Ο Μπρούνο Γκάμα και ο Άρης που “πονάει” στη θέση “10”
Ο Μπρούνο Γκάμα είναι ποδοσφαιριστής αδιαμφισβήτητης ποιότητας και ένα κόσμημα για το Ελληνικό πρωτάθλημα αλλά και τον Άρη. Ο Πορτογάλος επέστρεψε στην αγωνιστική δράση μετά το σοβαρό τραυματισμό του αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει προσφέρει όσα και ο ίδιος θα ήθελε.
Ενδεχομένως να είναι ακόμη επηρεασμένος από τον τραυματισμό του. Ενδεχομένως, όμως, η θέση που αγωνίζεται να μην τον βοηθά με συνέπεια ο ίδιος να μην βοηθά τον Άρη. Το σκοράρισμα παραμένει το μεγαλύτερο πρόβλημα ωστόσο ερωτηματικά δημιουργεί ο τρόπος που επιτίθενται οι Κίτρινοι.
Μια παράμετρος φυσικά είναι ο λόγος που χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη θέση. Μετά την επιστροφή του, είναι λογικό να μην έχει αποκτήσει ακόμη τη φυσική κατάσταση που πρέπει να διαθέτει ένας πλάγιος επιθετικός στο 4-2-3-1 ώστε να μην αγνοεί τα αμυντικά του καθήκοντα. Δεδομένου ότι Ντιγκινί και Φετφατζίδης είναι πιο έτοιμοι, ο Γκάμα επιλέγεται στη θέση με τα λιγότερα αμυντικά καθήκοντα, αν υπάρχει κάτι τέτοιο στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.
Ωστόσο, η επιλογή Γκάμα στη θέση πίσω από τον Ιντέγε δεν φαίνεται να λειτουργεί και δύσκολα θα λειτουργήσει, ακόμη και αν ο Πορτογάλος φτάσει σε ικανοποιητικό επίπεδο σωματικής αντοχής. Η χρησιμοποίηση του Γκάμα εκεί περισσότερο τονίζει την απουσία άλλου, καθαρόαιμου επιθετικού μέσου που γίνεται ακόμη πιο προφανής όταν ο Μαρτίνες μένει εκτός αποστολής.
Ο Άρης έχει κάνει 104 τελικές μέχρι στιγμής. Εξαιρετικός αριθμός. Ωστόσο, πόσες από αυτές πραγματοποιήθηκαν μέσα από ένα στρωτό ποδόσφαιρο τακτικής και πόσες σε περιόδους αγώνα που ο Άρης έψαχνε με οποιοδήποτε τρόπο το γκολ με αποτέλεσμα οι επιθέσεις του να είναι άτακτες, ανοργάνωτες και κυρίως βασισμένες στις πρωτοβουλίες του Φετφατζίδη, του Ντιγκινί στις ελάχιστες αυτές περιπτώσεις που είναι ουσιαστικός επιθετικά και στα γεμίσματα του Ματίγια;
Και εκεί έρχεται ο Μπρούνο Γκάμα. Η ποιότητα του δεν επιδέχεται αμφισβήτησης ωστόσο ο ίδιος αδυνατεί να οργανώσει το παιχνίδι της ομάδας. Όταν ο Άρης δεν επιτίθεται χάρη σε ατομικές πρωτοβουλίες κυρίως του Φετφατζίδη αλλά και, σπανίως, του επιθετικά ντεφορμέ Ντιγκινί, η τακτική οργάνωση επιθέσεων από τον άξονα έπρεπε να παίρνει τα ηνία αλλά αντίθετα, απουσιάζει. Με άλλα λόγια, όταν οι δύο ακραίοι επιθετικοί βρίσκουν δυσκολίες ή απλά κάνουν ένα κακό παιχνίδι, η θέση «10» (αν μπορούμε να την ορίσουμε έτσι) πρέπει να δώσει τη λύση. Και δεν τη δίνει.
Το 4-2-3-1 είναι ένα σύστημα που επιθετικά βασίζεται κατά κύριο λόγο στον παίχτη πίσω από τον επιθετικό. Προήλθε από το 4-4-2 και πλέον κυριαρχεί στον κόσμο γιατί είναι εύκολο για κάθε ομάδα να το αφομοιώσει και γιατί συνδέει καλύτερα από κάθε άλλο τις γραμμές μεταξύ τους. Και κυρίως, οι προπονητές ήθελαν κάποιον να οργανώνει το παιχνίδι από τον άξονα. Η θέση «10» είναι ο κύριος μοχλός των επιθετικών ενεργειών αυτού του συστήματος μέσω γρήγορου, συνδυαστικού ποδοσφαίρου (τα λεγόμενα τριγωνάκια) με τα μπακ και τα εξτρέμ της ομάδας και τις κάθετες πίσω από την άμυνα του αντιπάλου. Στον Άρη αυτό αγνοείται. Σε αυτό φυσικά ευθύνεται και ο Ματίγια, ο οποίος επιθετικά κινείται σε ρηχά νερά.
Απέναντι στον ΟΦΗ, η δημιουργία παιχνιδιού από το κέντρο ήταν κακή με τον Μαρτίνες να αργεί να μπει στο παιχνίδι. Στον Βόλο, ο Φετφατζίδης ως επιθετικός μέσος ήταν εγκλωβισμένος ενώ το εξαιρετικό 10λεπτο του Μπρούνο Γκάμα (2 τελικές και 1 παρά λίγο ασίστ) ήρθε σε μία στιγμή που οι παίχτες δεν είχαν πλέον θέσεις έχοντας βγει όλοι μπροστά για την ισοφάριση. Στον Παναθηναϊκό, ο Φετφατζίδης (35 επαφές με τη μπάλα) ήταν ο κύριος εκφραστής των ενεργειών του Άρη με τον Μπρούνο Γκάμα να έχει 1 τελική.
Απέναντι στην ΑΕΛ, ο Άρης τελείωσε το ματς με 33 γεμίσματα. Από αυτά τα 8 βρήκαν στόχο με τον Γκάμα να επιχειρεί μόλις 2. Ο Άρης είχε 24 τελικές συνολικά αλλά μόλις 5 στο πρώτο ημίχρονο και ο Πορτογάλος είχε μόλις μία σε όλο το ματς. Φετφατζίδης και Ντιγκινί ήταν ξανά οι κύριοι εκφραστές των επιθετικών προσπαθειών.
Στο ματς με τον Ολυμπιακό, ο Φετφατζίδης ήταν κακός. Ο Νικολά Ντιγκινί είχε τις περισσότερες επαφές με τη μπάλα (35). Όσον αφορά τον Γκάμα, δεν είχε κανένα γέμισμα, καμία τελική ενώ η πρώτη του καλή συνεργασία με «τριγωνάκι» ήταν στο 59’ με Κόρχουτ και Ντιγκινί. Η δεύτερη του κάθετη ήταν στο 66’ ενώ η πρώτη κάθετη στην περιοχή του ΟΣΦΠ έγινε από τον Μαρτίνες στο 88’.
Στην Ξάνθη, ο Πορτογάλος έκανε μια καλή εμφάνιση. Πέτυχε το γκολ και μέχρι και το 60’ είχε 3 κάθετες μπαλιές προς τους Φετφατζίδη και Κόρχουτ, ωστόσο οι δύο ήταν οφσάιντ. Έκλεισε το ματς με 3 τελικές. Δεν χρειάστηκε βέβαια να κάνει πολλά καθώς η ομάδα είχε ξεκλειδώσει το ματς από νωρίς. Το ίδιο έγινε και στο ματς με τον Παναιτωλικό, όπου, παρά το 2-0, ο Άρης επιθετικά ήταν ανούσιος το μεγαλύτερο διάστημα. Το ίδιο συνέβη και στο ματς με τον ΠΑΟΚ.
Σε παιχνίδια όπου η μπάλα «καίει», ο Άρης κυνηγάει τη νίκη και οι Φετφατζίδης και Ντιγκινί περιορίζονται, ο Γκάμα δεν παίρνει τα ηνία της οργάνωσης των επιθέσεων. Εκτός από τη Λάρισα και τον Ολυμπιακό, απέναντι στον Πανιώνιο παρουσιάστηκε το ίδιο πρόβλημα. Ο Πορτογάλος τελείωσε το ματς με 0 τελικές και 0 γεμίσματα από τα συνολικά 30 που είχε η ομάδα με τους Ντιγκινί και Φετφατζίδη να μην κάνουν καλό παιχνίδι.
Αξίο αναφοράς είναι, τέλος, το γεγονός ότι πέρσι ο Γκάμα έκανε εξαιρετικές εμφανίσεις από τα πλάγια. Εκεί που ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά. Σε Ρίο Άβε και Σετουμπάλ, ο Γκάμα αγωνιζόταν ως εξτρέμ σε 4-3-3. Στην Ντεπορτίβο αργότερα είχε τον τεράστιο Βαλερόν και τον ανερχόμενο Πίτσι να οργανώνουν με τον ίδιο να παίζει στα πλάγια. Αργότερα στη Ντνίπρο, με την οποία έφτασε μέχρι τον τελικό του Europa League, το παιχνίδι οργάνωναν οι εξαιρετικοί Κονοπλιάνκα, Ροτάν, Σακόφ στην αρχή και οι Ματέους, Μπεζούς την επόμενη σεζόν. Όταν επέστρεψε στη Λακορούνια όπου αγωνίστηκε πάλι στα πλάγια, το παιχνίδι περνούσε από τα εξαιρετικά πόδια του Εμρέ Κολάκ.
Στον Άρη, το μεγάλο πρόβλημα παραμένει η αστοχία στην επίθεση. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως υπάρχει έντονο πρόβλημα στην οργάνωση τακτικών επιθέσεων από τον άξονα. Σε αυτό δεν ευθύνεται μόνο ο Μπρούνο Γκάμα αλλά και η αστάθεια του Χαβιέ Ματίγια, παρά το γεγονός ότι ο Ισπανός είναι 3ος σε εύστοχα γεμίσματα στο πρωτάθλημα.
Ο Πορτογάλος, ωστόσο, αποτελεί ειδική περίπτωση. Αγωνίζεται στη λάθος θέση αν υπολογίσουμε το βιογραφικό του; Μπορεί να αλλάξει αυτό με βάση το ρόστερ; Είναι ο τραυματισμός του η αιτία; Μετράει το γεγονός ότι στις περισσότερες ομάδες που αγωνίστηκε δεν κλήθηκε να αναλάβει ρόλο οργανωτή; Αρκετά ερωτήματα. Το μόνο που δεν χρήζει ερώτησης είναι η ποιότητα του.