Όλοι μας έχουμε κάποια άλμπουμ που τα ακούμε νοσταλγικά. Η βελόνα του πικάπ αγγίζει το βινύλιο και φεύγουμε για ένα ταξίδι στο παρελθόν. Ένα από αυτά τα άλμπουμ είναι για μένα το Script of the Bridge που κυκλοφόρησαν οι Chameleons το 1983.
Συνέντευξη: Μιχάλης Πούγουνας
Ανήκει σε μια ομάδα δίσκων του post punk οι οποίοι με επαναφέρουν στο σκοτεινό εφηβικό δωμάτιό μου που φώτιζαν τα πορτοκαλί φώτα του δρόμου καθώς έμπαιναν από το παράθυρο. Οι Sound, οι Joy Division, οι πρώιμοι U2 των δυο τριών πρώτων δίσκων, οι Cure, οι Bauhaus, οι Siouxsie & the Banshees. Κι όταν πριν μερικές εβδομάδες με ρώτησαν αν θα ήθελα να κάνω μια συζήτηση με τον Mark Burgess των Chameleons για την εκπομπή μου και για το Merlin’s, άδραξα την ευκαιρία να μάθω κάτι ακόμα από αυτόν.
Σαν να μην έφτανε όλο το παρελθόν που μου έδινε ευκαιρία για άπειρες ερωτήσεις, οι Chameleons επέστρεψαν πρόσφατα με ένα άλμπουμ και φέτος θα βγουν περιοδεία με τους Mission και τους Theatre of Hate. Ευτυχώς ο Mark είχε όλη την καλή διάθεση να μοιραστεί όσο πιο περιγραφικά μπορούσε αυτά που έχει ζήσει…
Θυμάμαι πως το πρώτο τραγούδι που άκουσα από Chameleons ήταν το «Here Today» από την συλλογή Your Secret’s Safe with Us του 1982. Πίστευες τότε ότι θα περιόδευες όλο τον κόσμο παίζοντας μουσική για τα επόμενα σαράντα χρόνια; Τι σε έκανε να ασχοληθείς με την μουσική;
Πραγματικά, εκείνο το τραγούδι της συλλογής ήταν το πρώτο που ηχογραφήσαμε και που κυκλοφόρησε σε βινύλιο. Εντάξει, είχαμε ηχογραφήσει διάφορα demos και Peel Sessions αλλά εκείνο ήταν η πρώτη επίσημη κυκλοφορία μας. Το είχαμε ηχογραφήσει το 1981 και αρχικά βγήκε στην διπλή συλλογή Your Secret’s Safe with Us αλλά δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι ήταν σε αυτή. Ή μάλλον, θυμάμαι σίγουρα τους Pulp γιατί τόσο παλιοί είναι κι αυτοί.
Δεν σκεφτόμουν καθόλου για το μέλλον. Προβληματιζόμουν με το παρόν και έτσι ήμουν πάντα. Ποτέ δεν αναρωτιόμουν τι θα κάνω σε δέκα χρόνια και δεν κάναμε ποτέ σχέδια για μια μακροχρόνια καριέρα. Εκείνη την εποχή ήθελα να γίνω ηθοποιός και σταμάτησα όταν κάναμε το Peel Session. Σπούδαζα για να πάρω την κατεύθυνση της υποκριτικής στο Πολυτεχνείο του Μάντσεστερ όταν μας ειδοποίησαν να πάμε στο BBC κι έτσι έπρεπε να πάρω μια απόφαση για το ένα ή το άλλο. Δεν είχα ποτέ κατά νου το μέλλον. Θυμάμαι τότε που υπέγραψα το συμβόλαιο για το publishing και ένας από του όρους έλεγε ότι «αυτή η συμφωνία με τον publisher θα έχει διάρκεια πενήντα ετών» και τότε έβαλα τα γέλια. Γιατί, καταλαβαίνεις τώρα… δεν μπορούσα να φανταστώ τι από αυτά που θα έκανα θα ήταν τόσο σημαντικό για να έχει διάρκεια πενήντα χρόνων. Απλά περνούσα καλά με αυτό που έκανα και δεν το θεώρησα ποτέ «καριέρα» με την στενή έννοια, αν και θυμάμαι πως όταν ο Dave Fielding ηχογραφούσε τις κιθάρες στο «Up the Down Escalator» σκέφτηκα «ω, Θεέ μου, ηχογραφούμε ένα δίσκο που θα μείνει κλασικός». Ωστόσο δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου καριερίστα και μερικές φορές ακόμα εντυπωσιάζομαι που κάποιοι άνθρωποι με πληρώνουν αδρά για να συνεχίζω να παίζω αυτά τα τραγούδια.
Όσο για αυτό που με έκανε να αρχίσω να παίζω μουσική – την αγαπούσα από μικρός. Έκανα ότι έπαιζα τις χορδές μιας αόρατης κιθάρας ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια μου στα κουμπιά της ζακέτας μου όταν ήμουν πέντε χρονών κάθε φορά που άκουγα τραγούδια των Beatles. Ήταν μια φαντασίωση. Όσο μεγάλωνα η μητέρα μου δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για την μουσική ενώ ο πατέρας μου ήταν αθλητής. Έπαιζε για την Manchester United από το 1956 μέχρι που τον σταμάτησε ένα ατύχημα με μοτοσικλέτα. Εκείνος ήταν που πάντα με ενθάρρυνε να συνεχίσω τις φιλοδοξίες του, να παίξω ποδόσφαιρο, τένις ή κρίκετ και όταν μου αγόρασε μια ρακέτα εγώ παρίστανα πως ήταν κιθάρα.
Έτσι, όσο μεγάλωνα, δημιουργούταν μια μυστηριακή ατμόσφαιρα γύρω από την μουσική και αφιέρωσα πολλά χρόνια μαθαίνοντας κάποιο όργανο για να μπορέσω να παίξω με κάποιο συγκρότημα. Φυσικά όταν εμφανίστηκε το punk δεν χρειαζόταν να είσαι και τόσο καλός οργανοπαίκτης απλά έπρεπε να έχεις την σωστή συμπεριφορά. Πιστεύω ότι το punk με έκανε να θέλω να παίξω. Αγόρασα ένα μπάσο επειδή φαντάστηκα ότι αυτός θα ήταν ο πιο εύκολος και σύντομος τρόπος επειδή είχε μόνο τέσσερις χορδές,. Πιο εύκολο για να μάθεις και πιο σύντομα να μπεις σε ένα συγκρότημα. Γι’ αυτό λοιπόν έπιασα το μπάσο και άρχισα να παίζω ακούγοντας τους αγαπημένους μου δίσκους από συγκροτήματα όπως οι Stranglers, οι Adverts, οι Damned κλπ.
Έτσι το punk άναψε το φιτίλι που με έκανε να ξεκουνηθώ, αλλά σε όλη μου την ζωή αγόραζα δίσκους επειδή η μουσική ήταν πάντα το μεγάλο μου πάθος και απλώς χρειαζόμουν ένα σπρωξιματάκι για να καταλάβω ότι στην πραγματικότητα η στάση, το attitude, απέναντι στα πράγματα ήταν σημαντικότερη από την ίδια την μουσική. Και το πιστεύω ακόμα. Το punk δεν είχε να κάνει με τα ρούχα ή την μουσική που έπαιζες. Ήταν η στάση σου, το attitude, και ακολούθησα αυτό το σκεπτικό και πιστεύω ακόμα σε αυτό.
Οι Chameleons ηχογράφησαν τρία Peel Sessions. Πως ήρθατε σε επαφή με τον John Peel;
Άκουγα από μικρός τον John Peel όταν είχε εκπομπή στο Radio Caroline, χρόνια πριν πάει στο BBC. Από την εκπομπή του είχαν παρελάσει ο David Bowie, οι Queen και όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες των αρχών της δεκαετίας του ’70. Οπότε αν ήθελες να ακούσεις κάποιον ραδιοφωνικό DJ αυτός ήταν ο πιο κατάλληλος. Αυτός έπαιζε όλα τα καινούργια πράγματα. Έτσι, όταν εμείς φτιάξαμε το συγκρότημα δεν μας ενδιέφερε να παίζουμε σε μαγαζιά. Δεν καταλαβαίναμε ότι έτσι θα βελτιωνόμασταν. Προσηλωθήκαμε στο χτίσιμο του ήχου μας στο στούντιο και γράψαμε μια κασέτα για τον John Peel. Την ημέρα όμως που την ηχογραφούσαμε σε ένα προβάδικο ο ντράμερ που είχαμε τότε δεν εμφανίστηκε. Την στείλαμε όπως όπως στον Peel και εκείνος μας έγραψε ότι άκουγε πως είχαμε κάτι ιδιαίτερο αλλά αν θα κάναμε μια καλύτερη ηχογράφηση τότε θα την μετέδιδε. Έτσι το βάλαμε σαν στόχο ξεπουλώντας ότι δεν μας χρειαζόταν από όργανα και πεταλάκια. Νοικιάσαμε μια ολόκληρη νύχτα σε ένα στούντιο του Ρότσντεϊλ και μετά την ηχογράφηση εγώ και ο David πήραμε το demo και πήγαμε στα γραφεία του BBC στο Λονδίνο για να βρούμε τον Peel. Εκείνος εντυπωσιάστηκε που μπήκαμε σε τόσα έξοδα ακολουθώντας την συμβουλή του και μας είπε «Πηγαίνετε να πιείτε ένα καφεδάκι και θα τα πούμε σε μια ώρα». Πήγε και το άκουσε επιτόπου και όταν ήρθε να μας βρει ρωτούσε συνεχώς αν ήμασταν πράγματι εμείς στην κασέτα.
Ήμασταν ενθουσιασμένοι και μόνο που είχαμε μιλήσει με τον άνθρωπο που ακούγαμε από το ραδιόφωνο με θρησκευτική ευλάβεια πίνοντας κάνα γάρο και επιστρέψαμε στο Μάντσεστερ ενώ εκείνος πήγε να μιλήσει με τον παραγωγό του.
Τη Δευτέρα χτύπησε το τηλέφωνό μου και άκουσα μια φωνή να λέει «Εδώ John Peel. Μου αρέσετε πολύ και θέλω να έρθετε να ηχογραφήσετε ένα session για την εκπομπή μου». Έτσι μπορεί να μην είχαμε κάνει καμιά συναυλία μέχρι τότε αλλά παίξαμε κατευθείαν στην εκπομπή του. Μόλις εκείνη η εκπομπή βγήκε στον αέρα όλα ξεκίνησαν για το συγκρότημα.
Αυτό τον καιρό κυκλοφορήσατε το άλμπουμ Edge Sessions (Live From The Edge). Πότε ηχογραφήθηκε;
Το ηχογραφήσαμε αρχές του Απριλίου του 2021. Μόλις είχαμε βγει από το πρώτο lockdown και δεν είχαμε κάνει τίποτε για αρκετό χρονικό διάστημα. Πολλοί από τους συναυλιακούς χώρους ήταν ακόμα κλειστοί οπότε δεν γινόταν να κάνεις ζωντανές εμφανίσεις. Ένας γνωστός μου που έχει το στούντιο Edge στο Τσέζαϊρ νότια του Μάντσεστερ επικοινώνησε μαζί μας και μας ρώτησε αν θα θέλαμε να κάνουμε μια ζωντανή ηχογράφηση στο στούντιο ως μέρος μιας σειράς με τέτοιες ηχογραφήσεις που έκανε. ‘Έτσι μπήκαμε και το γράψαμε εντελώς ζωντανά χωρίς να προσθέσουμε αργότερα κάτι και μάλιστα το καταγράψαμε σε φιλμ. Ήταν διαθέσιμο για συγκεκριμένους ανθρώπους στο διαδίκτυο μέσω ενός συνδρομητικού καναλιού. Αλλά με το που προβλήθηκε πολλοί από αυτούς που το παρακολούθησαν άρχισαν να μας ζητούν να το κυκλοφορήσουμε επειδή τους είχε εντυπωσιάσει.
Αρχικά είχαμε σκοπό να βγουν κάποιες ραδιοφωνικές ηχογραφήσεις που είχαμε κάνει για το Part Time Punks στο Los Angeles αλλά προέκυψαν κάποια νομικά προβλήματα με τα δικαιώματα τα οποία μας καθυστερούσαν. Έτσι, μια μέρα που κουβέντιαζα με τον Dave από την Metropolis Records πρότεινα αντί να βγάλουμε τα ραδιοφωνικά να κυκλοφορήσουμε εκείνα από το Edge. Τα άκουσε, του άρεσαν και συμφώνησε.
Παίζετε νέο υλικό σε αυτό το άλμπουμ;
Και ναι και όχι. Συμπεριλάβαμε κάποια τραγούδια που έκανα ως ChameleonsVox με τον John Lever, τον αρχικό ντράμερ των Chameleons [πέθανε το 2017] πριν επιστρέψει στο σχήμα ο Reg [Smithies ο κιθαρίστας τους ο οποίος έχει παίξει σπαστά από το 1981 ως το 1987, από το 2000 ως το 2003, και από πέρσι μέχρι τώρα]. Υπάρχει λοιπόν ένα τραγούδι που είχαμε κάνει με τον John που λέγεται «Heaven» και δεν είχε κυκλοφορήσει τουλάχιστον σε αυτή την εκτέλεση. Υπήρχε μια μιξαρισμένη εκδοχή του με άλλον ντράμερ, που είχε κυκλοφορήσει σε EΡ πριν μερικά χρόνια. Όμως η συγκεκριμένη εκτέλεση είναι η πρωτότυπη αυτού του τραγουδιού που είχα γράψει έγραψα για τους ChameleonsVox. Για την ακρίβεια αυτό ήταν το τελευταίο που ηχογράφησα με τον John Lever. Οπότε αυτό δεν έχει ξανακουστεί.
Υπάρχει άλλο ένα τραγούδι που έγραψα με τον Chris Oliver για τους ChameleonsVox, το «Sycophants», για ένα EP που κυκλοφόρησε πριν μερικά χρόνια σε περιορισμένα αντίτυπα, οπότε ούτε αυτό έχει πολυακουστεί. Είναι αρκετά διαφορετικό από ό,τι έχω κάνει. Είναι αρκετά φρέσκο. Και τέλος είχα την ιδέα να ολοκληρώσω ένα τραγούδι που πίστευα ότι δεν το είχαμε κάνει όπως έπρεπε. Ονομάζεται «Ever After» και ήταν ένα από τα bonus tracks του άλμπουμ Strange Times, οπότε το είχα κάνει με την αυθεντική σύνθεση των Chameleons και το ξαναδουλέψαμε με τους ChameleonsVox. Επομένως και αυτό κατά κάποιο τρόπο έχει ακουστεί στο παρελθόν. Δεν μπορείς να πεις ότι είναι εντελώς καινούργιο υλικό. Είναι ακόμα νωρίς επειδή ο Reg μόλις επέστρεψε στην μπάντα και προετοιμαζόμαστε για νέα τραγούδια. Έχουμε και οι δύο αρκετές ιδέες αλλά με τον Covid και τα lockdown τινάχτηκαν όλα στον αέρα επειδή ο Reg εργάζεται κάπου και δεν μπορεί να αφιερώνει όλο τον χρόνο του στην μουσική. Φέτος όμως μάλλον θα παραιτηθεί για να επιστρέψει στην μπάντα και όταν γίνει αυτό θα μπορούμε να δουλέψουμε πάνω σε ένα νέο δίσκο.
Εφέ με βάθη και delay χαρακτηρίζουν τον ήχο των Chameleons. Ποιους καλλιτέχνες θα χαρακτήριζες ως τις κυριότερες επιρροές σας;
Νομίζω ότι ρωτάς λάθος άνθρωπο. Θα πρέπει να ρωτήσεις τους κιθαρίστες. Θυμάμαι ότι στην αρχή, όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε μαζί μουσική ο ήχος της μπάντας ήταν πολύ διαφορετικός αφού ο Dave Fielding χρησιμοποιούσε flangers. Πριν από εμένα έπαιζαν με ένα pub-rock συγκρότημα τραγούδια κυρίως επηρεασμένα από τους Who και τους Rolling Stones. Αλλά όταν μπήκα εγώ στην σύνθεση αυτό άλλαξε και ο Dave άρχισε να ψάχνεται με το flanger.
Μετά από λίγο ακούσαμε ένα άλμπουμ με τίτλο Boy από μια ιρλανδική μπάντα που λεγόταν U2 σε παραγωγή του Steve Lillywhite και οι ήχοι αυτού του δίσκου μας έστειλαν αδιάβαστους. Ο Dave σκέφτηκε ότι χρειαζόμασταν ένα space echo της Roland, το αγόρασε και έτσι άλλαξε εντελώς τον ήχο μας. Αν ακούσεις το πρώτο Peel Session θα ακούσεις αυτό το flanger
[Οι διαδρομές λοιπόν που ακολουθήσαμε όλοι ήταν κοινές. Τα ακούσματα ήταν κοινά και ο μουσικός κόσμος άλλαζε μπροστά στα μάτια μας είτε μέναμε στο Μάντσεστερ είτε στην Αθήνα. Συνολικά, οιChameleons ηχογράφησαν τρία Peel Sessions από το 1981 ως το 1984 ενώ το Boy των U2 κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1980.]
Ο Mark συνεχίζει…
Στα sessions που ακολούθησαν είναι εμφανείς οι ατμόσφαιρες που δημιούργησε το delay του echo της Roland. Ο ήχος του Reg δεν άλλαξε και πολύ. Όσον αφορά στις επιρροές του θα έλεγα ότι η μεγαλύτερη ήταν ο George Harrison και το λέω αυτό επειδή άκουγα το Revolver των Beatles. Έκαναν τότε εκείνον το διαχωρισμό στη στερεοφωνία με τα φωνητικά και τις κιθάρες στο ένα κανάλι και τα τύμπανα και το μπάσο στο άλλο. Έτυχε λοιπόν να το ακούω καθισμένος κοντά στο ένα ηχείο και όταν άκουσα το παίξιμο του Harrison στην κιθάρα στο «Dr. Robert» είπα «Αμάν! Εδώ είναι σαν να παίζει ο Reg!»
Στο σχολείο ο Reg κι εγώ ήμασταν και οι δύο φανατικοί οπαδοί του Alice Cooper την περίοδο των Killer, School’s Out και Billion Dollar Babies και αυτό το ακούω στο παίξιμο του Reg. Όπως ακούω και κάτι από Mick Ronson που είναι ο αγαπημένος μου κιθαρίστας όλων των εποχών, με δεύτερο, ελάχιστα πιο πίσω, τον Reg Smithies. Τον θυμάμαι να κάνει ένα σόλο σε μια ακουστική εκτέλεση του τραγουδιού «Indiana» που μου θύμισε πολύ τον Mick Ronson.
Οπότε, ο George Harrison και ο Mick Ronson επηρέασαν τον Reg. Ο Dave από την άλλη μεριά είναι σίγουρα επηρεασμένος από τον Edge αν και μπερδεύει μέσα και άλλα στυλ αφού παλιά γούσταρε πολύ τον Pete Townsend. Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι την τεράστια επιρροή του Lillywhite στην εξέλιξη του ήχου μας. Μακάρι να με είχε επηρεάσει κι εμένα ως τραγουδιστή, αλλά τότε εγώ ακόμα μάθαινα. Δηλαδή, πήρε χρόνια στον Dave να εξελιχθεί στην κιθάρα αλλά εγώ όταν μπήκα στην μπάντα είχα κάνει μόλις δύο ζωντανές εμφανίσεις σε κέντρα νεότητας. Δεν είχα κάνει ποτέ κανονικές συναυλίες και δεν είχα ξαναμπεί σε κανονικό στούντιο. Ειλικρινά δεν ήξερα τι να κάνω. Χρησιμοποιούσα την φωνή μου για να μιμούμαι τον Paul Weller και τον Julian Cope. Γιατί αυτό κάνεις στην αρχή: ξεκινάς μιμούμενος τους τραγουδιστές που σου αρέσουν και μετά, αν όλα πάνε καλά, αρχίζεις να χτίζεις ένα δικό σου ύφος. Το ιδανικό είναι πως αν τύχει να κάνεις κάποιο άλμπουμ ως τραγουδιστής, ο κόσμος να καταλαβαίνει ποιος είσαι μόνο ακούγοντας την φωνή σου. Δεν είναι εύκολο να το καταφέρεις αυτό. Αν ας πούμε ακούσεις ένα άλμπουμ του Morrissey, αμέσως καταλαβαίνεις ποιος είναι. Αυτός ήταν ο στόχος και νομίζω πως τελικά τον κατάφερα. Αλλά τον πρώτο καιρό καλό θα ήταν να με βοηθούσε κάποιος αλλά επειδή δεν υπήρχε κανείς έπρεπε να βρω μόνος μου τον δρόμο μου. Μέχρι που συνεργαστήκαμε το ’86 με τον παραγωγό Dave Allen, ο οποίος μου έδωσε οδηγίες. Η κυριότερη ήταν να κόψω το κάπνισμα. [Ο Allen έχει δουλέψει ως παραγωγός με τους Cure, τους Sisters of Mercy, τους Depeche Mode, τους Mission, τους Associates, τους Human League, τους Clan of Xymox κ.α.]
Για τον ήχο της κιθάρας όμως καλύτερα να μιλούσες με τους κιθαρίστες της μπάντας. Απλά εγώ λέω αυτά που γνωρίζω για αυτούς και δηλώνω πως είχα την τύχη να συνεργαστώ με δύο από τους καλύτερους κιθαρίστες που έβγαλε ποτέ το Μάντσεστερ. Εξεπλάγην ιδιαίτερα με τον Reg που όταν διαλύθηκαν οι Chameleons δεν τον πλησίασαν περισσότεροι καλλιτέχνες για να συνεργαστεί μαζί τους. Πίστευα ότι θα τα πήγαινε περίφημα με τον Morrissey αλλά αυτό δεν συνέβη. Ο Dave επίσης είναι υπέροχος κιθαρίστας. Όσοι αγαπούν τους Chameleons ξέρουν πόσο καλοί είναι και με ενοχλεί που γενικότερα είναι σχετικά άγνωστοι στους rock κύκλους.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου παραγωγοί;
Πραγματικά απόλαυσα την συνεργασία μου με τον John Porter του BBC. Δεν εισακούστηκα όταν ανέφερα ότι θα τον ήθελα για παραγωγό μας επειδή είχαμε κάνει μόνο μια ηχογράφηση για το ραδιόφωνο μαζί του αλλά ξέρω ότι του άρεσε κι εκείνου. Μέχρι που έκανε την παραγωγή του «What Difference Does it Make» των Smiths. Πιστεύω ότι τους έκανε καταπληκτική δουλειά. Σίγουρα θέλαμε να συνεργαστούμε με τον Steve Lillywhite, ο καθένας μας για διαφορετικούς λόγους. Στον John άρεσε η δουλειά που είχε κάνει στο τρίτο σόλο άλμπουμ του Peter Gabriel, o Dave λάτρευε το αποτέλεσμα του Boy των U2, ενώ εγώ γούσταρα πολύ την παραγωγή που έκανε στο Hahaha, το δεύτερο άλμπουμ των Ultravox. Πιστεύω ότι όσο ο John Foxx ήταν μαζί τους, οι τους Ultravox ήταν τεράστια μπάντα και νομίζω ότι είναι πάρα πολύ υποτιμημένοι. Απ την άλλη, βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο επειδή ποτέ δεν ζήτησα τον Muff Winwood. [Ο Muff είναι ο μεγάλος αδερφός του SteveWinwood που έπαιζε μπάσο στους Spencer Davis Group.] Ήθελα να μας κάνει παραγωγή επειδή εκείνος ουσιαστικά μας υπέγραψε στη CBS και έκανε την παραγωγή σε δύο από τα πιο αγαπημένα μου άλμπουμ των Sparks, το Kimono My House και το Propaganda. [Ο Winwood έκανε επίσης την παραγωγή του πρώτου άλμπουμ των Dire Straits και ο Burgess παραδέχεται ότι ο Mark Knopfler είναι πάρα πολύ καλός κιθαρίστας και του αρέσει, αν και εκείνη την εποχή τον θεωρούσαν λίγο παλιομοδίτη]. Ο παραγωγός όμως για τον οποίον θα έκανα ακόμα και έγκλημα προκειμένου να συνεργαστούμε ήταν ο Tony Visconti.Αυτός είναι ο απόλυτα αγαπημένος μου. Τα άλμπουμ που έκανε είναι μουσικοί ογκόλιθοι και τεράστιες επιρροές μου. Εκείνες οι πρώτες δουλειές των T. Rex όπως το Electric Warrior, ας πούμε, όσα έκανε με τον Bowie… Αυτός είναι ο αγαπημένος μου παραγωγός.
Το 2007 εξέδωσες την αυτοβιογραφία σου με τίτλο View from a Hill και το 2014 επανεκδόθηκε. Αν και όπως είπα είναι αυτοβιογραφία, μπορείς να περιγράψεις σε τι αναφέρεται και που μπορεί να τη βρει κανείς;
Περιγράφω πως ήταν να μεγαλώνω στο Μάντσεστερ τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πως βίωσα την έκρηξη του πανκ στην πόλη μιας και είχα την τύχη να είμαι 15-16 χρονών. Ήταν χρυσές εποχές για το Μάντσετερ αφού είχαμε τους Buzzcocks και τους Fall και το Electric Circus. Tους Passage, τους New Order και όλο αυτό που δημιούργησε η Factory με το Hacienta και τα ρέστα. [Στο σημείο αυτό να συμπληρώσω εγώ ότι το Electric Circus ήταν ένα κλαμπ στο οποίο έπαιζαν οι Buzzcocks, οι Penetration, ο John Cooper Clarke, ενώ εκεί έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση οι Warsaw πριν μετονομαστούν Joy Division. Το 1978 η Virgin κυκλοφόρησε τη συλλογή Short Circuit: Live at the Electric Circus με ζωντανές ηχογραφήσεις από το συγκεκριμένο κλαμπ.] Το να μεγαλώνεις στο Μάντσεστερ εκείνη την εποχή είχε να κάνει με τη συνύπαρξη μουσικής και ποδοσφαίρου. Αυτά συνέθεταν το μεγαλύτερο μέρος της κουλτούρας μου καθώς μεγάλωνα. Στο βιβλίο λοιπόν έγραψα για όλα αυτά με επίκεντρο της ιστορίας τους Chameleons, το πώς βρεθήκαμε και πώς εξελιχθήκαμε. Το καθημερινό γράψιμο ήταν απολαυστικό και θα ήθελα να γράψω άλλο ένα βιβλίο. Υπάρχουν τρεις εκδόσεις του βιβλίου. Η αρχική το 2007 ήταν με σκληρό εξώφυλλο. Μια αμερικάνικη και μια δεύτερη αγγλική που κυκλοφόρησε αργότερα, από την οποία όμως έχουν αφαιρέσει το τελευταίο κεφάλαιο σχετικά με τις επιρροές μου. Ήταν πάντως ένας αγώνας ταχύτητας για μένα επειδή ο πατέρας μου βρισκόταν στο τελικό στάδιο καρκίνου και ήθελα να προλάβω να το τελειώσω για να το διαβάσει και ευτυχώς τα κατάφερα. Νομίζω ότι και οι τρεις εκδόσεις έχουν εξαντληθεί αλλά ίσως υπάρχουν στο ebay.
[Του ζητώ να αναφέρει κάποια από τα αγαπημένα του βιβλία και γέλασε τονίζοντας ότι θα μπορούσε να μιλάει για βιβλία όλη την νύχτα αλλά τελικά περιορίστηκε σε μερικά από αυτά. Μικρός ξεκίνησε με τις Περιπέτειες του Τεν Τεν του Βέλγου δημιουργού κόμικ Ζωρζ Προσπέρ Ρεμί και συνέχισε με το Χόμπιτ του Τζον Ρόναλντ Ρόιελ Τόλκιν. Πρόσθεσε τον Ιαν Φλέμινγκ με το παιδικό βιβλίο Chitty Chitty Bang Bang και μεταπήδησε στα βιβλία του Τζέημς Μποντ. Ακολούθησαν το Have Space Suit—Will Travel του Αμερικανού συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Ρόμπερτ Άνσον Χάινλαϊν, το The Outsider του Κόλιν Γουίλσον, βιβλία φυσικής, Ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον και οι Ψευδαισθήσεις του Ρίτσαρντ Μπάχ, βιβλία του Στήβεν Κινγκ. Ακόμα, το Crossfire, το βιβλίο του Αμερικάνου δημοσιογράφου Jim Marrs σχετικά με την δολοφονία του Κένεντι, στο οποίο βασίστηκε η ταινία JFK του Ολιβερ Στόουν. Τελευταία ανέφερε την τριλογία Το Πέρασμα, Οι Δώδεκα Αιώνιοι και Η Πόλη των Κατόπτρων του Αμερικάνου συγγραφέα Τζάστιν Κρόνιν.]
Έχεις κυκλοφορήσει άλμπουμ και με άλλα σχήματα όπως τους Mark Burgess & the Sons of God, Sun and the Moon, Invincible, Black Swan Lane. Γιατί δεν χρησιμοποίησες το όνομα των Chameleons ή το ChameleonsVox; Μήπως επειδή καθένα από αυτά τα projects είχαν διαφορετικό ήχο;
Ναι, κατά κάποιον τρόπο. Το πρόβλημα ήταν πως αν έβγαινα να παίξω αυτά τα τραγούδια το κοινό θα ζητούσε υλικό των Chameleons. Αυτό όμως το θεωρούσα προσβλητικό για τους μουσικούς με τους οποίους έπαιζα. Για παράδειγμα, τους Sun and the Moon τους σχημάτισε ο John Lever μετά την διάλυση των Chameleons. Πρώτα αποχώρησε εκείνος από τους Chameleons και κατόπιν εγώ και κάπου εκεί τελείωσαν. Και μετά με πλησίασε ο John και μου είπε «Ξέρεις φτιάχνω αυτό και θα ήθελα να τραγουδήσεις εσύ». Γνώριζα τον Andy Clegg, και τον Andy Whitaker, τους άλλους δύο μουσικούς που έπαιζαν μαζί του επειδή είχαν τους Music For Aborigines. Εξάλλου θα ήταν γελοίο να χρησιμοποιώ το όνομα Chameleons χωρίς τον Reg και τον Dave. Οι Sons of God, για να αναφερθούμε σε αυτούς, δεν ήταν ακριβώς μπάντα. Ήταν κυρίως φίλοι και γνωστοί που παίξαμε μαζί . Δανείστηκα το όνομα από ένα βιβλίο του Thomas Lethbridge. [Ο Lethbridge ήταν ένας Άγγλος αρχαιολόγος, παραψυχολόγος και εξερευνητής. Ειδικός στην αγγλοσαξονική αρχαιολογία, υπηρέτησε ως επίτιμος φύλακας των αγγλοσαξονικών αρχαιοτήτων στο Μουσείο Αρχαιολογίας και Εθνολογίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ από το 1923 έως το 1957 και στη διάρκεια της ζωής του έγραψε είκοσι τέσσερα βιβλία με διάφορα θέματα. Ήταν γνωστός και ως υπέρμαχος της ραβδοσκοπίας.] [Οι Sun and the Moon κυκλοφόρησαν ένα επίσημο άλμπουμ, μερικά CDr αλλά και πέντε σινγκλ και EP πριν ο Burgess αποχωρήσει με τους υπόλοιπους να μετονομάζονται σε Weaveworld. Με τους Mark Burgess and the Sons of God ο Mark κυκλοφόρησε τρία άλμπουμ.]
Τους Invincible [με τους οποίους κυκλοφόρησε δύο άλμπουμ το 1999 και το 2002] τους δημιούργησα με τον κιθαρίστα Yves Altana, ο οποίος έπαιξε και με τους Sons of God. Εκεί θέλαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό που να μην έχει σχέση με τους Chameleons όσον αφορά στον ήχο. Ο Yves είναι ένας πολύ ικανός μουσικός.
Επειδή είχα βαρεθεί να βλέπω στις αφίσες ότι είμαι ο πρώην τραγουδιστής των Chameleons άλλαξα όνομα σε ChameleonsVox και μαζί μου συνεργάστηκε ο John Lever που όμως αποχώρησε λίγο πριν πεθάνει. Στο σχήμα αυτό προστέθηκε ο Reg και αφού παίζαμε υλικό των Chameleons θεώρησα ότι δεν θα ήταν σωστό να συνεχίζω ως ChameleonsVox επειδή κι εκείνος όπως κι εγώ ήμασταν οι βασικοί συνθέτες τραγουδιών όπως το «Second Skin» το «Monkeyland» και πολλά άλλα. Έτσι μετονομαστήκαμε πάλι σε Chameleons. Για να πω την αλήθεια δεν με ενδιαφέρει και πολύ το όνομα. Όποιο κι αν χρησιμοποιώ θα είμαι απλά εγώ… [Από το 2014 μέχρι σήμερα, ο Mark έχει κυκλοφορήσει ως ChameleonsVox οκτώ άλμπουμ και δύο EP.]
Ποιοι συμμετέχουν τώρα στην μπάντα;
Όπως είπα είμαστε εγώ με τον Reg Smithies. Στην Αγγλία είναι μαζί μας ο Neil Dwerryhouse στην κιθάρα με τον οποίο συνεργάστηκα στο παρελθόν, ο Stephen Rice στα τύμπανα αλλά και ο Chris Oliver όταν ο Neil δεν μπορεί να παίζει εκτός Βρετανίας.
Τι θα ήσουν αν δεν ήσουν μουσικός;
Ηθοποιός. Όπως προανέφερα, είχα παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής στο Πολυτεχνείο του Μάντσεστερ. Μου άρεσε και το γράψιμο αλλά η δεύτερη αγάπη μου μετά τη μουσική ήταν η υποκριτική.
Ποιες ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της μουσικής σου καριέρας;
Ήταν πιο χαρούμενες οι εποχές του 1981-82-83 όταν κάναμε τα John Peel sessions και υπογράψαμε στην CBS. Μας είχαν δώσει μάλιστα μια προκαταβολή και αγοράσαμε ένα όμορφο βανάκι με κασετόφωνο και τριγυρνούσαμε ψάχνοντας να κλείσουμε μέρη για συναυλίες, όπως ένα μεγάλο θέατρο που παίξαμε με τους Altered Images. Δεν είχα ιδέα τι κάναμε αλλά παρά την κόντρα που είχαμε με την CBS εκείνες ήταν οι χαρούμενες εποχές. Και ίσως η ηχογράφηση του Script of the Bridge να ήταν η καλύτερη από αυτές.