Επιλογή προπονητή βάσει εθνικότητας ή είδους ομάδας;
Tον τελευταίο καιρό στα εσωτερικά του Άρη , εκτυλίσσεται ένα μακρύ σίριαλ γύρω από τον προπονητή της ομάδας .
Του Διονύση Ασημιάδη:
Θα μπορούσαμε να πούμε τη ρήση του Χέγκελ γύρω από την επανάληψη της ιστορίας, καθώς σχεδόν κάθε χρόνο η ομάδα αντιμετωπίζει το ίδιο ζήτημα , που διχάζει το λαό της ομάδας μας . Το ζήτημα αυτό είναι τι είδους προπονητής ταιριάζει στον Άρη . Αν χρειάζεται προπονητής , γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας οποίος θα είναι σε θέση να προσαρμόσει τους ξένους παίχτες στα εν λόγω δεδομένα ή κάποιος προερχόμενος από την διεθνή αγορά με κάποιο ενδεχόμενο κύρος .
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό και από τις δύο πλευρές που έχουν μετατρέψει τον Άρη σε ένα στρατόπεδο αντιπάλων είναι ότι και οι δύο προσεγγίσεις είναι λανθασμένες η καθεμιά για τους δικούς της λόγους .
Καταρχήν η προπονητική είναι ένα είδος επιστήμης . Έτσι λοιπόν κάθε επιστήμη απαιτεί κάποιον να τη γνωρίζει σε βάθος ώστε να είναι σε θέση να προσαρμοστεί στα δεδομένα της εκάστοτε ομάδας . Για το λόγο αυτό η λέξη εθνική πραγματικότητα , στο σύγχρονο ποδόσφαιρο έχει καταρρεύσει . Η μοναδική πραγματικότητα είναι κατά πόσο ένας προπονητής έχει τις κατάλληλες μεθόδους και κατά πόσο έχει τη θέληση να της συνδέσει με τα όσα η ομάδα διαθέτει , ώστε να την οδηγήσει στην επιτυχία . Τα δεδομένα αυτά δεν έχουν να κάνουν με την εθνικότητα του κάθε πρωταθλήματος αλλά με το υλικό και τις απαιτήσεις της κάθε ομάδας .
Επιπλέον η πρόσληψη ενός προπονητή πρέπει να γίνεται με κριτήριο την αναγκαιότητά της ομάδας και όχι με τις προσωπικές γνωριμίες ενός τεχνικού διευθυντή . Η έννοια της γνωριμίας δεν πρέπει να μετατρέπεται ούτε σε έννοια οικογενειοκρατίας ούτε σε έννοια εύνοιας . Η γνωριμία πρέπει να εφαρμόζεται στο σημείο της βελτίωσης των συνθηκών μέσα στο εσωτερικό της ομάδας . Όταν δηλαδή χρειάζεται ένας προπονητής διεθνούς κύρους τότε ένας τεχνικός διευθυντής με τις κατάλληλες γνωριμίες θα καταφέρει να έρθει σε επαφή μαζί του και να τον πείσει για το πλάνο του .
Συγκεκριμένα τώρα η περίπτωση του Άρη . Από την εποχή Ερέρα ακόμη ο Άρης κυριαρχεί στον τομέα του επιθετικού ποδοσφαίρου. Οι εξαιρετικές επιλογές που έκανε με τους Γκάμα και Γκαρσία και οδήγησαν την ομάδα σε ένα θέαμα ιδιαίτερα απολαυστικό για όλο το κοινό αλλά πέτυχαν το «κλείσιμο» των αντιπάλων στις γραμμές της άμυνας αποσυντονίζοντας τους αρκετές φορές . Εξίσου καλός με τους προαναφερθέντες ήταν και ο Ντιγκινί αλλά και οι προσθήκες του Ιανουαρίου , Λάρσον και Φετφατζίδης . Αυτή η άτυπη συνεργασία με το «επιθετικό ποδόσφαιρο» συνεχίστηκε και τη φετινή χρονιά . Η αγορά ενός γρήγορου φορ , του Μπράουν Ιντέγιε αλλά και του επιθετικογενούς χαφ Λούκας Σάσα απέδειξαν πως ο Άρης κυριαρχεί στο χώρο αυτό , γεγονός που είναι εμφανές ακόμη και στην άμυνα .
Οι αμυντικοί της ομάδας έχουν σκοράρει σχεδόν όλοι κάποιοι από αυτούς , σε πολλά ματς όπως αυτό εναντίον του Παναθηναϊκού , θύμιζαν επιθετικοί κορυφής και όχι αμυντικοί . Χαρακτηριστική δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη εκτός από την περίπτωση του Φραν Βέλεθ . Εκτός όμως αυτού και ο Γιώργος Δεληζήσης έχει σκοράρει αλλά και ο Κορχούτ αγωνίστηκε ως εξτρέμ ορισμένες φορές όπου κρίθηκε αναγκαίο .
Το ζήτημα λοιπόν που πρέπει να απασχολεί τον Άρη δεν είναι από ποια χώρα προέρχεται ο προπονητής . Αλλά ποιος είναι ικανός να διατηρήσει το επιθετικό ποδόσφαιρο που χαρακτηρίζει την ομάδα και πως αυτό μπορεί να βελτιωθεί περισσότερο . Φυσικά ένας ξένος προπονητής θα μπορεί να αποτελέσει ένα είδος μεσάζοντος ανάμεσα στον Άρη και στην ευρωπαϊκή αγορά αλλά δεν πρέπει να είναι προτεραιότητα το διαβατήριο . Αυτό άλλωστε θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι και ο λόγος που το σύστημα Παντελίδη δεν κατάφερε να αποδώσει στην ομάδα γιατί ως προπονητής επιλέγει αμυντικογενείς τακτικές οι οποίες δεν ταιριάζουν στον τωρινό Άρη .