Δεν έπαιξε κανένα μεγάλο hit, δεν μίλησε στο κοινό, δεν χαμογέλασε, δεν μετακινήθηκε από τη θέση του. Γενικά, δεν… Από πού ερχόταν λοιπόν αυτή η μαγεία που εξέπεμπε;
Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση άρθρου που πρωτοδημοσιεύτηκε σε παλιότερο τεύχος του περιοδικού Sonik
Τον είδα το καλοκαίρι του 2011, στο βρετανικό φεστιβάλ Hop Farm. Είδα έναν επιβλητικό γέρο με μαύρο πέτσινο, με βαθιές ρυτίδες, ανέκφραστο και αγέρωχο σε στυλ “μίλησε μου και τη γ@μησες”, ακίνητο και απόλυτα προσηλωμένο στη μουσική του.
Δεν έπαιξε κανένα μεγάλο hit, δεν μίλησε στο κοινό, δεν χαμογέλασε, δεν μετακινήθηκε από τη θέση του. Γενικά, δεν… Από πού ερχόταν λοιπόν αυτή η μαγεία που εξέπεμπε; Είχε να κάνει αποκλειστικά με το ότι ήταν ο Lou Reed ή έφτανε μέχρι το μουδιασμένο “εδώ και τώρα”;
Ο απόλυτος σαμποτέρ της ίδιας του της καριέρας, ο άνθρωπος που κάποτε έφτιαξε δίσκους όπως το White Light/White Heat (1968), το Berlin (1973) και το Metal Μachine Music (1975), δεν θα μπορούσε στα γεράματα να μαζεύει παλαμάκια ξελογιάζοντας νεκρά ακροατήρια. Ναι, αντικειμενικά, το live του ήταν μέτριο. Δεν μπορούσες με τίποτα, όμως, να το αποκαλέσεις “διεκπεραιωτικό” ή “άψυχο”. Προφανώς και προτιμούσα να ακούσω τα αριστουργήματα του Transformer (1972) από το “Temporary Thing”. Αλλά το τελευταίο, ένα σχετικά άγνωστο κομμάτι θαμμένο στα μέσα των 1970s, με δύο συγχορδίες που επαναλαμβάνονται σχεδόν βασανιστικά πάνω σε άψογα χοντροκομμένους στίχους, ήταν για μένα η αποκάλυψη της setlist. Ίσως επειδή το τράβηξε για 10 περίπου λεπτά, σαν να μας έλεγε “αυτός είμαι, αυτό γουστάρω, δεν θα κάτσω να το συζητήσω”.
Λίγο μετά, ο Lou παράτησε την ηλεκτρική κιθάρα για να τραγουδήσει με το μικρόφωνο στο χέρι το “Sunday Morning” και το “Femme Fatale”.
Αυτός ο αφοπλιστικά σκληρός τύπος, που κάποτε βάρεσε ένεση επί σκηνής, που έβαψε τα μαλλιά του κίτρινα και μας προέτρεψε να πάμε μια βόλτα στην “άγρια πλευρά” εκφράζοντας καλύτερα από τον καθένα την κουλτούρα του νεοϋορκέζικου underground μέσα από το ροκ, μπορούσε ήδη από τον πρώτο του δίσκο να σε πατήσει κάτω με τα πιο τρυφερά τραγούδια.
Δεν θα ξεχάσω τον τρόπο ερμηνείας του σ’ αυτά τα δύο, εκείνο το απόγευμα: αργός, κουρασμένος, με το βλέμμα κυριολεκτικά στο πουθενά.
Αλλά θυμάμαι έντονα και κάτι ακόμα. Σε μια φάση της συναυλίας πήρε ανάποδες με ένα τεχνικό πρόβλημα που παρουσίασε το μόνιτορ και, όταν η υπεύθυνη του stage γονάτισε στα πόδια του για να διορθώσει την κατάσταση, εκείνος τέντωσε το χέρι προστακτικά κατσαδιάζοντάς την (με μίσος, όχι αστεία), ενώ η μπάντα πίσω συνέχισε να παίζει. Kαι απο κάτω, αντί για παγωμάρα, εισέπραξε χειροκροτήματα και φωνές τύπου “yeah!”.
Παρόμοιο περιστατικό παρατήρησα αναζητώντας την τελευταία δημόσια εμφάνισή του, μέσω YouTube αυτή τη φορά, στην παρουσίαση του φωτογραφικού λευκώματος του Mick Rock. Ο Reed φωνάζει σε κάποιους από το κοινό που μιλάνε μεταξύ τους να πάνε να συνεχίσουν την κουβεντούλα τους έξω και, μέσα στην οχλαγωγία της αίθουσας, η παρατραβηγμένη του αυστηρότητα προκαλεί επευφημίες.
Νομίζω πως, πέρα από μια ντουζίνα δισκάρες κι ένα υποδειγματικό καλλιτεχνικό θάρρος, αν αναγνωρίσαμε κάτι όλοι μας στον Lou Reed με τα χρόνια, είναι ότι όπως στην ασυμβίβαστη τέχνη του, έτσι και στη ζωή του, δεν ανεχόταν μ@λ@κίες.
Πηγή: avopolis.gr