Με τρεις δίσκους από την αχανή δισκογραφία τους αναμετράται στο νέο τεύχος της στήλης του ο Αναστάσιος Μπαμπατζιάς. Δύσκολα τα πράγματα!
Είχαν παραστρατήσει για λίγα χρονάκια βγάζοντας μέχρι πρόσφατα κάποια αδιάφορα άλμπουμ που έπειθαν εύκολα ότι το κεφάλαιο The Residents έκλεισε. Πόσο υπέροχο είναι τελικά να… στη φέρνουν! Όχι δεν έκλεισε τελικά. Τα δύο-τρία τελευταία χρόνια φαίνονται σαν να αναστήθηκαν με τα άλμπουμ “Metal Meat & Bone (The Songs Of Dyin’ Dog)” και “So Long Sam (1945-2006). Πιθανόν να μην είναι και άνθρωποι ρε παιδί μου ποιος ξέρει με δαύτους… μπορεί να υπάρχουν για πάντα. Και να βγάζουν δίσκους και να κάνουν παραστάσεις που να παίρνουν σκαλπ το έτος 3023. Ε δεν είναι και λίγο από τα 70s μέχρι και σήμερα να δημιουργούν μια σχεδόν σάτιρα, σχεδόν μουσική, σχεδόν θέατρο και τελικά ένα εντελώς σουρεαλιστικό σαρκαστικό θέαμα χτίζοντας μύθους του σήμερα και του αύριο. Γιατί ναι, οι Residents δεν κάνουν απλώς μουσική. Η τέχνη τους είναι λειτουργική. Κάτι ολικό και ολοκληρωμένο, που συνταιριάζει όλες τις τέχνες.
Οι Residents υπήρξαν και ευτυχώς είναι ακόμα ένα σύμβολο της pop κουλτούρας. Κάνουν κριτική οι Residents μετατρέποντας την λαϊκή κουλτούρα της Αμερικής σε μια βιτριολική ειρωνική μεταλλαγμένη pop. Συμβαίνει αυτό ακόμα και όταν δεν διασκευάζουν. Οι διασκευές τους είναι ένα σήμα των προθέσεών τους, οι οποίες (προθέσεις) όμως επεκτείνονται σε όλο τους το έργο. Με το να απέχουν δημιουργικά από οποιαδήποτε τάση εμμένοντας σε μια εντελώς ιδιότυπη ξεχωριστή τοποθέτηση τόσα χρόνια, κάνουν κριτική στην ίδια την κοινωνία μέσω της δικής τους «βαρεμένης» ποπ.
Είχα πάει στη συναυλία τους στο Λυκαβηττό το 1999. Αν και δεν συμπαθώ τις μεγάλες συναυλίες πρέπει να πω ότι ήταν πιθανόν η πιο συναρπαστική που έχω παρακολουθήσει. Για την ακρίβεια δεν ήταν συναυλία, ήταν θεατρική παράσταση που, όπως προείπα, τα περιείχε όλα. Μουσική, χορός, εικαστικά (τα σκηνικά και η διαχείρισή τους ήταν εξωπραγματικά). Όσοι ήταν εκεί είχαν μείνει άφωνοι. Και ήταν εκεί άπαντες. Έβλεπες τα πάντα. Ροκάδες, γκοθάδες, ανθρώπους της τέχνης, νεαρούς, μεσήλικες, ηλικιωμένους, αγόρια, κορίτσια, άσχετους και σχετικούς. Όλους τους αφορούν οι Residents. Έκαναν ένα show που για να το χαρακτηρίσεις θα πρέπει να βγάλεις πολλούς -ισμούς από το ντουλάπι. Πάντως ο σουρεαλισμός που λέγαμε ταιριάζει. Όμως όλα οι Residents τα κάνουν με απόλυτα δικούς τους όρους. Οι λέξεις πρωτοτυπία και προσωπικότητα δεν επαρκούν, αν και η προσωπικότητα είναι σχετική, ειδικά εδώ που δεν μιλάμε για πρόσωπα αλλά για … σκέτα μάτια!
Η αλήθεια είναι ότι μόνο να υποθέσει μπορεί κανείς το τι επιδιώκουν. Και αν υπάρχει κανένας που να ξέρει με σιγουριά δεν μας το μαρτυράει. Ούτε και θα μας μαρτυρήσει κανείς κάτι σχετικά με το ποιοι είναι. Μπορεί μόνο οι ίδιοι να ξέρουν. Ή μπορεί ούτε καν αυτοί να μην ξέρουν ποιοι είναι οι άλλοι τρεις. Οι Residents είναι παράξενοι. Τελικά καμιά άλλη λέξη δεν είναι πιο ταιριαστή. Έτσι είναι και η μουσική τους. Παράξενη για όλους, όποιο κι αν είναι το γούστο τους. Όλοι νιώθουν κάπως άβολα μαζί τους, ακόμα και αυτοί που ειλικρινά ενθουσιάζονται. Από την αρχή ως το τέλος. Πάντως οι Residents είναι αμερικανικό φρούτο. Μάθαμε να σταυρώνουμε εύκολα τα δάχτυλα μπροστά σε σχεδόν οτιδήποτε αμερικάνικο, αλλά φυσικά δεν έχουμε πάντα δίκιο και οι Residents εξάγουν με καυστικό μεταφυσικό τρόπο την Αμερική που θέλουν.
Θα πω εδώ λοιπόν λίγα πράγματα για τρεις δίσκους ιδιαίτερους μέσα στη γενικά παραληρηματική δισκογραφία αυτού του περίεργου φρούτου.
Το ‘Eskimo’ κυκλοφόρησε το 1979. Πρόκειται για έναν από τους πιο παράξενους δίσκους στην ιστορία της μουσικής. Έχω ακούσει πολλά «περίεργα» πράγματα αλλά αυτό ακόμα και σήμερα και μετά από πολλές ακροάσεις δεν χάνει το μυστήριό του. Η θεματολογία των Residents είναι πάντα «ειδική». Και μοιάζει σαν μια προσπάθεια εκλαΐκευσης του απόκοσμου. Το απόκοσμο, το μεταφυσικό, το μυθικό, το άπιαστο, υπήρχε πάντα βέβαια μέσα στις παραδόσεις όλων των λαών, ήταν πάντα ένα λαϊκό στοιχείο. Οι Residents όμως το επαναφέρουν στην επικαιρότητα από την οποία λείπει μέσα στα χρόνια της «προόδου», της σύγχρονης εποχής. Και το κάνουν παρουσιάζοντάς το σαν να ήταν ζωτικό κομμάτι της ποπ κουλτούρας. Σαν να φτιάχνουν μια ποπ δηλαδή που ξεγλίστρησε από μια άλλη διάσταση, που είναι ποπ εκεί αλλά τελικά δεν είναι (και είναι κιόλας) εδώ στη δική μας. Το απόκοσμο που κάνει την εμφάνισή του σθεναρά και μεγαλοπρεπώς σαν γιγαντιαίο φάντασμα, που αποκαλύπτεται χωρίς να χάνει την υπόστασή του, χωρίς δηλαδή να γίνεται κατανοητό και γνώριμο.
Τα κατάφεραν και έφτιαξαν έναν κόσμο σε τούτο το άλμπουμ τόσο ζωντανό και ορατό που μπορεί κυριολεκτικά να σου παγώσει το αίμα.
Άλλωστε σου το λένε κιόλας οι ίδιοι. Πάρε και καμιά κουβέρτα μαζί σου κατά την ακρόαση. Πρόκειται για ένα φανταστικό ταξίδι στη ζωή των Εσκιμώων, των Inuit. Ένα τελετουργικό αφιερωμένο στο παγωμένο ανήλιαγο υπερπέραν του Βόρειου Πόλου, όπου ακόμα κι εκεί ο άνθρωπος εξαπλώθηκε και άφησε τα ίχνη του κυνηγώντας θαλάσσιους ίππους, παρατηρώντας τη μεγαλοπρέπεια της λευκής ερήμου, επεξηγώντας τα μυστήριά της με τους σαμάνους του, μιλώντας με τα πνεύματα. Μιλάς και συ ο ίδιος με τα πνεύματα τώρα που το ακούς. Φαντάσου τι εντύπωση έκανε το 1979 στους ευαίσθητους ανθρώπους που το ακούσανε τότε για πρώτη φορά… Ναι, είναι από αυτούς τους δίσκους που όταν πρωτοβγήκαν κάποιους τους άφησε με ανοικτό το στόμα και κάποιους άλλους λιγότερο ευαίσθητους δεν τους είπε τίποτα.
Μετά από δύο χρόνια, το 1981, κυκλοφόρησε το ‘Mark of the Mole’. Είναι το πρώτο άλμπουμ των Residents που άκουσα και πραγματικά έμεινα κάγκελο. Είχα εξοικειωθεί τότε που το άκουσα (όχι το ’81, πολύ πιο μετά) με κάθε είδους περίεργα ακούσματα παρά το νεαρόν της ηλικίας μου, αλλά με αυτό σάστισα. Πραγματικά περίεργο πράγμα. Και θεματικά και ως άλλη μια σύνδεση με το μεταφυσικό, αλλά και ως αισθητική-μουσική διαχείριση.
Μια πρώτη ανάγνωση μπορεί να είναι ότι το ‘Mark of the Mole’ είναι ένα μινιμαλιστικό έργο. O τρόπος που απλώνεται στο χρόνο έχει αυτό το χαρακτήρα, μια αργόσυρτη ροή απλών επαναλήψεων. Πρόκειται για την ηχοποίηση τελικά ενός συμβάντος, μιας παράδοξης μετακίνησης των υποχθόνιων τρωκτικών. Όμως υπάρχουν πολλά στοιχεία που το μετατρέπουν σε κάτι άλλο ξεχωριστό. Το παραμικρό που κάνουν οι Residents καταρχήν είναι παράδοξο και έχει χαρακτήρα λειτουργικό. Είναι πάντα μια μεταφυσική πράξη.
Ο τυφλοπόντικας είναι ένα ζωντανό τοτέμ που μοιάζει να υπάρχει στη Γη από πάντα και να χτίζει τις αρτηρίες της στο υπέδαφος μετακινούμενος αενάως. Μοιάζει αυτή η περιγραφή σαν να είναι προϊστορική, σα να συνέβη πριν τον άνθρωπο ακόμα. Ίσως διαφοροποιημένη, όχι μόνο χρονικά αλλά και πνευματικά. Σε μια διαφορετική υπαρξιακά διάσταση όπου όλα είναι χωμάτινα, γκρίζα και παράδοξα.
Το ‘Animal Lover’ είναι άλμπουμ από τα ύστερα των Residents, αφού κυκλοφόρησε το 2005. Εκτός από το γεγονός ότι περιέχει όλα εκείνα τα γνώριμα χαρακτηριστικά που σίγουρα το τοποθετούν στα σημαντικά άλμπουμ τους, είναι και ξεχωριστό.
Το θέμα του έχει να κάνει με το πως ο άνθρωπος λειτουργεί μέσα στο βασίλειο των ζώων και τελικά πόσο ανόητα και παρανοϊκά συμπεριφέρεται.
Τα έδωσαν όλα εδώ οι Residents. To θέμα αυτό προφανώς τους καίει. Το πάθος τους, η ευαισθησία τους, δεν φαίνεται φυσικά μόνο από την πάντα σουρεαλιστική και αλλοπρόσαλλη διατύπωση των στίχων αλλά και από το πως ξεδίπλωσαν τις τρομερές, μεγαλειώδεις μπορώ να πω μουσικές ιδέες αυτού του άλμπουμ, τις συνταρακτικές μελωδίες, τους στοιχειωμένους ρυθμούς που οδηγούν τον ακροατή, τον βάζουν βαθιά σε μια ηδονική έκσταση που όμως πονάει. Είναι μια αίσθηση τετελεσμένου, μια ιδέα ότι ο κόσμος τελειώνει, ότι εμείς τον τελειώνουμε. Πάντα υπάρχει μια ιδέα απόκοσμη θρησκευτικού τελετουργικού στους Residents. Έτσι και εδώ. Δεν καταλαβαίνει κανείς πάντα αν γίνεται μόνο με τρόπο σατυρικό και σαρκαστικό ή αν το εννοούν. Μπορεί και τα δύο. Πάντως ότι και να συμβαίνει η ατμόσφαιρα είναι λειτουργική. Κάποιοι μπορεί και να γελάσουν με κομμάτια όπως το «What have my chickens done now?». Κανένας όμως δεν θα γελάσει με το τελευταίο κομμάτι του δίσκου με το όνομα «Burn My Bones». Έτσι ακριβώς. Όλα θα καούν.
ΠΗΓΗ: www.mic.gr