Μουσικός, εξερευνητής Cult κινηματογραφικών διαμαντιών από τα ’70s μέχρι τα ’90s, Podcaster, ο άνθρωπος με τα χίλια κωμικά πρόσωπα. Πρόκειται για έναν πολυτεχνίτη, που όμως δεν δηλώνει τίποτα.
Της Ζωής Παρασίδη
47’ λεπτά με τον Μάκη Παπασημακόπουλο
Δεν έχω μετανιώσει για βίντεο, σίγουρα όμως έχω πει ότι θα μπορούσα να το κάνω πολύ καλύτερα.
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Τυχαία, τη μέρα που συναντηθήκαμε το YouTube είχε γενέθλια, γινόταν 17 ετών. Πρόκειται για τη σοσιαλμιντιακή πλατφόρμα μέσα από την οποία «γνώρισα» τον Μάκη Παπασημακόπουλο.
Δώσαμε ραντεβού νωρίς το πρωί στην άδεια ακόμη Πανεπιστημίου, είχε μπροστά του μια γεμάτη μέρα. Αυτό που κατάλαβα από μια πρώτη μας επικοινωνία είναι πως πρόκειται για κάποιον που καταπιάνεται με πολλά, αλλά δεν θέλει να δηλώνει τίποτα συγκεκριμένο.
Σε μια συμμετοχή του στη σειρά ντοκιμαντέρ του Νίκου Τριανταφυλλίδη και της Μαρίνας Δανέζη, δίπλα στο όνομά του, αντί για ιδιότητα είχαν γράψει «σωσίας Μάικ Λαμάρ». «Δεν είναι κάποιου είδους μαγκιά, απλώς κάνω τόσα πράγματα πλέον, που ούτε κι εγώ ξέρω πώς να με προσδιορίσω. Ψιλοcreative είμαι, ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό στην Ελλάδα».
Γεννήθηκε στο Reading της Αγγλίας και μεγάλωσε στον Άγιο Ελευθέριο, όπου μένει μέχρι σήμερα. «Η μάνα μου ήταν ανερχόμενη σταρ του βρετανικού θεάτρου, συμμετείχε και σε μια πολύ δημοφιλή παιδική εκπομπή των ’70s, το “Crackerjack!”. Κάποια στιγμή, κι ενώ έχανε ρόλους στα μιούζικαλ, ένιωσε την ανάγκη να αλλάξει σκηνικό.
Εκείνη την περίοδο τα σόου σε κρουαζιερόπλοια ήταν μια διέξοδος που έφερνε καλό εισόδημα, ενώ παράλληλα εξασφάλιζε διακοπές. Εκεί γνώρισε τον πατέρα μου, που ήταν πρώτος μηχανικός σε ένα κρουαζιερόπλοιο μιας μεγάλης ελληνικής εταιρείας. Έκαναν την αδελφή μου, μετά από δύο χρόνια έκαναν κι εμένα. Γυρίσαμε στον Άγιο Ελευθέριο και σε κάποια φάση, όταν ακόμα ήταν παχιές οι μύγες, ο πατέρας μου αποφάσισε να κάνει το δικό του βήμα και να πάρει ένα μικρό καράβι».
«Που ήταν αταξίδευτο» θα συμπληρώσει, κάτι που θα συμβεί κι άλλες φορές στην κουβέντα ‒ κολλάει τα αστεία του στο τέλος των φράσεών του, πιο χαμηλόφωνα ή πιο γρήγορα από την κανονική ροή του λόγου του.
Δεν ασχολούμαι με ανθρώπους και ομάδες που πετροβολούνται στην Ελλάδα. Ό,τι έχει να κάνει με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του καθενός δεν θέλω να το ακουμπάω γιατί δεν το θεωρώ αστείο, δεν ήταν ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για εκείνους που έχουν φτάσει εδώ από κάποια άλλη χώρα και παλεύουν για να βγάλουν τα προς το ζην. Δεν θα κάνω οποιοδήποτε punching down.
Έφυγε για να σπουδάσει στην Αγγλία ναυτιλιακά. «Έκανα μια προσπάθεια να ασχοληθώ με αυτά, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι το όνομα που είχε ο πατέρας μου στον Πειραιά είχε τόσο καλή φήμη, που αν ακολουθούσα αυτήν τη δουλειά, θα ήμουν πάντα “ο γιος του Παπασημακόπουλου”. Και ήθελα να είμαι εγώ. Το κατάλαβε όταν του εξήγησα. Διάβασε το πρώτο μου κείμενο που δημοσιεύτηκε στο “Fractal Press” (σ.σ. φανζίν του Παναγιώτη Μπάρλα) και μου είπε “εντάξει, κυνήγα το”».
Δεν δηλώνει μουσικοκριτικός ή δημοσιογράφος, αλλά στην ως τώρα πορεία του μια πρώτη στάση ήταν οι κριτικές δίσκων. «Μου έδιναν να ακούσω δίσκους που ήξεραν ότι θα μισήσω. Στο πρώτο μου review έγραψα “είναι σκατά, μην το πάρει κανείς ούτε για σουβέρ”, κάτι τέτοιο. Έγινα γνωστός ως θυμωμένος τύπος. Δεν ήξερα ποιος είμαι ακόμα, άκουγα τους άλλους να με ορίζουν και να λένε “αυτός δεν είναι αυτός που έχει νεύρα;”. Τάιζα κι εγώ όλη αυτή την κατάσταση με αλκοόλ.
Μου πήρε πολλά χρόνια να αλλάξω αυτήν τη φήμη, να ξεκολλήσω από αυτό. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι έπρεπε να είμαι μονίμως βασανισμένος για να είμαι δημιουργικός. Αυτή είναι μια μπούρδα που πιστεύουμε σε μικρή ηλικία, είναι το ροκ σταριλίκι του κώλου».
Δεν βγάζει χιούμορ με τα προφανή, ο τρόπος του έχει κάτι το ευφυές. Οι φανατικοί του απολαμβάνουν το πώς προσαρμόζει και αλλάζει τη φωνή του κάθε φορά για έναν χαρακτήρα.
Στην πρώτη του δουλειά βρέθηκε να κάνει ποιοτικό ελέγχο συστημάτων ISO, «κοίταζα ντοσιέ-τόμους, κάποια στιγμή είπα στον εαυτό μου “μαλάκα, τι κάνεις;”». Έφυγε για το Βερολίνο, εκεί εργάστηκε ως DJ, έψαχνε και μια πρωινή δουλειά, έκανε συνέντευξη σε εταιρεία με video games, «θυμάμαι να με ρωτάνε ποια είναι η σχέση μου με αυτά κι εγώ να απαντάω “παίζω”. Απέτυχα παταγωδώς σε άλλη μια πόλη-νεκροταφείο εργασίας και επέστρεψα».
Βρέθηκε στο ραδιόφωνο με τον Κώστα Βαϊμάκη του «Fight Club», όταν του πρότεινε να γίνουν ντουέτο, μαζί ήταν οι Good Ol’ Boys. Από κει και μετά άρχισαν να ρολάρουν τα πράγματα γι’ αυτόν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν του είχε περάσει από το μυαλό να κάνει κωμικά βίντεο.
Το άλλο δίδυμο του ΣΚΑΪ, οι Βουλαρίνος – Νικολάου, τον άκουσε να μιμείται τον Αλέκο Θεοφιλόπουλο επαναλαμβάνοντας το χαρακτηριστικό «αλλά» του sportscaster, και τον έβαζαν να κάνει σπικάζ σε άσχετα βίντεο, π.χ. καθώς στην οθόνη να περνούσαν εικόνες καλλιστείων. Μέχρι που ήρθε η στιγμή να του προτείνουν να βρεθεί μπροστά από την κάμερα.
Στα πρώτα του σκετς στο τηλεοπτικό «Ό,τι να ’ναι» εμφανίζεται ως Έλληνας ομογενής από την Αστόρια με στολή Κου Κλουξ Κλαν που υποστηρίζει την εκλογή Τραμπ και ως διορισμένος σε hot-spot που παίζει βατραχάκια σε καφετέρια της Νέας Σμύρνης. Εκεί θα προκύψει η ατάκα «είκοσι χρόνια σταυροπόδι, έχει χτυπήσει μηνίσκο» που σε κάποιον άρεσε τόσο, ώστε να την απομονώσει και να την ανεβάσει ως ξεχωριστό βίντεο ‒ μιλάμε για τριάντα δευτερόλεπτα.
Έχοντας εισαγάγει τον ρόλο του Στέφανου σε διάφορες εκδοχές, τον μεταφέρει στο Netwix. «Αλλά δεν ήταν κάποιο δικό μου masterplan όλο αυτό, απλώς ακολούθησα τον Διομήδη Πίτουρα. Γι’ αυτό μου είναι δύσκολο να δηλώνω παραγωγός βίντεο».
Τραβάει μερικές κόκκινες γραμμές στο τι και ποιους επιλέγει να σατιρίσει. «Δεν ασχολούμαι με ανθρώπους και ομάδες που πετροβολούνται στην Ελλάδα. Ό,τι έχει να κάνει με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του καθενός δεν θέλω να το ακουμπάω γιατί δεν το θεωρώ αστείο, δεν ήταν ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για εκείνους που έχουν φτάσει εδώ από κάποια άλλη χώρα και παλεύουν για να βγάλουν τα προς το ζην. Δεν θα κάνω οποιοδήποτε punching down».
«Αυτό που μου αρέσει να κάνω και μου φαίνεται και το πιο εύκολο είναι να ασχολούμαι με τα κουσούρια του Έλληνα, γιατί έχω και πολλά παράπονα από αυτόν». Ένας από τους πιο δημοφιλής του χαρακτήρες, ο παλαίμαχος Στέφανος Χατζηστεφάνογλου, δημιουργήθηκε για να εκφράσει όλα αυτά που τον ενοχλούν. Τον σχολιασμό επί παντός επιστητού παρά την ημιμάθεια, τον υποβιβασμό των γυναικών, το να δηλώνει κάποιος αριστερών πεποιθήσεων, ενώ λειτουργεί με συντηρητικά αντανακλαστικά, το ότι μπορεί κανείς να δηλώνει χριστιανός ορθόδοξος και ταυτόχρονα να νιώθει ότι κρατάει από τους αρχαίους Έλληνες. «Με ενοχλεί το “εγώ ξέρω”, η ανάγνωση της Ιστορίας όπως μας βολεύει και η επιλεκτική μνήμη».
Η διεθνούς φήμης αστρολόγος Στέφανι έχει πρωταγωνιστήσει σε περισσότερα από ένα βίντεό του. Στις προβλέψεις του 2018 ένα τηλεφώνημα διακόπτει το γύρισμα που γίνεται στην «αστρολογική της φωλιά». Έχω δώσει πολλά views στο συγκεκριμένο βίντεο μόνο και μόνο για τη στιγμή που κλείνει το τηλέφωνο. «Δεν ξέρω γιατί η Στέφανι είναι τόσο επιτυχημένη, νομίζω ότι πολλοί τσίμπησαν επειδή δεν θέλει να μιλάει για τους Αιγόκερους. Είναι ένα in-joke για την αδελφή μου, στην οποία λέω ότι μου έχει καταστρέψει την παιδική μου ηλικία ‒ μου έχει σπάσει παιχνίδια κατά λάθος. Δεν έχω καταφέρει να αντιληφθώ τι γκελάρει στον κόσμο. Είμαι αρκετά απομονωμένος για να το πιάσω».
Ξέρω πως εσχάτως τα βίντεο με τον ΙΤ παίζουν σε διάφορα γραφεία, άλλωστε είναι εμπνευσμένα από κάποιον με τον οποίον συνεργαζόταν σε παλιότερη δουλειά. «Ωραίος τύπος, αλλά βαρύς, από αυτούς που τους λες ότι δεν λειτουργεί ο υπολογιστής, ενώ καίγεσαι, και σου απαντάνε “F5 πάτησες;”.
Εμπνέομαι από πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας, από τις κουβέντες που κάνουμε με την Κατερίνα Νανοπούλου ‒ χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε ο “Επαγγελματικός Προσανατολισμός”. Όσο για το πώς οδηγούμαι στο τι κάνω, είμαι της παρατήρησης. Χαζεύω ανθρώπους, το πώς μιλούν, το πώς κινούνται στον χώρο. Επίσης, αρκετοί χαρακτήρες, όπως όλοι οι αμερικανοειδείς, που έχω κάνει είναι εμπνευσμένοι από κόσμο που γνώρισα στον Άγιο Ελευθέριο όταν ήμουν πιτσιρικάς».
Οι αγαπημένοι του χαρακτήρες είναι αυτοί που δεν απογειώθηκαν στα νούμερα, όπως ο Στέφανος Λεβένταγας, ο υποτιθέμενος θρύλος της ελληνικής ’80s electro και ιδρυτής των Ρομπότνικ, που βρίσκει λάθος ένας μουσικός να ακούει μουσική. Είναι πράγματι ένα από τα καλύτερά του, αν δεν το έχετε δει αναζητήστε το μόλις τελειώσει αυτό το κείμενο.
Προτείνω να δείτε και τον πρόεδρο του Σωματείου Αγιοβασίληδων, τον λογιστή του μεγαλύτερου εγκληματικού κυκλώματος καλάντων της χώρας, τον gangsta του ελληνικού χιπ-χοπ MC Imiorofos, βίντεο που δεν σάρωσαν, όπως άλλα. Προσθέτω και την ειδικό του cheerleading. Δεν βγάζει χιούμορ με τα προφανή, ο τρόπος του έχει κάτι το ευφυές. Οι φανατικοί του απολαμβάνουν το πώς προσαρμόζει και αλλάζει τη φωνή του κάθε φορά για έναν χαρακτήρα.
Παράλληλα, χτυπάει διπλοβάρδιες ως podcaster και όχι σε μια μόνο εκπομπή. Μία από αυτές τις εκπομπές του είναι το «Film Pit», «είναι ίσως το πρότζεκτ που με ευχαριστεί περισσότερο απ’ όλα, στα υπόλοιπα νιώθω κάπως πιο άβολα. Βασικά, πάντα νιώθω άβολα». Εκεί, μαζί με τον Στέλιο Καρακάση και τον Αχιλλέα Χαρμπίλα παρακολουθούν και σχολιάζουν cult διαμάντια από τα ’70s μέχρι τα ’90s, αρνούνται να φτάσουν μέχρι τα ’00s, πιστεύουν πως από κει κι έπειτα οι ταινίες κυνηγούν το cult status επιτηδευμένα.
«Με τον Στέλιο καταλήγαμε στο σπίτι μου μετά από ξενύχτια να βλέπουμε σάπιες ταινίες, ξέρουμε απ’ έξω την Επιστροφή των καθαρμάτων του Μπόγρη. Δηλαδή, όταν δεν είχαμε τίποτε άλλο να πούμε, απλώς λέγαμε “θα σε σκοτώσω, λευκέ άγγελε”. Κι έπειτα είναι ο Αχιλλέας, που είναι λες κι έχει βγει από το Βig Lebowski, με τον οποίο μιλούσαμε για podcasts πριν καν εμφανιστούν και γίνουν μόδα στην Ελλάδα.
Το πρώτο επεισόδιο είναι τραγωδία, μιλάω από τη νεκρή πλευρά του μικροφώνου, όλοι ακούγονται καμπάνα κι εγώ λες και είμαι μέσα σε κουβά. Βελτιώθηκε φυσικά στην πορεία, απέκτησε εικόνα και το κοινό του, τώρα συζητάμε για την τηλεοπτική του μεταφορά». Από τις αγαπημένες του ταινίες είναι το Vanishing Point, μας προτείνει να δούμε το Yor, «γενικά, οποιαδήποτε ταινία έχει γυμνόστηθους άντρες με ρόπαλα και κακές περούκες, οτιδήποτε sci-fi εκείνων των δεκαετιών, γιατί έχουν μια πολύ περίεργη άποψη για το μέλλον. Και όποια ταινία βρείτε με νίντζα».
Γελούσε και γελάει με τον Harvey Birdman, τους Squidbillies, το «South Park», τον Bill Burr, τον Patton Oswalt, τη Maria Bamford, την Ali Wong, πιστεύει ότι πρέπει να χτίσουμε άγαλμα στον Doug Stanhope. Όσο για την εγχώρια σκηνή, αναφέρει τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο και τον Μιχάλη Μαθιουδάκη, τον Θωμά Ζάμπρα. Τον Χάρρυ Κλυνν και τον Τζίμη Πανούση την εποχή του Δουρείου Ήχου ως διαχρονικές αξίες.
Στέκεται στη Δήμητρα Νικητέα. «Κάνει κωμωδία που ενημερώνεται από το τραύμα. Είναι πολύ λίγοι οι Έλληνες κωμικοί που το τολμούν, γι’ αυτό με αφήνει αδιάφορο ένα μεγάλο μέρος της εδώ σκηνής που αστειεύεται με τις σχέσεις και τα αφεντικά, αλλά δεν επιχειρεί ποτέ το κάτι παραπάνω. Η Δήμητρα το κάνει, το βρίσκω πολύ θαρραλέο από μέρους της, είναι εξαιρετική».
Θα έβγαινε ποτέ ο ίδιος πάνω στη σκηνή; «Όχι, δεν είναι κάτι που με ενδιαφέρει. Δεν έχω κάποια κάψα να ακούω το γέλιο των άλλων. Ούτε καν το δικό μου. Λατρεύω το stand-up, αλλά ως θεατής, αυστηρά».
Η συνταγή για τα βίντεό του είναι δέκα γραμμάρια μιας βασικής ιδέας και άλλα ενενήντα αυτοσχεδιασμού. «Δεν μπορώ να σου πω, λοιπόν, ότι τα βλέπω όλα και λέω “καλό ήταν αυτό”».
Αναρωτιέμαι αν έχει μετανιώσει για κάποιο βίντεο. «Κάποια στιγμή με προβλημάτισε το ακροδεξιό κοινό, το ότι είναι τόσο ηλίθιο, που μπορεί να νομίζει ότι ο χαρακτήρας του Χατζηστεφάνογλου είναι δικός του, ότι μέσω αυτού εκφράζω τις πραγματικές μου απόψεις. Μετά όμως σκέφτομαι ότι δεν είμαι υποχρεωμένος να κόψω έναν χαρακτήρα επειδή κάποιοι δεν καταλαβαίνουν. Δεν έχω μετανιώσει για βίντεο, σίγουρα όμως έχω πει ότι θα μπορούσα να το κάνω πολύ καλύτερα».
Τον ρωτάω δύο φορές, λέει πως δεν έχει μπει στον πειρασμό να διαβάσει τα σχόλια που γίνονται κάτω από αυτά. «Όταν με πλησιάσει κάποιος, είτε για να μου πει κάτι καλό ή είτε κάτι κακό, η αντίδρασή μου είναι το ίδιο αμήχανη, μου προκαλεί ακραίο άγχος η κοινωνική έκθεση. Επίσης, δεν θα μου αποφέρουν περισσότερα χρήματα τα σχόλια. Και βρίσκω υποκριτικό να διαβάζω μόνο τα καλά σχόλια και να λέω ότι τα κακά δεν με απασχολούν. Οπότε τα αφήνω και τα δύο στην άκρη».
47’ λεπτά με τον Μάκη Παπασημακόπουλο
Δεν δηλώνει μουσικοκριτικός ή δημοσιογράφος, αλλά στην ως τώρα πορεία του μια πρώτη στάση ήταν οι κριτικές δίσκων.
Αναφέρομαι σε μια πρόσφατη δήλωση του Ricky Gervais για τη stand-up παράσταση που ετοιμάζει με τίτλο Armageddon. Ο δημοφιλής Βρετανός κωμικός είπε ότι την αντιμετωπίζει σαν να είναι η τελευταία του, όχι όμως γιατί έχει σκοπό να αποσυρθεί. «Λογικά δεν θα είναι, αλλά θέλω να πω ένα σωρό πράγματα σε αυτή. Θέλω να προσπαθήσω να γίνω cancelled».
Να ξεκαθαρίσω κάτι, ο Μάκης Παπασημακόπουλος ούτε κωμικός δηλώνει, μάλιστα, όταν τον ρώτησα αν πιστεύει ότι έχει κάποια βάση το ότι οι κωμικοί είναι οι πιο θλιμμένοι άνθρωποι ή είναι απλώς ένα ακόμα κλισέ, απάντησε «ίσως να έχει, όταν δω κάποιον κωμικό, θα τον ρωτήσω». Παρ’ όλα αυτά, θέλω να ακούσω την άποψη ενός ανθρώπου που εκτίθεται με διάφορους τρόπους και σε διαφορετικές πλατφόρμες γι’ αυτό που σήμερα λέγεται cancel culture.
«Μου φαίνεται ιδιαίτερα πολύπλοκη κουβέντα. Eίναι μια ιστορία που τείνει να γίνει ένα πολύ ανακριβές “ρόπαλο” και να σαρώσει πολύ κόσμο στο πέρασμά της. Αν κάνεις κάτι εγκληματικό, θα χάσεις τη θέση σου στην κοινωνία και θα υπάρξει τιμωρία. Τώρα νομίζω ότι έχουμε μπερδέψει τα πολύ χοντρά και τις έκνομες συμπεριφορές με το ό,τι θέλουμε να ακυρώνουμε όσους έχουν απόψεις που δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Δεν θεωρώ ότι σε αυτήν τη δεύτερη περίπτωση λειτουργεί η cancel culture και έχει αποδειχτεί πολλές φορές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Joe Rogan, που από τη στιγμή που άνοιξε η συζήτηση για τις προβληματικές του απόψεις πάει πολύ καλύτερα το podcast του, έχουν στραφεί περισσότερα αυτιά και μάτια πάνω του. Θαρρώ ότι τόσο οι εχθροί όσο και οι φίλοι της cancel culture ίσως να έχουν υπερεκτιμήσει τη δυναμική της. Επίσης, τα stand-up του Gervais δεν μου αρέσουν καθόλου ‒ άσχετο, αλλά και όχι».
Μέσα σε όλα τα παραπάνω ψάχνει χρόνο για να ταξιδέψει μέχρι το Βερολίνο και να ηχογραφήσει τον δεύτερο δίσκο των Modern Ruin που έχει δημιουργήσει με τον Νίκο Ράπτη, απ’ όταν διαλύθηκαν οι Rattler Proxy. Ο Μάκης Παπασημακόπουλος είναι μουσικός, στιχουργός και τραγουδιστής. Ο ήχος του είναι ηλεκτρονικός, dark wave.
Στο «Εξωφρενικά σημαντικό πόντκαστ» του gazzetta.gr τον απασχολούν κυρίως θέματα της επικαιρότητας και λιγότερο τα νέα του ποδοσφαίρου, παρά τη φύση του site που φιλοξενεί την εκπομπή.
«Δεν ασχολούμαι με το ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν έχει κάτι να μου πει, ούτε η ομάδα μου με απασχολεί πλέον. Η ΑΕΚ είναι ένα κομμάτι του ψηφιδωτού του ελληνικού ποδοσφαίρου και δεν αξίζει να το αντιμετωπίζεις με σοβαρότητα. Θεωρώ ότι είναι ένα άθλημα που αφορά όλο και λιγότερο κόσμο, κυρίως κάφρους, ανήκει στους παράγοντες που ορίζουν ομάδες, έχοντας παράλληλα ύποπτες δραστηριότητες».
Μετά τη δολοφονία του δεκαεννιάχρονου Άλκη στη Θεσσαλονίκη είδα να μοιράζεται στα social media το επεισόδιό του για την οπαδική βία. «Έβλεπα ομάδες να βγαίνουν ξαφνικά και να λένε “ποτέ ξανά”, “ζεις για πάντα”, ενώ έχουν νομιμοποιήσει οπαδικούς στρατούς που λειτουργούν μόνοι τους. Παίρνουν εισιτήρια, ζουν από αυτό, είναι το κανονικό τους επάγγελμα το να τους αμολάνε στους δρόμους, σχετίζονται με παρεμπόριο και εμπόριο ναρκωτικών, όλα αυτά δεν τα μαθαίνουμε το 2022, ασχέτως του ότι κάνουμε ότι πέφτουμε από τα σύννεφα γιατί μας δίνει ένα ελαφρυντικό. Αλλά μην τρελαθούμε, δεν μπορεί να σοκάρονται οι ομάδες και το κράτος».
Τι τον γοητεύει σε όλα αυτά που κάνει ταυτόχρονα; «Κυρίως η δυνατότητα που μου δίνουν να πληρώνω τους λογαριασμούς μου και να τρώω».
Περπατάμε προς Ομόνοια, ενώ σχολιάζουμε διάφορα κινηματογραφικά, όπως το αν τα λέει τελικά η Lady Gaga ως ηθοποιός, αν ο Guy Ritchie μας φαίνεται υπερεκτιμημένος ή όχι.
Τον αφήνουμε έξω από τον κινηματογράφο Ιντεάλ, έχει να παρακολουθήσει τις ταινίες της εβδομάδας για να τις σχολιάσει σε εκπομπή του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου.
ΠΗΓΗ: https://www.lifo.gr/