Λίγο πριν ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι για το παγερό Μιλγουόκι, ο παθιασμένος Θανάσης Αντετοκούνμπο δεν έχει όρεξη να συζητήσει για μπάσκετ, σε αυτή τη σπάνια συνέντευξή του.
Από τον Νίκο Παπαδογιάννη:
Ούτε για το ΝΒΑ που τον περιμένει στα 27 του ούτε για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Κίνας που τον απογοήτευσε. Καταφτάνει με τέσσερις σελίδες χειρόγραφων σημειώσεων, όπου βρίσκεται κωδικοποιημένη η ιστορία της πολυτάραχης ζωής του και όλα όσα του βασανίζουν το ανήσυχο μυαλό. «Θέλω να σου μιλήσω για τον Μίκη Θεοδωράκη, για τον Αριστοτέλη και τους αδελφούς Καραμαζώφ», λέει. «Α, και για την ιθαγένεια». Κάθισε κάτω, άνθρωπέ μου, έχουμε να πούμε πολλά.
«Καλημέρα. Είμαι ο Θανάσης Αντετοκούνμπο και γεννήθηκα στο Αρεταίειο. Το λέω για να μη νομίζει κανείς ότι από κάπου μας έφεραν ή ότι ήρθαμε από το φεγγάρι. Εδώ γεννήθηκα, εδώ πήγα νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο. Δεν είχα πλούσιους γονείς. Αν κάτι άλλαξε στη ζωή μου, αυτό έγινε με τη σκληρή δουλειά. Βρήκα κάτι που αγάπησα και το ακολουθώ σαν θρησκεία, μέχρι να γίνω η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Όλοι ξεκινάμε από την ίδια αφετηρία».
-Μα, ποια ίδια αφετηρία; Για το ελληνικό κράτος δεν ήσουν κανένας. Δεν είχες ούτε χαρτιά.
«Έχεις δίκιο. Δεν θέλω όμως να μιλάω για τις δυσκολίες, πάλιωσε πια, δεν μπορώ άλλο, αν και αντιλαμβάνομαι ότι σε πολλούς ανθρώπους δίνει κίνητρο. Ο καθένας αντιμετωπίζει τα δικά του εμπόδια. Όλα, πιστεύω, μπορούν να ξεπεραστούν».
-Εσύ πότε αισθάνθηκες αβοήθητος;
«Όταν έχασα το μπαμπά μου, ένιωσα ότι πνιγόμουν. Ό,τι και αν συνέβαινε στη ζωή μου μέχρι τότε, ήμουν σε θέση να το αλλάξω. Θα δούλευα σκληρά, θα έμενα δέκα μέρες ξάγρυπνος, θα περπατούσα όλη μέρα, θα κουβαλούσα πέτρες. Τον θάνατο του πατέρα μου δεν μπορούσα να τον τουμπάρω. Έγινε ξαφνικά και πόνεσε πολύ. Χωρίς καθόλου σημάδια. Τίποτε. Απλά, έφυγε».
-Ίσως να ήταν και καλύτερα, έτσι, χωρίς ταλαιπωρία.
«Δεν θα άντεχα να τον βλέπω να υποφέρει, όπως ο δικός σου. Ποτέ. Ποτέ. Αλλά αυτή είναι η ζωή. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα. Μέχρι εκείνη την ημέρα, ένιωθα όπως οι μεγάλες ομάδες, που έχουν μάθει να κερδίζουν με την αύρα τους. «Ό,τι και αν συμβεί, στο τέλος θα νικήσουμε», έλεγα. Είναι πολύ δύσκολο, φίλε».
-Βλέπω ότι χτύπησες ένα καινούριο τατουάζ στο μπράτσο.
«Εικονίζει τον μπαμπά μου. Ξέρεις τι γράφει, στα αγγλικά; “Ο πατέρας κρατάει το χέρι των παιδιών του για λίγο, αλλά την καρδιά τους την κρατάει παντοτινά”».
-Τώρα είσαι εσύ, ο «πατέρας» της οικογένειας Αντετοκούνμπο.
«Ο μπαμπάς μου με προετοίμαζε για αυτό. Όχι μόνο εμένα, αλλά και τον Γιάννη και τα άλλα αγόρια. «Να προσέχετε τα αδέλφια σας», μας έλεγε. Μας δίδαξε ότι ενωμένοι μπορούμε να καταφέρουμε για πάντα. Ξέρεις κάτι, όμως; Αυτό που μας κρατάει δεμένους είναι ότι λέμε αλήθειες ο ένας στον άλλον. Τον Γιάννη δεν τον έχω χαϊδέψει ποτέ, ούτε αυτός εμένα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη μαγκιά. Με το αίμα σου, δεν παίζεις».
-Θυμάμαι ότι το δήλωσε και ο ίδιος, μετά το πρώτο ματς με τους Σέλτικς στα περυσινά πλέι-οφ.
«Εκείνος με μάλωνε όταν με έβλεπε να παίζω χαλαρά στο μονό της γειτονιάς. Ακόμα και απέναντι σε παιδάκια. “Δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις”, έλεγε. “Μη τον αφήνεις να πάρει ανάσα! Αν θέλεις να γίνεις σπουδαίος, όλα ξεκινούν από τον τρόπο που σκέφτεσαι”».
-Ξεχειλίζεις από υπερηφάνεια, όταν μιλάς για τον αδελφό σου.
«Έτσι όπως δουλεύει ακατάπαυστα ο Γιάννης, θα σπάσει φράγματα που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Ήδη πηδάει τους στόχους τρεις τρεις, σαν τριπλουνίστας. Και τοποθετεί τον πήχη πάρα πολύ ψηλά. Η αντίληψη, η ωριμότητα και η νοοτροπία του, όχι μόνο στο μπάσκετ αλλά και στη ζωή, είναι κάτι ασύλληπτο. Ακόμη δεν έχει φτάσει πουθενά. Πουθενά. Σε δύο χρόνια θα φανεί η δουλειά του. Τον ξέρω καλύτερα από ό,τι ξέρω τον εαυτό μου, όπως και εκείνος άλλωστε».
-Στον μικρό, τον Κώστα, τι αλήθειες λέτε; Φέτος θα παίξει στους Λέικερς.
«Να σου πω κάτι; Το χάσμα των γενεών είναι αδιανόητο. Όσα εμείς δεν μπορούσαμε ούτε να διανοηθούμε στα 16 μας, οι σημερινοί 16χρονοι τα καταλαβαίνουν και τα αφομοιώνουν με την πρώτη. Σκέψου ότι ο Κώστας έκανε προπόνηση με τον Κόμπι Μπράιαντ το περασμένο καλοκαίρι. Είναι εκπληκτικό και απίστευτο, ότι είμαστε τρία αδέλφια ήδη στο υψηλότερο επίπεδο. Φαντάζεσαι τι έχει να γίνει, εάν διεξαχθεί στην Αθήνα το Προολυμπιακό τουρνουά;»
-Ο δικός σου πήχης πού είναι τοποθετημένος;
Θα θεωρήσω ότι πέτυχα, εάν στο τέλος της καριέρας μου είμαι ο πιο βελτιωμένος αθλητής. Ποτέ δεν κάνω βήμα πίσω. Κάθε χρόνο γίνομαι καλύτερος, σωματικά και πνευματικά. Είμαι τρισευτυχισμένος, γιατί έχω αυτό που αγαπάω και αγαπάω αυτό που έχω. Ο καθρέφτης μου με γεμίζει. Ο πιο επιτυχημένος άνθρωπος του κόσμου ήταν ο πατέρας μου και σκέψου ότι δεν είχε ένα ευρώ στην τσέπη».
-Οι κακεντρεχείς λένε ότι παίζεις με μέσον στην Εθνική. Και όχι μόνο.
«Η μάνα μου είναι περήφανη για μένα; Ο Γιάννης; Ο Κώστας; Ο Άλεξ; Ο Φράνσις; Οι φίλοι μου; Αυτό με ενδιαφέρει εμένα. Στη ζωή δεν μας χαρίζεται τίποτε. Να σου το πω αλλιώς. Εάν σου χαρίσει κάποιος μία Φεράρι, στοιχηματίζω ότι σε έναν χρόνο δεν θα την έχεις πια. Πρέπει να αντέξεις να την υποστηρίξεις, τη Φεράρι. Να πληρώσεις τους φόρους, τα τέλη, την ασφάλεια. Αν δεν μπορείς, θα χαθείς. Όταν δώσουν σε κάποιον να κουμαντάρει μία επιχείρηση με 100 άτομα, θα φύγει μόνος του πριν τη ρίξει στα βράχια».
-Σε όλη σου την καριέρα, καλείσαι να αποδείξεις την αξία σου.
«Με ενδιαφέρει να γίνομαι κάθε μέρα και καλύτερος. Μέσα στο γήπεδο κάνω μία δουλειά που δεν την κάνει κανένας. Αρχικά ήμουν στην Α2, από εκεί πήγα στην Αμερική, στην G League. Με κάλεσαν στην Εθνική. «Δεν ξέρουμε αν μπορείς να παίξεις το μπάσκετ της Ευρώπης», είπαν κάποιοι. Πήγα στην Ανδόρα, μας είδε ο Πασκουάλ να τσακίζουμε τη Ρεάλ, με πήρε στον Παναθηναϊκό. Αλλιώς μπορεί να μην ερχόμουν στην Ελλάδα. Στον Παναθηναϊκό με αγκάλιασαν τρομερά, είχαμε ομαδάρα, έπαιξα το καλύτερο μπάσκετ μου επί 1,5 χρόνο. «Συνεχίζω έτσι και πάω στο ΝΒΑ», έλεγα μέσα μου. Έρχεται ο Πιτίνο, με εξαφανίζει, δεν παίζω καθόλου. Μπορεί να ήταν και για καλό, δεν ξέρω. Και τώρα με παίρνουν στο ΝΒΑ. Και τι γίνεται τώρα; Πάλι πρέπει να αποδείξω!»
-Η ιστορία της ζωής σου.
«Και ξέρεις, εγώ δεν χρειάζομαι ούτε σαράντα μπάλες ούτε χρόνο συμμετοχής. Δεν είμαι 2μ10 και δεν έχω 10 χρόνια πείρας στην Ευρωλίγκα. Ούτε βλέπω τη γη ούτε κοιτάζω τον αδελφό μου. Εγώ ξεκίνησα σε ηλικία 16 ετών. Στα 19 μου έκανα προπόνηση με τα μίνι και με τις παγκορασίδες για να μάθω τα βασικά. Μπάλα έπαιζα μέχρι τότε. Μπήκα στο γήπεδο του μπάσκετ και δεν ήξερα ότι έπρεπε να παίξω και επίθεση και άμυνα. Καθόμουν πίσω και περίμενα τους άλλους να επιστρέψουν. Ένας από το πουθενά είμαι εγώ. Και όμως, να μαι, είμαι εδώ! Στην Εθνική ομάδα. Και στο ΝΒΑ».
-Απορώ, πού βρήκες την αυτοπεποίθηση εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
«Είχα δίπλα μου ανθρώπους που με βοήθησαν, όπως την κυρία Μαριέττα Σγουρδαίου, που την αποκαλώ «νονά». Φιλόλογος στο Αρσάκειο και ηθοποιός. Μας πήγε, παιδιά 12-13 ετών, να ακούσουμε συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη. Μας σύστησε την κυρία Μαρία Χορς, που ντύνει τις ιέρειες. Μυήθηκα στην ελληνική κουλτούρα, στο αρχαίο δράμα.
Διάβασα βιβλία. «Θανάση, θα πάθεις σοκ αν διαβάσεις τους Αδελφούς Καραμαζώφ», μου είπαν κάποτε. «Θα σου ανοίξουν τα μάτια». Αυτές οι εμπειρίες με άλλαξαν, χωρίς να το καταλαβαίνω. Με βοήθησαν και στον αθλητισμό, εμένα, που ήμουν ένα παιδί μεταναστών χωρίς χαρτιά, χωρίς τίποτε. Δεν χρειάζεται να έχει λεφτά κάποιος για να αισθανθεί πλούσιος. Ο πλούτος είναι στο μυαλό και στην ψυχή. Μακάρι να διαβάζουν όλοι βιβλία, να παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις, ακόμα και στο ίντερνετ».
-Η νεοελληνική κοινωνία αποστρέφεται την καλλιέργεια.
«Αν δεν αγαπάς τον συνάνθρωπό σου, δεν είσαι άνθρωπος. Άσχετα με το χρώμα του δέρματος και με την εθνικότητά του. Κοίταξέ με λίγο, μόνο η αγάπη σε κάνει άνθρωπο. Και η σκέψη. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι πολιτικό ζώον. Αν βγάλεις την πολιτική από μέσα του, μένει σκέτο ζώον! Νοιάζομαι για το κοινό συμφέρον, δεν είμαι απολιτίκ. Απλώς δεν είμαι με κάποιο κόμμα. Απαγορεύεται να είναι κάποιος απολιτίκ. Δεν θα φτάσουμε ψηλά έτσι, ως κοινωνία. Πρέπει όλοι να συνεισφέρουμε για το κοινό καλό. Ιδίως όσοι έχουμε φωνή».
-Πήρατε το ελληνικό διαβατήριο επειδή είστε καλοί στο μπάσκετ.
«Το διαβατήριο είναι το λιγότερο. Γιατί να μην έχει δικαίωμα στη ζωή ένα κοριτσάκι που είναι ικανό στη ζωγραφική; Ή που δεν έχει καμία ιδιαίτερη δεξιότητα; Πώς είναι δυνατόν να μη θεωρείται Έλληνας κάποιος που γεννήθηκε εδώ, πήγε παιδικό σταθμό, σχολείο, πανεπιστήμιο, έλαβε την ελληνική παιδεία; Βγαίνω εκτός εαυτού τώρα. Όπου πηγαίνω, λέω ότι είμαι Έλληνας με καταγωγή από τη Νιγηρία. Εγώ ξέρω ποιος είμαι. Έλληνας είμαι. Για πολλά παιδιά, η υπηκοότητα και η ιθαγένεια εκκρεμούν. Για ποιο λόγο; Ο νόμος είναι στο πλευρό τους. Οι περισσότεροι παλεύουν για το αυτονόητο δικαίωμά τους. Μάχονται. Τόσος κόσμος περιμένει».
-Θα τα έλεγες αυτά στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, εάν είχατε κερδίσει μετάλλιο στο Μουντομπάσκετ;
«Γιατί να μην τα έλεγα; Λες να μη τα ξέρουν; Είμαι αλληλέγγυος στα παιδιά που μοχθούν. Φεύγω για τις ΗΠΑ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εδώ τελειώνουμε. Παρακολουθώ και προβληματίζομαι. Να το ξέρουν αυτοί οι άνθρωποι, ότι είμαι εδώ. Στο πλευρό τους! Τους σκέφτομαι. Η χώρα μου δεν είναι η Αμερική, αλλά η Ελλάδα. Αισιοδοξώ ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες. Και δεν τα παρατάω ποτέ. Ποτέ. Ποτέ».
-Τι ξέρεις σήμερα που δεν το ήξερες παλιά;
«Πάρα πολλά πράγματα. Την αγωγή του πολίτη. Ξέρω πώς να φερθώ. Μου πήρε καιρό να καταλάβω, ότι δεν σκέφτονται όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο. Η κοινή λογική δεν είναι τελικά τόσο κοινή! Θεωρούσα δεδομένο ότι πρέπει να συμπαρασταθούμε στον άνθρωπο που αντιμετωπίζει πρόβλημα, αλλά έβλεπα άλλους να αδιαφορούν. Το σχολείο πρέπει να μπει σε άλλο καλούπι και να βοηθάει περισσότερο τους μαθητές. Δεν είναι σωστό να αφήνει πίσω εκείνους που δυσκολεύονται. Εμένα μου έμαθαν νωρίς την αττική σύνταξη, ήξερα από την 1η γυμνασίου ότι τα παιδία παίζει, αλλά ήμουν από τους ευλογημένους. Άλλο αν είχε σφηνωθεί στο κεφάλι μου, ότι στη ζωή μου θα κυνηγάω μια μπάλα».
-Πώς ήσουν ευλογημένος μωρέ Θανάση; Αφού δεν είχατε ούτε να φάτε.
«Πάντοτε όμως υπάρχει κάποιος που είναι σε χειρότερη κατάσταση από εσένα. Και όταν αυτός παραπονεθεί, θα του δείξω έναν άλλον, που περνάει ακόμα μεγαλύτερα ζόρια. Το θέμα είναι, πώς θα τα αντιμετωπίσεις. Το χαμόγελό μου δεν είμαι ψεύτικη μάσκα, αλλά θετική ενέργεια. Μου είπαν κάποτε ότι πρέπει να είμαι προσιτός και το υιοθέτησα. Θέλω να με πλησιάζει ο κόσμος στον δρόμο, άσχετα αν υπάρχουν μέρες που θέλω να κλείνομαι στο σπίτι χωρίς να μιλάω σε κανέναν. Μόνο μέσα στο γήπεδο μπορώ να χάσω το χαμόγελο, αν με προδώσει το κορμί μου. Αν κουραστώ, ταράζομαι και παίρνω ανάποδες. Παίρνω στα σοβαρά τη δουλειά μου, για να επιβραβευτώ στο μέλλον».
-Ποια ελαττώματα έχεις πάρει από τον Νιγηριανό και ποια από τον Έλληνα;
«Φωνάζω πολύ ρε φίλε όταν οδηγάω, βάζω γκάζια στη φωνή μου, χα χα! Μιλάω δυνατά και παθιασμένα, όπως κάνουν οι Αφρικανοί. Το έχει και ο Γιάννης αυτό, περισσότερο από εμένα, αλλά δεν το δείχνει. Είναι απίστευτο, κληρονομήσαμε τα προτερήματα από δύο εκπληκτικές κουλτούρες, τα καλύτερα δύο διαφορετικών κόσμων, δύο υπέροχων λαών. Οι γονείς μου με δίδαξαν τον σεβασμό, την εργατικότητα και την αντοχή για την επιβίωση».
-Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε 10 χρόνια; Αν έχεις σταματήσει το μπάσκετ, βέβαια.
Μακάρι να συνεχίζω μέχρι τα 37 μου. Με φαντάζομαι σε ένα μεγάλο σαλόνι, με τα αδέλφια μου, ένα σωρό παιδιά να τρέχουν δεξιά κι αριστερά, τις γυναίκες μας, τη μάνα στον θρόνο, να περνάμε όλοι μαζί τις γιορτές. Ο πατέρας θα λείπει, αλλά βρίσκεται πάντοτε μαζί μας. Τώρα μας κρατάει η μάνα. Και στη Νιγηρία και στην Ελλάδα, είναι ιδιαίτερα σημαντική η αξία της οικογένειας, μας κρατάει πολύ σφιχτά από δύο μεριές. Έτσι μας γαλούχησαν οι γονείς μας. Ο μπαμπάς μου μας μύησε στον αθλητισμό, μας έδινε συμβουλές με τον τρόπο του. «Να προσέχετε το κορμί σας», μας νουθετούσε. Γύριζα σπίτι πονεμένος με χτυπημένο δάχτυλο και δεν ήξερα τι να κάνω. Εκείνος έφερνε μία καυτή πετσέτα, έκανε μαλάξεις, μαλάξεις, μαλάξεις, ώσπου έφευγε το πρήξιμο. Με γιατροσόφια! «Μην ανησυχείς, το έχω πάθει κι εγώ», έλεγε».
-Θα φύγεις όμως και εσύ για το Μιλγουόκι, οπότε δεν θα μείνει πίσω κανένα μέλος της φαμίλιας Αντετοκούνμπο.
«Μα, όχι, θα είναι εδώ ο Φράνσις! Το μεγαλύτερο από τα πέντε αδέλφια. Η ρίζα, φίλε μου, θα μείνει στη θέση της για πάντα».