Ασημακόπουλος: “Σειρά μου να προσφέρω στη μεγάλη μου αγάπη ό,τι πρόσφερε εκείνη σε μένα”
Ο Αντώνης Ασημακόπουλος συνέδεσε το όνομά του με τον Άρη, με δύο διαφορετικές θητείες στην ομάδα (στη δεύτερη, μάλιστα, ως αρχηγός) και έξι χρόνια μετά, επέστρεψε για να προσφέρει από άλλο μετερίζι: Τη θέση του υπεύθυνου των τμημάτων υποδομής του Α.Σ. Άρης.
Ο άλλοτε «κάπτεν» του Άρη αναλύει στο www.arisac.gr τους στόχους του για το αναπτυξιακό κομμάτι και δίνει τις κατευθύνσεις του για το πώς πρέπει να προχωρήσει η κατάσταση.
Ποια είναι τα συναισθήματά σου επιστρέφοντας στον ΑΡΗ;
Όταν γίνεσαι μέλος αυτής της ομάδας, πάντα υπάρχει η επιθυμία να γυρίσεις. Εγώ νομίζω ότι είμαι από τους τυχερούς, γιατί κατάφερα να γυρίσω στην ομάδα μου. Κατάφερα να τερματίσω την μπασκετική μου καριέρα και χωρίς να περάσει πολύς καιρός να μη φύγω από το γήπεδο, γιατί… απλά δεν μπορώ να φύγω από το γήπεδο. Είναι κάτι που κάνω από 8 χρονών, είμαι επαγγελματίας από το 1997, άρα όλη η ζωή μου είναι συνυφασμένη με το κομμάτι του αθλητή.
Το κομμάτι των Ακαδημιών, των παιδιών, είναι κάτι το οποίο με μαγεύει. Είναι η δημιουργία, η μεταλαμπάδευση των γνώσεων, η κατάρτιση που μπορούμε να δώσουμε στα παιδιά, το αποτέλεσμα που μπορείς να βγάλεις και πόσο καλύτερος άνθρωπος γίνεσαι δουλεύοντας μ’ αυτά. Τα παιδιά είναι η βάσης της κοινωνίας και η κοινωνία είναι σκάρτη. Το απάγκιο για έναν αθλητή που τερματίζει την καριέρα του είναι να προσφέρει πίσω στο άθλημα ό,τι αυτό του χάρισε. Είναι σειρά μου να προσφέρω στη μεγάλη μου αγάπη ό,τι πρόσφερε εκείνη σε μένα και με έκανε τον άνθρωπο, τον οικογενειάρχη, τον πατέρα που είμαι».
Δε σκέφτηκες να ακολουθήσεις την προπονητική σε ανδρικό επίπεδο;
«Όσο υπάρχουν κρούσματα στοιχηματισμού, εγώ εν έχω θέση στο ανδρικό μπάσκετ. Προτιμώ να είμαι με τα παιδιά μου, εννοώντας τους αθλητές των Ακαδημιών, και να δουλεύω πιο αγνά. Αν τα πράγματα αλλάξουν και το μπάσκετ στην Ελλάδα υποστηριχτεί όπως πρέπει, ως ένα προϊόν το οποίο εξάγει παίκτες, ελληνική λεβεντιά, επιτυχίες και μας έχει κάνει γνωστή ως χώρα σε όλο τον κόσμο, τότε μπορώ να το ξανασυζητήσω. Μέχρι τότε, αφήστε με να δουλεύω με τα παιδιά».
Έχεις την εμπειρία στο σχετικό πόστο, από τον Ιποποκράτη Κω…
«Ήμουν προπονητής σε αρκετά τμήματα διάφορων ηλικιών στον Ιπποκράτη Κω. Στην Ακαδημία είχα όλο το κομμάτι και την οργάνωση με εξαιρετικά αποτελέσματα και έχω την εμπειρία να το κάνω. Το ότι το κάνω για τον ΑΡΗ, είναι πολύ μεγάλη τιμή και πρόκληση για μένα».
Υπάρχει η πεποίθηση ότι τα τελευταία χρόνια το κομμάτι των υποδομών περνά μία κάμψη.
«Οι υποδομές περνούν κάμψη γιατί περνά και η ελληνική οικογένεια. Η οικονομική κρίση δε μας έκανε κακό μόνο στην τσέπη, αλλά και στις ανθρώπινες σχέσεις. Στους στόχους που βάζουμε και το πώς βλέπουμε τη ζωή μας γενικότερα. Η εισροή της τεχνολογίας στα σπίτια έχει κάνει τα παιδιά λίγο πιο μαλθακά. Έχουν αδειάσει τα γήπεδα μπάσκετ και οι χώροι παιχνιδιού. Υπάρχει μεγάλη πίεση στο κομμάτι των μαθημάτων, να γίνουν όλα γρήγορα, να πάρουμε δίπλωμα στις ξένες γλώσσες πριν τελειώσουμε το Γυμνάσιο. Όλα αυτά δείχνουν μία πίεση στα παιδιά, τα οποία έχουν ξεχάσει να παίζουν και το παιχνίδι το έχουν συνυφασμένο με τον καναπέ και την οθόνη.
Από την άλλη, όσα παιδιά αποφασίζουν να παίξουν, έχουν το βάρος να ξεκολλήσουν την οικογένεια από το οικονομικό τέλμα που έφερε η οικονομική κρίση. Αποτέλεσμα, οι γονείς να βλέπουν τα παιδιά σαν το δεκανίκι που θα μπορέσει να φέρει λεφτά στο σπίτι παίζοντας μπάσκετ, ή με το να γίνουν σεφ, ή κάποιοι από τους ήρωες του Survivor, ή μοντέλα. Όλα αυτά είναι δυστυχώς περασμένα μέσα στην κουλτούρα των Ελλήνων γιατί αυτό μας πασάρει η τηλεόραση. Έτσι, βλέπουμε τις Ακαδημίες να φθίνουν και σε ποιότητα και σε αριθμό.
Ακόμα κι αν ένα παιδί μπορεί να ανταποκριθεί στο κομμάτι του αθλητισμού και δη σ’ αυτό του πρωταθλητισμού, δεν υπάρχουν ομάδες που να μπορούν να υποστηρίξουν έναν σούπερ σταρ για να μείνει στην ομάδα. Ειδικά όταν βλέπουμε ιστορικές ομάδες να παίζουν με τον κίνδυνο του υποβιβασμού και ακόμα και της ύπαρξης του ίδιου του σωματείου. Όταν ένα προϊόν είναι κατακρεουργημένο και ένας αθλητής αντιμετωπίζεται με πολύ αστείο τρόπο όσον αφορά στην υγεία του, στις οικονομικές απολαβές και στη συνέπεια, για τι επάγγελμα μιλάμε; Ο αθλητής του μπάσκετ έχει διάρκεια 10 με 12 χρόνια αν είναι τυχερός. Οι απαιτήσεις όμως είναι εκεί, για να ανταποκρίνονται όλοι ως επαγγελματίες. Ή θα πρέπει οι αθλητές να κάνουν πρωινή δουλειά και το απόγευμα να παίζουν μπάσκετ, ή οι ομάδες να βάλουν το κεφάλι μέσα και να αντιμετωπίζουν σωστά τους παίκτες».
Τον τελευταίο καιρό μετά την πανδημία και τις επιπτώσεις της, έχει γίνει «μότο» ότι είναι μονόδρομος η ανάδειξη νέων παικτών…
«Πρέπει να βαλτώσουμε ακόμα περισσότερο, να καταστραφεί εντελώς το προϊόν και τότε να κοιτάξουμε τους Έλληνες παίκτες. Μέχρι τότε, θα θυμόμαστε τα παλιά μεγαλεία με τους πολύ καλούς Αμερικανούς και κοινοτικούς, σε ένα προϊόν που ήταν σε διαφορετική υπόσταση σε σχέση με το τώρα. Φτάσαμε στα πρόθυρα του να τερματίσει το μπάσκετ για να δούμε και τους Έλληνες παίκτες. Δεν ντρεπόμαστε λιγάκι; Το ένα φέρνει το άλλο. Όταν οι Έλληνες δεν είναι σωστά πληρωμένοι, αποτέλεσμα είναι να αυξάνονται τα κρούσματα στοιχηματισμού και να μην ξέρουμε ποιο αποτέλεσμα είναι αληθινό και ποιο όχι. Να κοιτιόμαστε μεταξύ μας, να πανηγυρίσουμε ή όχι;».
Πώς μπορούν να μπουν οι βάσεις για σωστή δουλειά από τις μικρές ηλικίες;
«Πρώτα απ’ όλα πρέπει να εκπαιδευτούν σωστά οι γονείς και μετά τα παιδιά. Συνήθως καλούμε παίκτες και προπονητές να μιλήσουν σε αθλητές Ακαδημιών. Πόσες φορές τους καλούμε να μιλήσουν σε γονείς; Βλέπουμε κάθε χρόνο κρούσματα χουλιγκανισμού να αυξάνονται σε παιχνίδια Κορασίδων, Παίδων, Νεανίδων. Να μεταφέρουν κάποιοι την πίεση που μπορεί να έχουν στις δουλειές τους ή στο σπίτι τους στην κερκίδα, τη στιγμή που πρέπει να πάνε στο γήπεδο για να χαλαρώσουν και να αφήσουν στα παιδιά ένα πεδίο έκφρασης μέσα από το μπάσκετ. Τα παιδιά είναι μια χαρά, μπορούν να μάθουν εύκολα πώς να ξεκινούν, να σταματούν, να τρέχουν, να πασάρουν, να σουτάρουν. Οι γονείς πότε θα μάθουν να αποδέχονται ότι αυτός ο χώρος είναι ιερός και να αφήσουν τα παιδιά να εκφραστούν μέσα από το δικό τους τρόπο; Να συμφιλιωθούν με την αδυναμία του παιδιού τους, ότι δεν έβαλε το καλάθι, με την ιδέα ότι κάποιο παιδί είναι καλύτερο από το δικό τους. Όσοι ξεκινήσαμε το μπάσκετ ήμασταν οι καλύτεροι στα τμήματά μας; Δε νομίζω. Εγώ δεν ήμουν και έφτασα να παίζω στην Α1 20 χρόνια. Για να πάμε στο υψηλότατο επίπεδο, ο Μάικλ Τζόρνταν είχε απορριφθεί από το γυμνάσιό του και έγινε αυτός που έγινε. Έπρεπε να πάρει ο μπαμπάς του το πιστόλι και να σκοτώσει τον προπονητή του;».