Άλλοτε συγκινημένος που έπαιζε κάτω απ’ την Ακρόπολη κι άλλοτε ενθυμούμενος τη γνωριμία του με τη Μελίνα Μερκούρη, αποχαιρέτησε το ελληνικό κοινό με μια περιήγηση στις επιρροές του, τις αγάπες του και το σύνολο της δισκογραφίας του…
Μπορεί ακόμη να μην έχουμε καταφέρει να προφέρουμε το όνομα του σωστά, εδώ στην Ελλάδα, ωστόσο στη μελωδία και στη νότα κάθε τραγουδιού, η αντίδραση και η συμμετοχή στο Ηρώδειο ήταν συνολική και ακόλουθη του μεγέθους της καριέρας του. Ο λόγος φυσικά για τον Eric Burdon, ο οποίος την Παρασκευή έδωσε αποχαιρετιστήρια συναυλία στη χώρα μας. Σε μια ιδιαίτερα νοσταλγική στιγμή, η οποία λειτούργησε σαν τιμή σε «νεανικούς ήρωες» για τους παλαιότερους και σαν ευκαιρία γνωριμίας για τους νεότερους, όσους τον αντίκρισαν για πρώτη φορά.
Με ορδές κόσμου να μπαίνουν από κάθε είσοδο στον επιβλητικό χώρο του Ηρωδείου, μεγάλες ηλικίες κυρίως, τουρίστες, αλλά και διάσημοι εγχώριοι καλλιτέχνες, ήμασταν έτοιμοι για την επιβίβαση σε μια χρονομηχανή με ροκ, τζαζ, σόουλ και μπλουζ αισθητική.
Στα 14 λεπτά μετά τις 21.00 κι αφότου είχε λάβει θέση επί σκηνής η εξαμελής μπάντα η οποία συνοδεύει τον Burdon στην περιοδεία, παίζοντας τον ρόλο των Animals, μια σιλουέτα με total black ντύσιμο ξεπρόβαλε απ’ τα δεξιά, με νωχελικές κινήσεις. Μπασάροντας με έντονο γρέζι και κοιτάζοντάς μας μέσα από τα μαύρα του γυαλιά, επαναλάμβανε “Sometimes I Feel Like Α Motherless Child”, με τον λυγμό να μεταδίδεται απ’ τα ηχεία, χτυπώντας κατευθείαν προς το μέρος μας. Από το “The Fool” στο “Darkness Darkness”, κατόπιν, και από το “Paint Ιt Black” στο “Bring It On Home Τo Me” και στο “It’s Μy Life”, απλώθηκε μια setlist 2 ωρών, με 2 encore, ως περιήγηση στις επιρροές του, τις αγάπες του και το σύνολο της δισκογραφίας του.
Όσοι πάντως περίμεναν να ακούσουν κάτι κλασικό πρέπει να ξαφνιάστηκαν: ο Burdon επιθυμεί να πειράζει τις ενορχηστρώσεις, αλλά και τον τρόπο προσέγγισης των ερμηνειών, όπως χαρακτηριστικά συνέβη και στο “House Οf The Rising Sun”. Γεγονός που έφερε μάλιστα και παρεξηγήσεις, αφού στο τέλος της συναυλίας ένας κύριος, μιλώντας στη συντροφιά του, αποκάλεσε τη μπάντα «άχρηστη», επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει ποιο τραγούδι παιζόταν κάθε φορά, πριν μπει το ρεφρέν…
Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Από τον Johnzo West (κιθάρα) στον Justin Andres (μπάσο) και στον Dustin Koester (ντραμς), αλλά και στην ιδιαίτερη φιγούρα του Davey Allen, που έγλειφε με τα μαλλιά του keyboards και πιάνο, ο επαγγελματισμός και η φυσική επικοινωνία μεταξύ τους, ξεχείλιζε. Ο δε Burdon έδινε κάθε τόσο βήμα στον Ruben Salinas (σαξόφωνο) και στον Evan Mackey (τρομπόνι), ώστε να παραδώσουν μαθήματα αρτιπαιξίας. Με τη σειρά τoυς κι εκείνοι, συνέθεταν πλάνο ταινίας των 1960s σε κάποιο μπαρ της Αμερικής, χάρη στις χορογραφημένες τους κινήσεις.
Με λιγότερο ιδρώτα και ξεσπάσματα του σώματος απ’ ότι παλαιότερα, αλλά με περισσότερη θεατρικότητα και με καλές ερμηνευτικές επιδόσεις –το βάθος της φωνής του μπορεί πλέον να συναγωνιστεί κι εκείνο του Joe Cocker– ο Eric Burdon έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου που έχει εισπνεύσει τη μαύρη μουσική κατευθείαν από τους προπάτορές της. Κάθε τραγούδι βαστούσε λοιπόν και μια ιστορία τοποθετημένη σε νότες, οι οποίες ήταν ικανές να σου γαργαλήσουν τις πατούσες, φτάνοντας το αίμα βρασμένο στη γλουτιαία περιοχή.
Το Ηρώδειο, βέβαια, δεν είναι κατάλληλος χώρος για να εκφράσεις τις χορευτικές σου ανάγκες. Τα κουλουριασμένα πόδια και η διπλωμένη πλάτη διαμαρτύρονταν συχνά· και δεν ήξερες αν τελικά σου έφταιγε ο μπροστινός ή αν εσύ έφταιγες σ’ αυτόν. Ούτε αγνοείται φυσικά το οικονομικό/ταξικό πρόσημο με τη διάταξη των θέσεων και των σειρών σε διαζώματα διαφορετικά τιμούμενα, κάτι που ακόμα και σήμερα συνεχίζει να χτυπάει άσχημα, εφόσον μιλάμε για «ροκ κουλτούρα».
Τίποτα πάντως από τα παραπάνω δεν στάθηκε εμπόδιο για να απολαύσει κανείς όλο το μέγεθος του Eric Burdon: από το πόσο συνειδητοποιημένος είναι ως καλλιτέχνης και άνθρωπος, μέχρι το πόση σπιρτάδα διαθέτει ακόμα για ότι κάνει. Άλλοτε συγκινημένος που έπαιζε κάτω απ’ την Ακρόπολη, άλλοτε ενθυμούμενος τη γνωριμία του με τη Μελίνα Μερκούρη κι άλλοτε αγνοώντας ένα μικροπρόβλημα με κάποιο μόνιτορ, βάδιζε στη σκηνή γνωρίζοντας ακριβώς πού βρίσκεται και τι κάνει. Μας βούτηξε έτσι τρυφερά από τον λαιμό για να μας επικοινωνήσει με στίχους και ήχους την αγανάκτηση, τον λυγμό, τον πόνο, την απογοήτευση και τον έρωτα, ωθώντας μας με αυτό το σκάψιμο να βρούμε την ανακούφιση μετά την εκτόνωση.
Μπορεί λοιπόν να ήταν η τελευταία live επαφή, έμοιαζε όμως με εκείνους τους αποχαιρετισμούς που σου γεννούν την ανάγκη για θύμηση, αλλά και την ελπίδα μίας ακόμα επικοινωνίας. Άλλωστε, όπως ήδη έχει ξεκαθαρίσει, εγκαταλείπει τις ζωντανές εμφανίσεις, όχι τη δισκογραφία.
Πηγή: avapolis.gr