«Αστυνομία…» Στην αρχή η προειδοποίησή του δεν καταγράφηκε στο μυαλό μου, καθώς ήταν κολλημένο στην πρωινή ένεση που θα με ανακούφιζε από αυτό που προς το παρόν αισθανόμουν μόνο σαν έναν νωθρό, έντονο πόνο.
Του Mark Lanegan* (μετάφραση: Γιάννης Καστανάρας):
«Αστυνομία», επανέλαβε ψιθυρίζοντας ο Αφρικανός ταξιτζής με μια βαριά προφορά, γουρλώνοντας ταυτόχρονα τα μάτια και χειρονομώντας καθώς καμπούριαζε για να κοιτάξει στον καθρέφτη του αυτοκινήτου όπου, σχεδόν σίγουρα, οι τρεις νεαροί που μας ακολουθούσαν με το βαν έμοιαζαν σαν μυστικοί αστυνομικοί που δεν έβλεπαν την ώρα να σκίσουν τον κώλο κάποιου. Ίσως τον δικό μου…
Μαζί με την Σεντ Λιούις Σάιμον, την σχεδόν δίμετρη τραβεστί φίλη μου, μόλις είχαμε ψωνίσει δυο σακουλάκια, το ένα με μαριχουάνα και το άλλο με κόκα, που τα είχα ρίξει κάπως απρόσεκτα μέσα στην τσέπη του ανοιχτού πουκαμίσου μου. Στη μπροστινή τσέπη του στενού παντελονιού μου είχα καταχωνιασμένα μερικά σύνεργα, επειδή δεν μπορούσα να φανταστώ ότι σήμερα θα βρισκόμουν αντιμέτωπος με τις αρχές. Και τώρα αισθανόμουν τελείως εκτεθειμένος.
Διασχίσαμε άλλα δέκα τετράγωνα του Κάπιτολ Χιλ στο Σιάτλ, όταν έγινε πλέον φανερό ότι πράγματι μας ακολουθούσαν. Μόλις το αυτοκίνητο σταμάτησε στο δρόμο λίγο πιο κάτω από την πολυκατοικία μου, βγήκα και άρχισα να ανηφορίζω το πεζοδρόμιο, προσπαθώντας να κινούμαι όσο πιο φυσικά μπορούσα. Η Σάιμον βγήκε από την άλλη πόρτα και, φορώντας ένα στενό δερμάτινο φόρεμα και πλατφόρμες που την έκαναν να φαίνεται ακόμα ψηλότερη, άρχισε να κόβει δρόμο διασχίζοντας ένα οικόπεδο στρωμένο με χαλίκια ανάμεσα στα κτίρια, όταν με την άκρη του ματιού μου είδα δυο τύπους να την ακινητοποιούν στο έδαφος… καθόλου καλό αυτό. Είχα φτάσει σχεδόν στη γωνία, όταν ένας κοντός νεαρός μπάτσος με τζιν κι ένα μπλουζάκι που άφηνε να διαγράφονται οι μύες του, πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου, μοστράρισε ένα σήμα στη μούρη μου και είπε: «Γεια μια στιγμή, φιλαράκο! Γιατί τόσο βιαστικός, φιλαράκο;»
Σήκωσα αυτομάτως τα χέρια μου βάζοντας τα δυνατά μου για να δείξω όσο πιο έκπληκτος μπορούσα.
«Πηγαίνω σπίτι μου». Του έδειξα την πολυκατοικία όπου έμενα.
«Και τι είναι αυτό;» ρώτησε απλώνοντας το χέρι για να ζουλήξει τα ναρκωτικά μέσα από το λεπτό ύφασμα του πουκαμίσου μου.
«Τι τρέχει, γαμώτο, ρε φίλε;» φώναξα ενώ τραβιόμουν μακριά του με προσποιητή αγανάκτηση. «Εδώ μένω! Τι θέλεις;» Αμέσως υπολόγισα με το μυαλό μου πόσο θα με χάλαγε η φυλακή προτού πληρωθεί η εγγύηση, αφού εκείνο το πρωί δεν είχα πάρει ακόμα τη δόση μου. Πιο κάτω στο δρόμο, μπορούσα να δω την Σάιμον και τον ταξιτζή να κάθονται στην άκρη του πεζοδρομίου δεμένοι με χειροπέδες και με τα πόδια τους στο ρείθρο. Ολόκληρο το πίσω κάθισμα είχε συρθεί έξω από το ταξί.
«Εντάξει, μάγκα, ας δούμε λοιπόν κάποια ταυτότητα».
Με τα μάτια της φαντασίας μου είδα το διαβατήριό μου ακουμπισμένο πάνω στο τραπεζάκι του διαμερίσματος, καλυμμένο με πίπες για το κρακ και δίπλα του έναν σωρό σύριγγες. Αυτό δεν ήταν επιλογή.
«Δεν την έχω μαζί μου. Ονομάζομαι Μαρκ Λάνεγκαν».
Τα μάτια του μπάτσου στένεψαν. «Εσύ δεν ήσουν μουσικός;» ρώτησε με έντονο βλέμμα.
Αφού με οδήγησε ξανά στον δρόμο, έβγαλε μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία από το ντουλαπάκι του βαν: καταζητούσαν έναν τύπο για κλοπή αυτοκινήτου που κατά κάποιον τρόπο μου έμοιαζε. Με έβαλε να την υπογράψω με ένα στυλό κι έπειτα μας άφησε όλους να συνεχίσουμε το δρόμο μας…
* Το παρόν απόσπασμα είναι ο πρόλογος της αυτοβιογραφίας του Mark Lanegan που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο Sing Backwards and Weep (Hachette Books, Απρίλιος 2020)