Γεννήθηκε από ατύχημα, στερήθηκε την αγάπη και τη φυσική οσμή, θέλησε να γίνει αποδεκτός και χρησιμοποίησε το μοναδικό του όπλο, να αναγνωρίζει σε υπερθετικό βαθμό τις μυρωδιές και να τις ανακατεύει θαυμαστά, για να δημιουργήσει το τέλειο άρωμα.
Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Tom Tykwer μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το συγκλονιστικό μυθιστόρημα του Patrick Suskind (1985), “Perfume: The Story of a Murderer” (Το Άρωμα: Η Ιστορία Ενός Δολοφόνου) (2006). Μία συναρπαστική ιστορία που μεταφέρει τους θεατές στη Γαλλία του 18ου αιώνα, όπου ο Jean-Baptiste Grenouille ένας νεαρός άντρας που δεν έχει ανθρώπινη μυρωδιά ή μυρωδιά σώματος, αλλά είναι προικισμένος με μια πολύ έντονη όσφρηση, αναζητά να δημιουργήσει το πιο μεθυστικό άρωμα του κόσμου.
Παρίσι 17 Ιουλίου 1738, μία πόλη που βρωμάει και ζέχνει κυριολεκτικά και μεταφορικά, το κοινωνικό δράμα που ζει η κατώτερη τάξη που έχει βυθιστεί στην ακραία φτώχεια και εξαθλίωση σε αντίθεση με την πολυτελή ζωή των ευγενών και της αστικής τάξης καθώς και τις νοοτροπίες της παριζιάνικης “καλής” κοινωνίας. Ένα σκηνικό ιδρώτα και βρώμας που προσπαθεί να καλυφθεί κάτω από στρώσεις πούδρας και αρωμάτων.
Ένα παιδί, ο Jean-Baptiste Grenouille (Ben Whishaw), έρχεται στη ζωή μέσα σε άθλιες συνθήκες, στην ψαραγορά μέσα σε κεφάλια ψαριών όπου τον πετάει αμέσως η μητέρα του καθώς θεωρεί ότι είναι νεκρός. Η φρικτή μυρωδιά της αγοράς, η δυσοσμία των εντοσθίων του δίνουν ώθηση για να αναπνεύσει, να ζήσει.
Μεγαλώνει σε ένα ορφανοτροφείο όπου τα υπόλοιπα παιδιά τον θεωρούν σατανικό και απόκοσμο και δεν σταματά να δέχεται τον χλευασμό τους. Οι άνθρωποι άλλωστε, πάντα δαιμονοποιούν ό,τι δεν τους μοιάζει και κυρίως ό,τι δεν μπορούν να κατανοήσουν. Ένας τραγικός ήρωας της μοναξιάς, του πόνου και της απομόνωσης, ένας σκοτεινός άνθρωπος που αναζητά διακαώς την αναγνώριση, επιθυμεί να αιτιολογήσει τα αίτια της ύπαρξής του στην ζωή. Εξελίσσεται σε έναν ζοφερό, λιγομίλητο επιζώντα, χωρίς ίχνος συναισθήματος, ο οποίος διαθέτει δύο εξαιρετικές ιδιότητες: έχει την πιο οξεία αίσθηση όσφρησης στον κόσμο και δεν έχει απολύτως κανένα άρωμα δικό του. Αναζητά δρόμους για να βγει από τη μεγάλη προσωπική δυστυχία του. Ο μόνος δρόμος για να ξεφύγει από την απομόνωσή του και να δει το “φως” είναι η μοναδική όσφρηση που διαθέτει ως χάρισμα.
Λόγω της παράξενης εισόδου του σε αυτόν τον κόσμο, λόγω της ανατροφής του ή της έλλειψής του, επειδή δεν έμαθε ποτέ τίποτα για την αγάπη και βασίστηκε μόνο στην παρόρμηση των αισθήσεών του για να τον καθοδηγήσει, η λύση του είναι να συλλάβει και να διατηρήσει την αγάπη και τον έρωτα με τη μορφή του αρώματος.
Καταγράφει στην ατελείωτη τράπεζα της μνήμης του όλες τις μυρωδιές που συναντά στο δρόμο του, και όχι μόνο αυτό, αλλά μπορεί να ανακαλέσει κάθε στιγμή εκείνη που θα διαλέξει. Μαθαίνει την τέχνη του αρωματοποιού δίπλα στον Giuseppe Baldini (Dustin Hoffman) γνωρίζοντας νέες και συναρπαστικές φόρμουλες. Δημιουργεί υπέροχα αρώματα αλλά αποτυγχάνει στις δοκιμές του να αιχμαλωτίσει τις μυρωδιές των αντικειμένων από μέταλλο και πέτρα. Συνειδητοποιεί ότι η διαδικασία του Baldini δεν μπορεί να αιχμαλωτίσει τα αρώματα όλων των αντικειμένων. Φτιάχνοντας εκατό αρώματα για τον αφέντη του, κερδίζει χαρτιά τεχνίτη για να ταξιδέψει στην πόλη Grasse για να μάθει άλλους τρόπους απόσταξης.
Η μανία και η εμμονή του να κατακτήσει και να αποστάξει κάθε πιθανή και απίθανη μυρωδιά, τον οδηγεί σταδιακά στην απόφαση να συλλέξει την πιο περίπλοκη και την πιο πολύτιμη απ’ όλες. Την ίδια τη μυρωδιά του ανθρώπινου σώματος, μια επιθυμία που θα τον οδηγήσει στα άκρα προκειμένου να πετύχει τον στόχο του, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι για να τα καταφέρει, πρέπει να γίνει δολοφόνος. Στην προσπάθειά του αυτή παρασύρεται σε μια σειρά φόνων νεαρών γυναικών. Στο τέλος, κλείνει αυτό το “τέλειο, σπάνιο άρωμα” σε ένα μικρό φιαλίδιο.
Ο Jean-Baptiste βγαίνει αλώβητος και ένας ελεύθερος άντρας με ένα μεθυστικό άρωμα αρκετό για να κυβερνήσει κυριολεκτικά τον κόσμο. Συμβολίζει συμβολίζει τον πάτο της προεπαναστατικής γαλλικής κοινωνίας, και η επιβίωσή του επιτυγχάνεται μόνο εις βάρος της κρατούσας τάξης. Ανακαλύπτει ότι αν και δημιούργησε το τέλειο άρωμα, αυτό δεν θα του επιτρέψει να αγαπήσει ή να αγαπηθεί σαν ένα κανονικό άτομο. Απογοητευμένος από την άσκοπη αναζήτησή του και κουρασμένος από τη ζωή του, επιστρέφει στο Παρίσι.
Μολονότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει το άρωμά του για να διατάξει την αγάπη της ανθρωπότητας, για να ελέγξει τον κόσμο, αποφασίζει να επιστρέψει στον τόπο γέννησής του, στην ψαραγορά του Παρισιού. Χύνει το άρωμα στο κεφάλι του. Οι ντόπιοι έμποροι και αγοραστές βλέπουν έναν άγγελο και αναγκάζονται να τον κατασπαράξουν, τρώγοντας τη σάρκα του μέχρι να μη μείνει τίποτα. Κάνοντας αυτό, αισθάνονται ότι έχουν κάνει κάτι “καθαρά από αγάπη”.
Επιστρατεύοντας τα εκατομμύρια μυρωδιές που αποθήκευε στη μνήμη του, θα καταφέρει τελικά να “αναγκάσει τους ανθρώπους να τον αγαπήσουν”…