“Η έννοια των συνόρων ανέκαθεν μου προκαλούσε παράξενους συνειρμούς, οι οποίοι τριβέλιζαν και ερέθιζαν τη σκέψη μου, μια σκοτεινή, ανεξερεύνητη περιοχή. Μια αντίληψη για τα σύνορα που δεν ήταν απλώς ο γεωγραφικός περιορισμός αλλά και τα όρια της ύπαρξης. Τα όρια ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, τα όρια στον έρωτα, τα όρια στη γλώσσα, στην επικοινωνία”
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος (1935-2012) ήταν ο επικός ποιητής του κινηματογράφου, ένας σκηνοθέτης που δημιούργησε ταινίες γεμάτες συμβολισμούς και αλληγορίες γύρω από την ελληνική ιστορία και πολιτική του 20ού αιώνα. Επαναπροσδιόρισε με αριστοτεχνικό τρόπο το αργό, παρατεταμένο πλάνο και με το επιβλητικό κινηματογραφικό και σεναριακό ύφος του δημιούργησε ένα έργο που προβάλλεται και αναγνωρίζεται διεθνώς.
Τον Αγγελόπουλο αγάπησαν πολλοί και μίσησαν πολλοί. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την προσφορά του και την πρωτοτυπία των ιδεών του, την εύστοχη κριτική του ματιά και τον ιστορικό του ρόλο στα παγκόσμια καλλιτεχνικά δρώμενα. Αν θα ήθελε να μας συστηθεί θα ξεκινούσε με τα παρακάτω πράγματα.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έχω την αίσθηση ότι βουτάμε πάντα μέσα στη δεξαμενή των αναμνήσεών και ξαναζούμε ορισμένα επεισόδια που έχουμε βιώσει στην αληθινή ζωή. Το έργο μου είναι γεμάτο από όλες εκείνες τις ιδιαίτερες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας και της εφηβείας μου, από όλα εκείνα τα συναισθήματα και τα όνειρα εκείνη την εποχή. Πιστεύω ότι εκεί βρίσκεται η κύρια πηγή για όλα όσα κάνουμε.
Οι ταινίες μου δεν είναι ψυχολογικές, είναι επικές. Το άτομο δεν ψυχαναλύεται αλλά εντάσσεται μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο. Οι χαρακτήρες μου προσλαμβάνουν όλα τα στοιχεία του επικού κινηματογράφου ή, αν μπορώ να το πω, εκείνα της επικής ποίησης όπου χαρακτηριστικά ξεχωρίζει μια συγκεκριμένη περσόνα. Στον Όμηρο, Οδυσσέας είναι πανούργος, ο Αχιλλέας είναι γενναίος και αφοσιωμένος στους φίλους του, και αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αλλάζουν. Το ίδιο συμβαίνει με τον Μπρεχτ, οι χαρακτήρες του οποίου είναι επιβλητικοί και λειτουργούν ως φορείς ιστορίας και ιδεών. Οι χαρακτήρες μου δεν αναλύονται, δεν βασανίζονται, όπως του Μπέργκμαν. Είναι πιο ανθρώπινοι. Ψάχνουν για χαμένα πράγματα, για όλα όσα χάθηκαν στο χάσμα ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγματικότητα.
Μέχρι πριν από λίγο η ιστορία του κόσμου βασιζόταν στην επιθυμία, μια επιθυμία για να αλλάξει ο κόσμος με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Τώρα, στο τέλος του 20ου αιώνα, συνειδητοποιούμε πως οτιδήποτε επιθυμούσαμε δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και δεν πραγματοποιήθηκε για λόγους που μου είναι ανεξήγητοι. Ίσως ήταν αδύνατον να αλλάξουν τα πράγματα με τη χρήση συγκεκριμένων μεθόδων που εφαρμόστηκαν τότε, αλλά σε κάθε περίπτωση μείναμε με την εμπειρία της αποτυχίας μας, με τις στάχτες της απογοήτευσης των ονείρων που παρέμειναν απραγματοποίητα.
Στην πραγματικότητα, τα τοπία που βλέπετε στις ταινίες μου δεν υπάρχουν. Μερικά κομμάτια είναι πράγματι αληθινά. Έχω ταξιδέψει πολύ σε όλη την Ελλάδα και στα ταξίδια αυτά ανακάλυψα στοιχεία, τα οποία με γοήτευσαν – ένα σπίτι, ένας δρόμος, ένας λόφος, ένα χωριό. Όλα αυτά τα στοιχεία τα συνθέτω σε ένα κολάζ. Αυτά που ταιριάζουν, άλλοτε είναι τα χρώματα και άλλοτε τα σχήματα. Κατά κάποιον τρόπο δημιουργώ εικόνες όπως ένας ζωγράφος, προβάλλοντας έτσι το όραμά μου σε έναν καμβά. Δεν παριστάνω ότι περιγράφω την πραγματικότητα, αλλά δημιουργώ το δικό μου όραμα και το προβάλλω στην πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα βρίσκεται κάπου ανάμεσα. Το ερώτημα που συνεχώς θέτω στον εαυτό μου είναι το εξής: πώς μπορώ να μετατρέψω τις προσωπικές μου εμπειρίες σε ποίηση;
Ο Μεγαλέξαντρος είναι μια φιλοσοφική-πολιτική αντανάκλαση πάνω στην εξουσία, στα προβλήματα της εξουσίας, και ως εκ τούτου αντιπροσωπεύει την πικρή έκβαση των τριών προηγούμενων ταινιών μου. Οτιδήποτε μπορούσε να προσδιοριστεί ως μια ελπίδα των ανθρώπων στις πρώτες δουλειές μου, εδώ τείνει να συρρικνώνεται, σαν να διαλύεται από μέσα, και αυτό είναι τραγικό.
Ο Μεγαλέξαντρος είχε να κάνει με τη συγκεντρωτική εξουσία πολύ πριν προκύψουν οι αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη και από αυτή την άποψη ήταν μια προφητική ταινία για την αποτυχία του σοσιαλιστικού πειράματος σε εκείνη την περιοχή του κόσμου. Εκείνη την εποχή βέβαια δεν μπορούσα καν να εκφράσω κάτι τέτοιο. Έπρεπε, λοιπόν, να χρησιμοποιήσω τη μορφή ενός μύθου. Δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω αυθεντικά γεγονότα, επειδή αυτό θα σήμαινε την απομάκρυνση από μια ποιητική γλώσσα και πιστεύω ότι, πριν από οτιδήποτε άλλο, το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ταινίας πρέπει να είναι ποιητικό, ειδάλλως είναι ανύπαρκτη. Αυτό ισχύει με το έργο σκηνοθετών που θαυμάζω όπως ο Οσίμα και οι αδελφοί Ταβιάνι που χρησιμοποιούν παρόμοιες μεθόδους επιστρέφοντας στο παρελθόν προκειμένου να μιλήσουν για το παρόν.
Τα χαρακτηριστικά του έργου μου πηγάζουν πρωτίστως από τα πολλά χρόνια που παρακολουθούσα κινηματογράφο. Για χρόνια παρακολουθούσα κάθε λογής ταινία και απορροφούσα τα πράγματα που κινούσαν το ενδιαφέρον μου. Όταν, αργότερα, προσπαθούσα να γράφω σενάρια και να γυρίζω ταινίες, όλα αυτά αναδύθηκαν στην επιφάνεια και έγιναν το ύφος, η γραφή, η προσωπική μου γραφή. Αν χρειαστεί να το εξηγήσω, θα έλεγα ότι η προτίμησή μου στις παρατεταμένες σκηνές πηγάζει από την απόρριψη της παράλληλης επεξεργασίας, επειδή τη θεωρώ σαν κάτι φτιαχτό. Για ιστορικούς λόγους αποδέχομαι το έργο όλων εκείνων που κατέφυγαν σε αυτό το είδος μοντάζ, όπως ο Αϊζενστάιν, αλλά αυτό δεν είναι το είδος του δικού μου κινηματογράφου. Κατά κάποιον τρόπο, κάθε σκηνή είναι για μένα κάτι ζωντανό, έχει τη δική του ανάσα, αποτελείται από εισπνοή και εκπνοή. Είναι μια διαδικασία που δεν μπορεί να δεχτεί οποιαδήποτε παρέμβαση. Πρέπει να έχει μια φυσική αρχή και ένα φυσικό τέλος.
Μερικές φορές οι ταινίες μου είναι ο ακριβής καθρέφτης του σεναρίου. Άλλοτε πάλι το σενάριο υπάρχει σε μορφή σημειώσεων και τότε η διαδικασία του γυρίσματος εξαρτάται πολύ από τον αυτοσχεδιασμό. Σε μερικές περιπτώσεις υπάρχει μια δυναμική που σου επιτρέπει να χρησιμοποιείς αυτοσχεδιασμούς, ενώ σε άλλες έχεις την αίσθηση ότι πρέπει να ακολουθήσεις το σενάριο κατά γράμμα. Αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από το υλικό που έχεις για να δουλέψεις και όχι από τις περιστάσεις γύρω από τη δημιουργία της ταινίας. Οι περιστάσεις που έχω αντιμετωπίσει ως τώρα κυμαίνονται από πολύ καλές έως πολύ κακές, αλλά αυτό δεν με εμπόδισε να κάνω αυτό που σκόπευα να κάνω.
Στην Ελλάδα αισθάνομαι σαν ξένος που ψάχνει ακόμα την πατρίδα του. Ανέκαθεν αισθανόμουν έτσι και πραγματικά δεν ξέρω γιατί. Έχω διασχίσει πολλά σύνορα μέσα μου ξανά και ξανά. Και το ερώτημα παραμένει…Πόσα σύνορα θα χρειαστεί να περάσω πριν τελικά φτάσω στον στόχο μου; Αν και στην Ελλάδα αισθάνομαι ξένος, δεν μπορώ να αφήσω αυτή τη χώρα. Θα αισθανόμουν το ίδιο οπουδήποτε αλλού.
Η έννοια των συνόρων ανέκαθεν μου προκαλούσε παράξενους συνειρμούς, οι οποίοι τριβέλιζαν και ερέθισαν τη σκέψη μου. Μια σκοτεινή, ανεξερεύνητη περιοχή. Μια αντίληψη για τα σύνορα που δεν ήταν απλώς ο γεωγραφικός περιορισμός αλλά και τα όρια της ύπαρξης. Τα όρια ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, τα όρια στον έρωτα, τα όρια στη γλώσσα, στην επικοινωνία.
Ανήκω σε μια παλιότερη γενιά, μια γενιά που πίστευε ότι η αλλαγή ήταν εφικτή, ότι ήταν εφικτό να αλλάξουμε τον κόσμο και να ανοίξουμε ένα νέο δρόμο. Η γενιά μου όχι μόνο πίστευε ότι μπορούσε να ονειρεύεται ένα νέο κόσμο αλλά και ότι μπορούσε να μετατρέψει τα όνειρά σε πραγματικότητα. Αυτό όμως δεν συνέβη. Νομίζω ότι όλοι κουβαλάμε τη σκιά της απογοήτευσης και της αποτυχίας. Ωστόσο, παρόλα αυτά, και σε αντίθεση με όσα πιστεύουν οι πεσιμιστές και τα πνεύματα αντιλογίας, πιστεύω ότι η ιστορία κινείται σαν μαίανδρος, άλλοτε προς τα πάνω και άλλοτε προς τα κάτω. Αυτή τη στιγμή πηγαίνουμε προς τα κάτω, τελικά όμως ή κατεύθυνση θα αντιστραφεί.
Η σύγχυση των ιδεολογιών έχει παραμερίσει τις διαφορετικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούσαμε για να ερμηνεύουμε τον κόσμο. Όταν ξεκίνησα την καριέρα μου, ο Μαρξ και ο Φρόιντ ήταν ακόμα κυρίαρχες προσωπικότητες, όπως ο Χέγκελ και ο Λένιν, και ήταν φυσικό να χρησιμοποιεί κάποιος τα διδάγματά τους για να παρατηρεί τον κόσμο. Οι βίαιες, μανιχαϊστικές εμπειρίες στην πρόσφατη ελληνική ιστορία μας έχουν ενθαρρύνει να χρησιμοποιούμε διαλεκτικές, προκειμένου να αποκωδικοποιούμε όλα τα κοινωνικά και αισθητικά φαινόμενα γύρω μας.
Εν συντομία, είχαμε την αίσθηση ότι η πραγματικότητα επιβεβαιώνει τη θεωρία, ότι η θεωρία συμπίπτει με την πράξη. Από τότε που εμφανίστηκε η “κανονικότητα”, γυρεύουμε νέες προσεγγίσεις και έχω την αίσθηση ότι επιστρέφουμε σε ένα είδος υπαρξισμού. Για άλλη μια φορά η τέχνη είναι ανθρωποκεντρική και έχει πολύ περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις.
Ο κόσμος είναι μια σκακιέρα, πάνω στην οποία ο άνθρωπος είναι απλώς άλλο ένα πιόνι και το ενδεχόμενο να επηρεάσει τις διαδικασίες είναι μηδαμινό. Η πολιτική είναι ένα κυνικό παιχνίδι που έχει στρέψει την πλάτη του στις δεσμεύσεις του παρελθόντος. Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι πρέπει να επιστρέψουμε στον ήρωα με την πρωτόγονη έννοια της λέξης, αλλά τουλάχιστον σε μια αφήγηση που βάζει τον άνθρωπο στο κέντρο. Δεν είναι μια επιστροφή στην ψυχολογία, αλλά μια μετάβαση από τις γενικότητες των επικών ταινιών σε έναν πιο προσωπικό κινηματογράφο, όπου ο σκηνοθέτης αμφισβητεί τον εαυτό του και την τέχνη του.
Πηγή: merlins.gr