Ο άντρας που νίκησε τον Μποντ…
Ο Σον Κόνερι ανήκε σε ένα άλλο κόσμο, σε ένα κόσμο που το παιδί ενός εργάτη και μιας καθαρίστριας, που γεννήθηκε στο Φάουντενμπριτζ του Εδιμβούργου, μπορούσε να γίνει ο διασημότερος Σκοτσέζος ηθοποιός στον κόσμο κατευθείαν με τον πρώτο του ρόλο κι ας είχε προηγουμένως δουλέψει ως γαλατάς, φορτηγατζής, ξυλουργός με ειδικότητα στα φέρετρα και οδηγός λεωφορείου.
Γράφει ο Αντώνης Καρπετόπουλος:
Ίσως επειδή ο κόσμος αυτός δεν υπάρχει πιά τα τελευταία χρόνια είχε αποφασίσει να απομακρυνθεί από τον δικό μας κόσμο και να ζήσει τις πιο ήσυχες μέρες της πολυτάραχης ζωής του στα νησιά Μπαρμπάντος μαζί με τη δεύτερη γυναίκα που παντρεύτηκε, μια Γαλλίδα ζωγράφο. Ο σχεδόν συνομήλικος φίλος του Μάικλ Κέιν, ένας από τους τελευταίους, που είχε το δικαίωμα να τον επισκέπτεται στην παραδεισένια αυτοεξορία του, είπε ότι ο γερό Σον τα τελευταία χρόνια είχε άνοια, με δυσκολία επικοινωνούσε ακόμα και με τους δικούς του και υπέφερε τη φθορά του χρόνου έχοντας γίνει αγνώριστος. Κατάφερε να περάσει τις τελευταίες του μέρες όσο πιο μοναχικά ήταν δυνατόν.
Ο Κόνερι θέλησε μέχρι τέλους να προστατεύσει το μύθο του – να μείνει στα μάτια μας ένας ζωντανός και υπέροχος άντρας που έκανε πραγματικότητα κάτι παραπάνω κι από τα ίδια του τα όνειρα. Γιατί σε κανενός τα όνειρα δεν χώρεσαν ποτέ ο Τζέιμς Μποντ, η παγκόσμια καταξίωση, οι σπουδαίοι δικοί ρόλοι κι αυτό το μοναδικό αντριλίκι που τον έκανε για δεκαετίες σημείο αναφοράς.
Πολλά που δεν υπήρχαν
Λέγεται από πολλούς ότι ο Κόνερι υπήρξε όχι απλά ο πρώτος, αλλά και ο καλύτερος Μποντ. Σίγουρα υπήρξε αυτός που για το ρόλο πάλεψε πιο πολύ: τον πήρε χωρίς να έχει την πείρα του Ντέιβιντ Νίβεν και την λάμψη του Κάρι Γκράντ που ήταν οι πρώτες επιλογές και φυσικά χωρίς να έχει αρχικά τις ευλογίες Ιαν Φλέμινγκ, του δημιουργού του υπερκατάσκοπου, που τον τελευταίο που θα θελε να δει να υποδύεται τον βρετανό 007 ήταν ένα τύπο που δεν απαρνήθηκε ποτέ την σκωτσέζικη προφορά. Ο Κόνερι έδωσε στον Μποντ πολλά που δεν υπήρχαν στα βιβλία του Φλέμινγκ – πρώτα από όλα μια γοητεία, που δεν είχε να κάνει μόνο με καλοσιδερωμένα πουκάμισα και ψαγμένες ατάκες, αλλά και με ένα βλέμμα που έκανε εκατομμύρια κορίτσια σε όλο τον κόσμο να πιστεύουν πως η Θεά Ούρσουλα Αντρες μπορεί και να μην κάνει για αυτόν, αφού του αξίζει κάτι καλύτερο.
Ο Μποντ του Κόνερι, με τη γοητεία και την ελαφρότητα του, ήταν ένα αρπακτικό που μοσχοβολούσε αδρεναλίνη, ο άντρας μιας βραδιάς που θα ήταν για πάντα η μόνη αληθινή και σίγουρα η τελευταία, ο κατακτητής που αναστάτωνε τα κορίτσια ακόμα και χαϊδεύοντας απλά τις μάρκες της ρουλέτας. Αλλά αν ο Μποντ βρήκε στο πρόσωπό του Κόνερι αυτόν που του έδωσε την πιο macho υπόσταση για να σώσει όσες φορές χρειαστεί τον κόσμο (αν όχι και το κορίτσι), ο Κόνερι αποδείχτηκε δυνατότερος από τον χάρτινο χαρακτήρα που του σφράγισε το διαβατήριο της παγκόσμιας καταξίωσης. Και τον άφησε πίσω, τόσο θεαματικά που με σιγουριά μπορεί να πει κανείς ότι ο Κόνερι Μποντ, έφτιαξε το μύθο του 007, απλά για να μπορέσει να δείξει ότι δεν έχει και κανένα πρόβλημα να τον νικήσει κιόλας.
Έκαψε να τον έχει ανάγκη
Θα ήταν άδικο να βλέπαμε τον Σον Κόνερι μόνο ως τον πρώτο ή τον καλύτερο ή τον μοναδικό ή τον αυθεντικό ή τον πλέον υπέροχο Μποντ: ο Μποντ είναι μια καρικατούρα που βρήκε πέντε ερμηνευτές και θα βρει κι άλλους γιατί τους έχει ανάγκη. Ο Κόνερι όμως πολύ γρήγορα έπαψε να έχει ανάγκη τον Μποντ. Οι καλύτεροι σκηνοθέτες στον κόσμο, γοητευμένοι από τον εκθαμβωτικό φυσικό μαγνητισμό του και το χάρισμά του να κυριαρχεί σε κάθε σκηνή, του έδωσαν ρόλους τους οποίους απογείωσε απαγορεύοντας στον θεατή να σκεφτεί πως κάποιος άλλους θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση του.
O Τζον Χιούστον που είχε ήδη παρατηρήσει την φλεγματική ειρωνεία του τον ήθελε ως πρωταγωνιστή, μαζί με τον Μάικλ Κέιν στο αριστουργηματικό «The Man Who Wanted to Be King» δίνοντας του τη δυνατότητα να πλάσει ένα χαρακτήρα που καταφέρνει να είναι πομπώδης και αλαζονικός, αλλά και σαγηνευτικός και ακαταμάχητος, όπως πρέπει να είναι οι καλοί τυχοδιώκτες. Ο Μπράιαν Ντε Πάλμα τον ήθελε στο «The Untouchables» γιατί δεν θεωρούσε ότι υπάρχει άλλος ηθοποιός στη γη για το ρόλο του Τζιμ Μαλόουν, χάρη στον οποίο κέρδισε το Όσκαρ του.
Μπολιάζοντας ακόμα και τις πιο δραματικές και περιπετειώδεις σκηνές με την σκωτσέζικη καυστική ειρωνεία του ο Κόνερι δούλεψε με τον Σίντεϊ Λιούμετ, τον Ζίνερμαν, τον Τζον Μπούρμαν, τον Τέρι Γκίλιαμ, τον Γκους Βαν Σαντ, τον ίδιο τον Αλφρεντ Χίτσκοκ – αμφιβάλω αν υπάρχει άλλος που να έχει συνεργαστεί με τόσους κορυφαίους. Αυτή η περίεργη ειρωνική του διάθεση, η εντύπωση που σου έδινε ότι γνωρίζεις όλη την εξέλιξη της ταινίας από το πρώτο κιόλας πλάνο που αυτός εμφανιζόταν, έγινε η πλατφόρμα της ερμηνείας ρόλων απερίγραπτά διαφορετικών: ήταν η μαγική κλωστή που έδεσε τον «Χαϊλάντερ» με τον Γουίλιαμ του Μπάσκερβιλ στο «Ονομα του Ρόδου», τον άξεστο Ζεντ του «Zardoz» με τον «Βασιλιά Αρθούρο» στο Λάνσελοτ.
Όσο ο Κόνερι μεγάλωνε τόσο, ως αληθινός άντρας, γινόταν και πιο γλυκός, πιο ωραίος, πιο cool. Όχι τρελόγερος, όπως τόσοι και τόσοι που μαϊμουδίζουν τα χρόνια της ανέμελης νιότης τους, αλλά γοητευτικά σοφός και γοητευτικά πλήρης. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ του ανέθεσε τον ρόλο του Χένρι Τζόουνς, του πατέρα του Ιντιάνα: μόνο αυτός θα μπορούσε να φανεί πιο Cool από τον Χάρισον Φορντ, τον οποίο αντιμετώπιζε, κατά τη διάρκεια των περιπετειών της ταινίας, με πατρική προσοχή κι ας είναι μόλις δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος του!
Πιθανότατα, ως εικόνα, η τρομερή μορφή του κάπτεν Μάρκο Ραμιούς, στο «Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη» να είναι ο ωραιότερος Κόνερι που θυμάμαι – όχι ο Μποντ που μεγάλωσε, αλλά ο βαθμοφόρος αξιωματικός που αρκούσε να σε κοιτάξει στα μάτια για να σε ψαρώσει με τις ιστορίες του.
Θα ήθελαν να είναι στη θέση της
Παντρεύτηκε δυο φορές, απέκτησε ένα γιο, πλούτισε γιατί όπως έλεγε ήταν και τσιγγούνης, δηλαδή καλός σκωτσέζος. Δήλωνε στο Verity το 1968 ότι «κάποιες γυναίκες γουστάρουν ένα χέρι ξύλο» και ξεσήκωνε εναντίον του τις φεμινίστριες της εποχής. Η πρώτη του γυναίκα, η Νταϊάν Σιλέντο, έγραψε στην βιογραφία της ότι ήταν βίαιος και σκληρός με το γιό του – ο Κόνερι απάντησε ότι «δεν θα κυκλοφορούσε η βιογραφία του αν δεν τον είχε παντρευτεί». Όταν πήρε το Όσκαρ είπε ότι θα προτιμούσε να κέρδιζε το Παναμερικανικό πρωτάθλημα Γκολφ.
Ήταν ποδοσφαιρόφιλος, γυναικάς, λένε ότι απαιτούσε να έχει ερωτικές σκηνές με όλες του τις συμπρωταγωνίστριες – που είναι το παράξενο, για τον πρώτο Μποντ μιλάμε. Όταν κάποτε ο Χίτσκοκ γύριζε το «Μάρνη», η Τίπι Χέντρεν του ζήτησε εξηγήσεις για τη συμπεριφορά του Κόνερι στα γυρίσματα. «Υποτίθεται ότι πρέπει να παίξω μια κρυόπλαστη γυναίκα κι αυτός με ανάβει» είπε η πρωταγωνίστρια. «Να τον ευχαριστήσεις γιατί σε βοηθά να γίνεις καλύτερη ηθοποιός και να χαρείς τη δουλειά» της απάντησε ο Χιτς. Θυμίζοντάς της ότι χιλιάδες θα ήθελαν να είναι στη θέση της, να μπλέξουν δηλαδή με ένα αληθινό άντρα…
ΠΗΓΗ: www.karpetshow.gr