Συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από την ιστορική απόφαση Μπόσμαν
Tι άφησε στο ποδόσφαιρο και στον άνθρωπο που άλλαξε τα πάντα.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1995, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο χωρίστηκε οριστικά σε «πριν» και «μετά». Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Δικαιοσύνης στην υπόθεση Μπόσμαν δεν αφορούσε απλώς έναν ποδοσφαιριστή και το συμβόλαιό του· αφορούσε το ίδιο το μοντέλο λειτουργίας του αθλήματος. Ήταν μια απόφαση erga omnes – ισχύουσα για όλους – παρότι ξεκίνησε από τη διεκδίκηση ενός και μόνο παίκτη: του Βέλγου Ζαν-Μαρκ Μπόσμαν.
Ο Μπόσμαν δεν ήταν αστέρας. Ήταν ένας ακούραστος μέσος, με περιορισμένα τεχνικά χαρίσματα αλλά μεγάλη αντοχή και ακόμη μεγαλύτερη επιμονή. Το 1990, στα 26 του, έφτασε στο τέλος του συμβολαίου του με τη βελγική RFC Λιέγης και θέλησε να συνεχίσει την καριέρα του στη γαλλική Δουνκέρκη. Παρότι ελεύθερος, η Λιέγη ζήτησε αποζημίωση μεταγραφής. Η συμφωνία «κόλλησε», η μετακίνηση μπλοκαρίστηκε και μαζί της ουσιαστικά πάγωσε και η καριέρα του.
Ο Μπόσμαν προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι οι κανονισμοί αυτοί παραβίαζαν τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όπως αυτή προβλεπόταν ήδη από το άρθρο 39 της Συνθήκης της Ρώμης (1957). Πέντε χρόνια αργότερα, η Ευρωπαϊκή Δικαιοσύνη του έδωσε απόλυτα δίκιο.
Η απόφαση έκρινε ότι:
· οι ποδοσφαιριστές που λήγει το συμβόλαιό τους έχουν δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης χωρίς αποζημίωση,
· οι περιορισμοί στον αριθμό «ξένων» παικτών δεν μπορούν να ισχύουν για πολίτες της Ε.Ε..
Από εκείνη τη μέρα, το ποδόσφαιρο έγινε – και τυπικά – μια αγορά εργασίας όπως όλες οι άλλες. Οι παίκτες απέκτησαν τεράστια διαπραγματευτική ισχύ, τα pre-contracts έξι μήνες πριν από τη λήξη συμβολαίου έγιναν κανόνας και οι μισθοί άρχισαν να εκτοξεύονται. Η απόφαση Μπόσμαν άνοιξε τον δρόμο για τη σημερινή, παγκοσμιοποιημένη και πλήρως εμπορευματοποιημένη εκδοχή του αθλήματος.
Για εκατομμύρια ποδοσφαιριστές που ακολούθησαν, η απόφαση ήταν εργασιακή απελευθέρωση. Για άλλους, αποτέλεσε το τέλος μιας πιο «αθώας» εποχής. Το ερώτημα παραμένει: επρόκειτο για νίκη των δικαιωμάτων ή για το οριστικό τέλος του ρομαντισμού στο ποδόσφαιρο;
Για τον ίδιο τον Ζαν-Μαρκ Μπόσμαν, πάντως, το προσωπικό τίμημα υπήρξε βαρύ. Από το 1990 και μετά, καμία ομάδα δεν ήθελε να τον αγγίξει. Θεωρήθηκε «επικίνδυνος», ένας παίκτης που προκαλεί νομικά προβλήματα. Έπαιξε για λίγο στη Ρεϊνιόν, υπέγραψε το 1993 στη δευτεροκλασάτη Ολιμπίκ Σαρλερουά και ουσιαστικά τελείωσε την καριέρα του το 1996, έναν μόλις χρόνο μετά τη δικαίωση.
Η αποζημίωση που έλαβε – 16 εκατ. βελγικά φράγκα – εξανεμίστηκε κατά το ήμισυ σε φόρους και δικαστικά έξοδα. Τα επόμενα χρόνια ήταν σκληρά: αλκοολισμός, οικονομική ανέχεια, μια καταδίκη με αναστολή για ενδοοικογενειακή βία, περιστασιακές δουλειές, βοήθεια από τη FIFPro και ένα μικρό κρατικό επίδομα.
Τριάντα χρόνια μετά, η απόφαση Μπόσμαν θεωρείται μία από τις πιο καθοριστικές στην ιστορία του ευρωπαϊκού αθλητισμού. Άλλαξε για πάντα το ποδόσφαιρο αλλά δεν έσωσε τον άνθρωπο που του έδωσε το όνομά του. Και ίσως εκεί να βρίσκεται η πιο σκληρή, αλλά και πιο ανθρώπινη, αντίφαση αυτής της ιστορικής απόφασης.




