και μέχρι το ’99 πληρούσε πλέον τις προϋποθέσεις για να παίξει στον αγγλικό σύλλογο. Μεταξύ άλλων, είχε αγωνιστεί και στην ήττα, 2-1, των Γεωργιανών από την Ελλάδα, στα προκριματικά του Euro 2000. Με την Ντινάμο, θα κατακτούσε τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα μεταξύ 1997 και 1999 Και επιτέλους, το 2000, θα γινόταν μετακόμιζε στην Αγγλία για λογαριασμό της Τσέλσι.
Εκτός γηπέδου, η ζωή ήταν γλυκιά για τον 22χρονο τότε Γεωργιανό, που θα γινόταν γείτονας με τον μουσικό Μαρκ Μόρισον και θα συνυπήρχε σε πριβέ πάρτι μοδάτων κλαμπ μαζί με τους συμπατριώτες του, Τιμούρ Κετσπάγια και Γκιόργκι Κινκλάτζε που επίσης έπαιζαν τότε στην Αγγλία.
«Πήγαμε να φάμε πόρτα αλλά παρενέβη ο Ντεσαγί. Ήμασταν όλοι αξύριστοι και ντυμένοι στα μαύρα, φαινόμασταν περίεργοι», θα πει.
Εντός γηπέδου, η κατάσταση ήταν πιο ζόρικη. Παίκτες όπως ο Τζιανφράνκο Τζόλα, ο Έιντουρ Γκούντγιονσεν, ο Τόρε Αντρέ Φλο και ο Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ δεν ήταν εύκολο να παραγκωνιστούν από έναν μικρό, άγουρο επιθετικό από την άλλη άκρη της Ευρώπης.
«Είναι 100% δικό μου φταίξιμο που δεν πέτυχα. Για να πετύχεις στην Τσέλσι, πρέπει να είσαι δυνατός σωματικά και ψυχολογικά. Εγώ ήμουν απλά ένα παιδί. Έπρεπε να κάνω περισσότερα, να φερθώ πιο επαγγελματικά» αναφέρει ο Αλεξίτζε, που εξηγεί εν συνεχεία ότι «ίσως ήταν οι μπύρες, ίσως οι γυναίκες. Σε αυτήν την ηλικία, οι Αγγλίδες… Ήταν απίστευτο. Μόλις μάθαιναν πού παίζεις, περνούσες καλά. Ήταν απίστευτο.
Σε γενικές γραμμές, δεν κοιμόμουν όσο έπρεπε. Δεν έκανα ό,τι έπρεπε. Από άποψης νοοτροπίας, ήμουν… νεκρός. Είχα προσωπικά θέματα, δεν ήταν απλά η μπάλα. Ίσως ήταν θέμα έρωτα, μου άρεσε κάποια… Ήμουν σε καλή κατάσταση, μετά κάτι συνέβη στην προσωπική μου ζωή και το κεφάλι μου χάλασε. Δεν μπορούσα να πασάρω, να πάρω τη σωστή θέση, οι πρώτες μου επαφές με την μπάλα ήταν χάλια.
Ένα πρωί, ξύπνησα μέσα στα αίματα. Τρόμαξα και τότε συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει τατουάζ στο χέρι τη λέξη “λιοντάρι” στα κινέζικα το προηγούμενο βράδυ! Ήταν ένα κανονικότατο χανγκόβερ. Ήμουν παιδί, έπινα, έπινα, έπινα»…
Συνολικά, με τη φανέλα της Τσέλσι ο Αλεξίτζε θα έπαιζε σε τρία μόλις ματς, καταγράφοντας συνολικά 63 αγωνιστικά λεπτά. Το ντεμπούτο του θα ήταν στο Κύπελλο UEFA με τη Σεντ Γκάλεν το 2000, ενώ θα έπαιζε και σε δύο ματς πρωταθλήματος με την Ντέρμπι και τη Μίντλεσμπρο – όλα τη σεζόν 2000/01.
Εντέλει, το 2001 θα έμενε ελεύθερος μετά από προβλήματα τραυματισμών και μία αποτυχημένη απόπειρα μεταγραφής στη Σέφιλντ Γουένσντεϊ. Τη λύση θα έδινε αρκετούς μήνες αργότερα η Ντινάμο Τιφλίδας, με την παλιά του ομάδα να τον αποκτά και να του επιτρέπει να ξαναβρεί τη χαμένη του φόρμα. Μιάμιση σεζόν στην πατρίδα ήταν αρκετή για να ξαναπάρει μεταγραφή στο εξωτερικό ο Αλεξίτζε. Αυτή τη φορά όμως θα πήγαινε στη Ρωσία και τη Ροστόφ…
«Έκανε πολύ γ@@@μένο κρύο εκεί πάνω» θυμάται ο Αλεξίτζε, που θα αποτύγχανε πλήρως να προσαρμοστεί στη νέα του ομάδα. Η τραγωδία που χτύπησε την οικογένειά του μετά από μερικούς μήνες θα διέλυε τα πάντα…
Ο 26χρονος τότε φορ θα έχανε τον πατέρα του. Όταν ζήτησε από τη διοίκηση του συλλόγου άδεια για να επιστρέψει στην Τιφλίδα για την κηδεία, η απάντηση δεν ήταν αυτή που περίμενε. Με δικά του λόγια, «τους είπα ότι σε μία εβδομάδα θα είμαι πίσω. Ήταν πολύ αγενείς μαζί μου. Ο πρόεδρος μου είπε ότι δεν με αφήνει».
Ο πρόεδρος της Ροστόφ ήταν ένας άνθρωπος που τα επόμενα χρόνια θα έπαιζε μεγάλο ρόλο στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ήταν ο ιδιοκτήτης του ΠΑΟΚ, Ιβάν Σαββίδης, που θα ερχόταν σε αντιπαράθεση με τον Αλεξίτζε. «Πήγα όπως και να ‘χε για την κηδεία. Όταν ο πατέρας μου πέθανε, με σκότωσε. Ακόμη κι αν ήθελα να συνεχίσω, δεν άντεχα. Είχα 3,5 χρόνια συμβόλαιο ακόμα με τη Ροστόφ και δεν με άφηναν. Μετά από ενάμιση χρόνο, δεν έπαιζα. Δεν ήθελα έτσι κι αλλιώς. Είπα στον Σαββίδη “γ@@α το ποδόσφαιρό σου, γ@@@α τη Ροστόφ και άντε γ@@@ου κι εσύ”… Κατέληξα να αποσυρθώ.
Βρέθηκα σε έναν άλλον κόσμο, στράφηκα στα ναρκωτικά. Έκανα οτιδήποτε κακό υπάρχει στον κόσμο. Όταν έχασα τον πατέρα μου, δεν με ένοιαζαν πια χρήματα, δουλειές, ποδόσφαιρο, ήμουν απλά νεκρός μέσα μου. Έπρεπε να είμαι πιο δυνατός. Ο Φρανκ Λάμπαρντ έχασε τη μητέρα του το 2008, όμως συνέχισε να παίζει καλά για την Τσέλσι και να σκοράρει. Είχα χαρεί που τον έβλεπα, είχε φανεί δυνατός. Εκεί που εγώ έπεσα, εκείνος σηκώθηκε»…
Η σκοτεινή διαδρομή του Αλεξίτζε ολοκληρώθηκε μετά από τέσσερα χρόνια. Στα 30 του πια, θα επέστρεφε στην ενεργό δράση παίζοντας στη Λοκομοτίβ Τιφλίδας. Θα ακολουθούσε μία φουλ τριετία στην Ουγγαρία και την Γκιόρι ΕΤΟ, προτού παίξει για δύο σεζόν στη γεωργιανή Ντίλα Γκόρι.
Τι άλλαξε και κατάφερε να βγει από τον βούρκο; Κατά τον ίδιο, «η δεύτερη σύζυγός μου, η Λάικα. Την ήξερα από παιδί, ήμασταν μαζί στο σχολείο. Την αγαπούσα. Μετά πήγα στην Αγγλία και χαθήκαμε, αλλά με κάποιον τρόπο βρεθήκαμε ξανά μαζί. Όταν την είδα ξανά, η καρδιά μου χτυπούσε… 250 φορές το λεπτό! Αυτό ήταν, είμαι τόσο χαρούμενος πλέον με τη γυναίκα μου και τα τέσσερα παιδιά μας… Με βοήθησε σε σκοτεινές εποχές. Αν δεν ήταν αυτή, δεν ξέρω πού θα είχα καταλήξει»…
ΠΗΓΗ: sport-fm.gr