Πάμπλο Νερούδα: Ο ποιητής του έρωτα, ο ποιητής των καταφρονεμένων του κόσμου
«Κάποιος μ’ ακούει και δεν το ξέρουν, όμως εκείνοι, που γι’ αυτούς τραγουδάω και που το ξέρουν συνεχίζουν να γεννιούνται και να γεμίζουν τον κόσμο»
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές τον θεωρούσε τον «σπουδαιότερο ποιητή του 20ού αιώνα». Η ποιητική του αίγλη συμβάδισε μια ολόκληρη ζωή με την αγωνιστική του παρουσία. Ο Πάμπλο Νερούδα, ο ποιητής των αγώνων και του έρωτα, η πιο προβεβλημένη προσωπικότητα της Χιλής παγκοσμίως γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1904.
«Αργοπεθαίνει, όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δε διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο…», έγραφε ο Νερούδα που έταξε τη ζωή του στον αγώνα υπέρ των αδυνάτων.
Γεννημένος στο Παράλ της Χιλής, ο Νερούδα του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Ρικάρδο Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο έχασε τη μητέρα του από φυματίωση όταν ήταν νεογέννητος. Αν και ο πατέρας του τον αποθάρρυνε, ο Νερούδα γράφει ποιήματα από την ηλικία των 10 ετών, ενώ ως έφηβος δημοσιεύει στίχους του στο τοπικό περιοδικό «La Mañana» και το 1919 του απονέμεται το τρίτο βραβείο για το ποίημά του «Nocturno ideal».
Η ζωή του κυλά μέσα στην ποιητική δημιουργία, ως σπουδαστής Γαλλικής φιλολογίας εκδίδει δύο ποιητικές συλλογές, «Crepusculario – Ηλιοβασιλέματα», το 1923, και «Veinte poemas de amor y una cancion desesperada – Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα απελπισμένο άσμα, το 1924.
Τη χρονιά εκείνη, στην ηλικία των 20 ετών, αποφασίζει να υιοθετήσει το ψευδώνυμο «Πάμπλο Νερούδα», από τον Τσέχο συγγραφέα και ποιητή Γιαν Νερούντα. Οι λογοτεχνικοί κύκλοι ασχολούνται με το έργο του από πολύ νωρίς ενώ ο ίδιος σε ηλικία 23 ετών, μπαίνει στο Διπλωματικό Σώμα και ως πρόξενος, μέχρι και το 1935, ταξιδεύει στη Βιρμανία, στην Κεϋλάνη, στην Ιάβα, στη Σιγκαπούρη, στο Μπουένος Άιρες, στη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη.
Τα ταξίδια της διπλωματικής του ζωής τον φέρνουν κοντά στη φτώχεια, την ανέχεια και τους μη προνομιούχους του κόσμου. Μετά τη δολοφονία του φίλου του Ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα προσχωρεί στο κομμουνιστικό κόμμα.
«Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω/(…) για των ψαράδων τον ωκεανό,/για το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,/και για την αγροτιά και για τ’ αλεύρι μας,/τη θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,/τους σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,/για όλους τους λαούς σ’ όλους τους τόπους,/για τη λυτρωτική τη θέληση/των πορφυρών λαβάρων της αυγής./Πάλεψε πλάι μου, κι εγώ θα σου χαρίσω τα όπλα όλα της ποίησης μου», καλούσε το λαό του ο ποιητής.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1950 γράφει το μεγάλο του επικό έργο «Canto general» (γενικό άσμα). Το έργο αποτελείται από 231 ποιήματα και πάνω από 15.000 στίχους, οι οποίοι αφηγούνται την ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Ο Νερούδα είναι ήδη εξόριστος από το 1948 όταν ο δικτάτορας της Χιλής στρατηγός Βιντέλα διατάσσει τη σύλληψη του. Ο Νερούδα καταφεύγει στο Παρίσι, με τη βοήθεια φίλων του, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Πάμπλο Πικάσο και ζει ως εξόριστος από το 1948 έως και το 1952. Το 1952 καταφέρνει και επιστρέφει στη χώρα του, ενώ το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης τον ανακηρύσσει διδάκτορα και κερδίζει το βραβείο Στάλιν. Με την άνοδο στην εξουσία του Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο Νερούδα διορίζεται πρέσβης της Χιλιανής κυβέρνησης στο Παρίσι.
Ο Νερούδα είναι άρρωστος από καρκίνο όταν το 1971 του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας. «Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ό,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι’ αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ’ αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές “Ποιητικές Πραμάτειες” που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε».
«Η ποίηση διδάσκεται βήμα-βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης», λέει ο ίδιος για το έργο του. Πεθαίνει λίγο μετά τη δολοφονία του Αλιέντε από τους πραξικοπηματίες του Πινοσέτ, το 1973. Η κηδεία του αν και κάτω από την απαγόρευση του καθεστώτος Πινοσέτ γίνεται η πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της Χιλής με χιλιάδες ανθρώπους να βρίσκονται στο δρόμο για να αποτίσουν φόρο τιμής στον ποιητή τους. Τα έργα του παρέμειναν απαγορευμένα από το στρατιωτικό καθεστώς μέχρι και το 1990.
«Τίποτα δε μπορεί να συγκριθεί με το να είμαι ποιητής του λαού μου», έλεγε.
Ένα από τα πιο όμορφα ποιήματα του:
Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει
όποιος έχει την τηλεόραση για μέντορα του.
Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου
και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια, που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο, που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν “αναποδογυρίζει το τραπέζι” όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω από ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλιστρήσει απ’ τις πάνσοφες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει το μεγαλείο μέσα του.
Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για την κακή του τύχη ή για τη βροχή την ασταμάτητη.
Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για όσα ξέρει.
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντα πως για να ‘σαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής.
Μονάχα με μια φλογερή υπομονή θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία.