Ιστορίες απ’ τα πρώτα χρόνια του μυθικού συγκροτήματος γεμάτες από συλλήψεις επεισοδιακά λάιβ, πανκ στέκια και rock ‘n’ roll βοήθειες σε όσους τις είχαν ανάγκη.
Ο Frank Panx δεν διεκδίκησε ποτέ δάφνες. Δεν τον ενδιέφερε. Όπως δεν τον ενδιέφερε και να κάνει τον έναν απολογισμό της πορείας του μετά τον άλλον είτε με συνεντεύξεις είτε με άρθρα είτε με πιο μεγαλεπήβολα σχέδια, όπως ένα ντοκιμαντέρ -που μεταξύ μας, μακάρι να γίνει μια μέρα, είναι τόσες οι ιστορίες και τόσο το αδημοσίευτο υλικό, που τα συρτάρια του χρειάζονται και λίγη ξεκούραση.
Τον ενδιαφέρει το σήμερα και το αύριο, δεν έχει χρόνο για ό, τι πέρασε, τονίζει και ξανατονίζει ότι είναι ταγμένος στο παρόν, ότι δημιουργεί ακόμα, άλλοτε με την προσωπική του μπάντα του Σαλταδόρους και άλλοτε με τους Panx Romana -φυσικά.
Πώς πείστηκε να κάνει ένα διάλειμμα απ’ την εμμονή του με το μέλλον και να κοιτάξει λίγο πιο προσεκτικά το παρελθόν, δεν ξέρω. Προσπάθησα πάντως να το εκμεταλλευτώ όσο μπορούσα. Πηγαίνοντας πίσω στα πρώτα πανκ χρόνια του και τις περιπέτειες με την αστυνομία, τη δημιουργία των Panx Romana και τις ιστορίες πίσω απ’ τα τραγούδια τους, τα επεισοδιακά λάιβ, τον θάνατο του αδερφού του στον στρατό από νάρκη που τον καθόρισε τόσο προσωπικά όσο και καλλιτεχνικά.
Και όλη αυτήν τη διαδρομή την κάναμε μέσα σε ένα καφέ στου Ψυρρή.
Διάβασα ότι τo πρώτο λάιβ που δώσατε ποτέ ως Panx Romana ήταν το ‘82 στο Κύτταρο.
Ναι και ήταν αποτέλεσμα του θράσους που είχαμε να τολμάμε και να διεκδικούμε χώρους προκειμένου να παίξουμε και να διοργανώσουμε διάφορες δράσεις. Αυτή η νοοτροπία μας ακολουθεί σε όλη την ιστορία μας.
Έτσι, με το θράσος των εικοσάχρονων φτάσαμε στο Κύτταρο όπου εκείνη την εποχή έπαιζαν οι Socrates και οι Sharp Ties, συγκροτήματα δηλαδή που κρατούσαν ολόκληρες σεζόν σε αυτόν τον χώρο. Και λέμε στον κυρ Αντρέα που το είχε “είμαστε οι Panx Romana, θέλουμε να παίξουμε”. Και έκανε το λάθος και μας το έδωσε. Το λέω “λάθος” γιατί δεν καταλάβαινε τι θα ήταν αυτό που θα ακολουθούσε.
Μπορεί εμείς να κάναμε την πρώτη μας συναυλία αλλά από πίσω μας είχαμε ένα background και έναν κόσμο που είχε συσπειρωθεί γύρω από έναν χώρο που είχα, ένα πανκ ροκ κλαμπ στην Πλάκα, την “Αρετούσα”.
Η οποία έκλεισε γρήγορα;
Την έκλεισε η αστυνομία πριν το νόμο Τρίτση που έκλεισε όλα τα στέκια δια της απαγόρευσης των ηλεκτρικών οργάνων το 1983 μετατρέποντάς την σε τουριστικό σούπερ μάρκετ και έτσι βγήκαμε έξω σαν αδέσποτα σκυλιά. Αυτό το δούλευα εγώ μαζί με έναν ακόμα πάνκη φίλο μου. Ήταν σε ένα καταπληκτικό κτίριο στη Λυσίου, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως μουσείο για να καταλάβεις.
Τους χαλούσαμε τη συνταγή του τουριστικού, του αξιοθέατου…
Ήθελαν να πουλάνε τσολιαδάκια…
Ναι, τα τσολιαδάκια τα παραδοσιακά… Εμείς όμως ήμασταν στολισμένοι από πάνω μέχρι κάτω με παραμάνες, ξυραφάκια, καρφιά, αλυσίδες ό, τι τρελό και ακραίο μπορείς να φανταστείς. Και είχαμε και ανάλογη συμπεριφορά γιατί η περίοδος τότε ήταν εμπόλεμη για μας -τα φρικιά της εποχής δεν μας δέχονταν.
Όπως και για την αριστερά τότε, με κάποιες λίγες εξαιρέσεις βέβαια, ήμασταν η “παρακμή της Δύσης”, έτσι μας έγραφαν.
Υπάρχει και ένα ωραίο ντοκιμαντέρ που έχει έναν παρόμοιο τίτλο για το αμερικανικό πανκ.
Το η “Παρακμή του δυτικού πολιτισμού” λες.
Οπότε αυτή η εμπόλεμη κατάσταση είχε περάσει και στην καθημερινότητά μας. Ήμασταν μονίμως σε κατάσταση άμυνας, καθώς δεχόμασταν επιθέσεις απ’ το πουθενά και κυρίως από την αστυνομία που ήθελε να μας διώξει απ’ την Πλάκα.
Είχαμε καταφέρει ένα κίνημα που ξεκίνησε στην ελληνική του εκδοχή από δύο άτομα στις αρχές του 1977 να μεγαλώνει και σιγά-σιγά να κερδίζει εδάφη και ανθρώπους που συσπειρώνονταν πίσω απ’ αυτό, με αποτέλεσμα να καταφέρουμε να πάρουμε αυτόν τον χώρο το 1981.
Το κρατήσαμε σχεδόν έναν χρόνο, αλλά με πολλά προβλήματα. Φαντάσου ότι το δουλεύαμε δύο εικοσάχρονοι, και το μόνο που είχαμε ως ποτό ήταν οι μπίρες, τίποτα άλλο.
Παίρναμε τα καφάσια γεμάτα και τα γυρνούσαμε πάντα άδεια, γιατί τα μπουκάλια έσπαγαν μέσα στο μαγαζί. Έπαιζα DJ και τα θυμάμαι να σκάνε πίσω απ’ το κεφάλι μου όσο έβαζα Clash, Dead Kennedys κλπ. Και το θεωρούσαμε και ως κάτι το φυσιολογικό.
Η “Αρετούσα” ήταν και ο προθάλαμος των μετέπειτα καταλήψεων επειδή λειτουργούσαμε και σε ένα πολύ φιλικό στυλ. Φαντάσου δηλαδή ότι μέσα στον χώρο φιλοξενούσαμε και παιδιά που έφευγαν απ’ τα σπίτια τους λόγω προβλημάτων. Εμείς δεν εξετάζαμε το γιατί. Ήθελαν φιλοξενία και αμέσως την παρείχαμε.
Πολλές φορές ερχόταν και η αστυνομία μαζί με τους γονείς και έψαχναν αυτά τα παιδιά και τότε εμείς τα κρύβαμε μέσα σε ένα μεγάλο ανενεργό ψυγείο. Ξάπλωναν μέσα, από πάνω και από δίπλα είχαμε κάτι μπύρες, οπότε δεν υποψιαζόταν κανένας τίποτα.
Υπήρχε αυτή η συσπείρωση, λοιπόν. Και η δική μας η τρέλα είχε περάσει και στο μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων που μαζεύονταν γύρω από την “Αρετούσα”.
Για παράδειγμα εγώ δεν έχω καπνίσει ποτέ, οπότε και εκείνοι νόμιζαν ότι αφού έτσι κάνει ο Frank και ο Ζανής, τότε έτσι είναι το πανκ. Οπότε είχες έναν χώρο σχεδόν μη καπνιζόντων, χωρίς να υπάρχει κανένας νόμος εναντίον του ακόμα.
Η “Αρετούσα”, λοιπόν, δεν είχε ούτε ναρκωτικά, δεν είχε τίποτα που να έχει να κάνει με εξάρτηση. Εξάρτηση ήταν καθαρά η ιδεολογία μας και ένα μουσικό κίνημα φωτιά. Από παιδάκι είχα υιοθετήσει την αρχή πως “κάθε ουσία μέσα μας, είναι εξουσία πάνω μας”.
Και παρόλα αυτά έρχονταν οι αστυνομικοί.
Και γι’ αυτό και δεν μπορούσαν να μας προσάψουν καμία σοβαρή κατηγορία εκτός της διατάραξης κοινής ησυχίας. Ερχόταν ο Αρκουδέας από το τμήμα της Ακρόπολης, όπου ήταν διοικητής, μαζί με ένα άγημα αστυνομικών…
Σχεδόν μυθικό πρόσωπο πια ο Αρκουδέας, έτσι; Με αρνητική έννοια, βέβαια…
Και όμως δεν άπλωσε ποτέ το χέρι του για να μας χτυπήσει. Έμπαινε μέσα και μου ‘λεγε “έλα εδώ, αστέρι μου”, γιατί πάντα προσέχαμε και το ντύσιμο μας. Ναι, ήμασταν ακραίοι αλλά κάναμε και τη δική μας DIY μόδα.
Δεν ήτανε μία ομοιόμορφη στολή αυτό που φορούσαμε, δηλαδή καρφιά, μαύρα δερμάτινα περφέκτο και ένα μαύρο τζιν σκισμένο. Ο καθένας είχε τον δικό του χαρακτήρα, τη δική του μόδα, την οποία τη φτιάχναμε και μόνοι μας. Ράβαμε, φτιάχναμε τα κοσμήματα μας (καρφιά δηλαδή μαζί με οτιδήποτε), περνούσαμε παραμάνες… Και έτσι είχε πολύ ενδιαφέρον.
Και ένας από τους λόγους που αγάπησα και το πανκ τότε ήταν γιατί στις αρχές του καμία μπάντα δεν έμοιαζε με την άλλη. Αν άκουγες Sex Pistols, Siouxsie and the Banshees, Clash, Sham 69 κλπ, άκουγες ένα διαφορετικό ηχητικό αποτέλεσμα αλλά με κοινό attitude και κοινή πορεία.
Δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω πότε άκουσες πρώτη φορά πανκ.
Ως πιτσιρικάς άκουγα ανελλιπώς την εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη που λεγόταν “Ποπ Club” από το 1975. Ο Πετρίδης παρακολουθούσε τις μουσικές εξελίξεις και τις παρουσίαζε σχεδόν στην γέννησή τους. Έτσι το 1976 άκουσα Ramones, μάλλον το “Blitzkrieg Bop”.
Και ο πρώτος δίσκος που αγόρασες;
Ramones. Είχαμε ένα δισκάδικο κοντά μας και του ζητούσαμε να φέρει ό, τι ακούγαμε από το ραδιόφωνο.
Πρέπει να έκανες μεγάλη εντύπωση τότε που οι ροκάδες ήταν όλοι μαλλιάδες. Είδα μία ιστορία που έλεγες στο ντοκιμαντέρ “Ο βασιλιάς των ηλιθίων” ότι σε είχαν πιάσει οι αστυνομικοί και σε ρωτούσαν “εσύ γιατί έχεις κοντά μαλλιά και δεν έχεις μακριά σαν τους άλλους;”.
Αυτό είναι αλήθεια, υπήρχε μπούλινγκ τότε, μας κυνηγούσαν οπουδήποτε. Καλή ώρα όπως καθόμαστε τώρα, θα έμπαινε η αστυνομία μέσα και θα μας έπαιρνε σηκωτούς.
Χωρίς να ρωτήσουν κάτι;
Τίποτα. Έρχονταν μέσα και μας σήκωναν. Θυμάμαι μια φορά έτρωγα πατάτες σε ένα σουβλατζίδικο στη Νέα Σμύρνη και μου λέει ο αστυνομικός “πάμε, πάρτες μαζί σου”. Ωραία, τις παίρνω κι εγώ μαζί μου. Πάμε στο τμήμα και ο διοικητής αρχίζει και ρωτάει “γιατί δεν μοιάζετε με τα άλλα παιδιά, γιατί είστε διαφορετικοί;”.
Εκείνο το βράδυ μας πήραν αποτυπώματα, μας ρωτούσαν ποιο είναι το ψευδώνυμο μας στον υπόκοσμο… Θα μας πήγαιναν για αυτόφωρο την επόμενη μέρα.
Με τι κατηγορία;
Για οπλοκατοχή, εννοώντας τη ζώνη μας που είχε καρφιά και τα περιβραχιόνια στα χέρια μας.
Η πλάκα είναι ότι όπως περιμέναμε αδιάφοροι απλά να μας αφήσουν χωρίς να γνωρίζουμε ότι θα έχει μέλλον η βραδιά, εγώ άρχισα να τρώω τις πατάτες. Και νευρίασε ο διοικητής και μου λέει “άστες κάτω” και τις άφησα πάνω στο βιβλίο των συμβάντων. Και τότε τρελάθηκε και μας έχωσε μέσα. Την άλλη μέρα το πρωί μας άφησε.
Μάλιστα κάποιες φορές η αστυνομία έβγαζε τα κατσαβίδια και κάθονταν όλο το βράδυ και έβγαζαν τα καρφιά από τις ζώνες μας -σαν τις κυρίουλες που κάθονται και πλέκουν- για να μας τις δώσουν πίσω καθαρές. Αυτό ήταν απίστευτο.
Και βέβαια την επόμενη μέρα, από τη στιγμή που είχε ακόμα τρυπούλες η ζώνη, πηγαίναμε και κουμπώναμε επάνω πάλι καρφιά.
Απλά πράγματα.
Απλά πράγματα. Η Αρετούσα ήτανε στον δεύτερο όροφο -στον πρώτο ήταν το “Skylab”, εκεί που έκαναν τις πρώτες συναυλίες τους και οι Μουσικές Ταξιαρχίες του Πανούση- και πολλές φορές ανέβαιναν στην ταράτσα πάνκηδες, περιμένοντας πότε θα περνούσε το άγημα των αστυνομικών για να τους πετάξουν νερό ή διάφορα αντικείμενα.
Κι έτσι είχε ξεκινήσει μια βεντέτα χωρίς όρια. Οπότε σχεδόν κάθε βραδιά, εγώ, ο Ζαννής που ήταν ο μπάρμαν και όσοι ήθελαν να μας κάνουν παρέα, κοιμόμασταν στο τμήμα της Ακρόπολης.
Και αυτό έλεγα και στον Αρκουδέα: “γιατί δεν μας δίνετε κι ένα ντουλαπάκι, να βάλουμε μέσα δύο ρουχαλάκια, μία πιτζάμουλα, κάτι… Αφού δεν μπορείτε να μας προσάψετε τίποτα, μας βλέπετε, ούτε καν καπνίζουμε, παραβατικότητα μηδέν. Απλά σας ενοχλεί αυτό που λέμε και αυτό που αντιπροσωπεύουμε”.
Σκέψου το ρεκόρ το δικό μου ήταν να κοιμηθώ στο τμήμα της Ακρόπολης έξι φορές μέσα σε μία βδομάδα.
Τιμητικό…
Ναι, αυτά τα παράσημα τα καμαρώνω (σ.σ. γελάμε).
Οπότε έκλεισε η “Αρετούσα” και λίγο μετά κάνατε το λάιβ στο “Κύτταρο”;
Ναι. Και όλη η “Αρετούσα” ήρθε εκεί.
Μέσα είχε κάτι αγαλματάκια και διάφορα εύθραυστα αντικείμενα, όπου μπορείς να φανταστείς τώρα τι έγινε… Πάνκηδες μέσα σε υαλοπωλείο.
Θυμάμαι τον κυρ-Αντρέα να τρέχει και να λέει “όχι αυτό παιδιά, είναι ακριβό”, να αγκαλιάζει μετά ένα άλλο άγαλμα και να τρέχει με αυτό για να το προστατέψει… Γενικά να μην μπορεί να καταλάβει από πού του ήρθε. Έγιναν πολλές ζημιές.
Ξαναπαίξατε εκεί;
Μετά από πολλά χρόνια.
Ποια τραγούδια παίξατε;
Στην ουσία παίξαμε γύρω στα δέκα τραγούδια, δεν είχαμε παραπάνω, γι’ αυτό στο λέω θράσος. Δηλαδή πας να κλείσεις το Κύτταρο εκείνης της εποχής που ήταν η κορυφή για να εμφανιστείς χωρίς να έχεις άλλη συναυλία πίσω σου και να παίξεις μόνο δέκα τραγούδια; Και ταυτόχρονα να φέρεις κι έναν κόσμο που δεν μπορούσε να οριοθετηθεί προκειμένου να υπάρξει κάποιου είδους ισορροπία;
Οπότε έτσι χτίστηκε η ιστορία των Panx Romana και γι’ αυτό λέμε πως ήταν μία “πορεία-φωτιά”. Γιατί κάθε συναυλία εκείνης της εποχής είχε παρατράγουδα.
Αυτή η κακή φήμη που σας ακολουθούσε γινόταν και η αιτία για να μη σας καλούν σε πόλεις για να παίξετε;
Εδώ δεν μας νοίκιαζαν όργανα… Θέλαμε για παράδειγμα να πάμε να παίξουμε στην Καβάλα και ο άνθρωπος που νοίκιαζε τα ηχητικά, αρνούνταν, έλεγε “θα με καταστρέψουν”. Και αυτό μας ακολούθησε για πολλά χρόνια.
Χάσατε δηλαδή και πολλές συναυλίες εξαιτίας αυτής της φήμης;
Όχι μόνο από αυτό, αλλά γενικότερα από τη διαφορετικότητά μας και λόγω της προκλητικής στάσης μας που δεν χώραγε πουθενά. Αριστερά, Δεξιά, φρικιά, αστυνομία μια συγκρουσιακή σχέση, μια αντιπαράθεση με όλους και με όλα.
Έπεφτε ξύλο από τότε.
Το ‘84, τα πράγματα οξύνθηκαν τόσο πολύ σε μια συναυλία μας, ώστε οι εφημερίδες τότε, ζητούσαν την κεφαλή των πανκ επί πίνακι.
Οι εφημερίδες έκαναν πρωτοσέλιδα ότι “οι πανκς έκαψαν το Πολυτεχνείο”, “οι πανκ τα σπάνε”, ακόμα και γελοιογραφίες μας έκαναν “πανκς ή τανκς”, “έξυπνα παιδιά οι πανκ, μπήκαν στο Πολυτεχνείο χωρίς εξετάσεις” κα.
Παρότι είχαμε πάρει την άδεια να παίξουμε στην ΑΣΟΕΕ, μόλις φτάνουμε, κλείνουν τις πόρτες και μας αφήνουν απ’ έξω. Φεύγουμε τότε και πάμε στο Πολυτεχνείο και με το που το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι που έκαναν εκεί κουμάντο, δηλαδή οι παρατάξεις, μας κλείνουν κι εκεί τις πόρτες. Λέμε τότε “δεν θα συμβεί και εδώ το ίδιο”. Αρχίζουμε να σπρώχνουμε εμείς απ’ έξω, αυτοί να σπρώχνουν από μέσα, φέρνουν και κάτι πυροσβεστήρες και μας ρίχνουν, μετά έρχονται και διάφοροι από τα Εξάρχεια… μπάχαλο και με τα ΜΑΤ. Από αυτό το σπρώξιμο της πόρτας, το άνοιξε-κλείσε μας κρέμασαν στα μανταλάκια. Έχει μείνει ιστορική αυτή η βραδιά.
Πριν τους Panx Romana, έπαιζες στους Stress. Από εκεί γιατί έφυγες; Σε ρωτάω πιο πολύ γιατί εφόσον κάνατε μαζί συναυλίες, δεν μαλώσατε. Κάτι άλλο θα είναι.
Δεν μαλώσαμε, είμαστε μέχρι και σήμερα σαν αδέρφια. Απλά στην πορεία κάποια πράγματα τα βλέπεις λίγο διαφορετικά. Πάντα θέλουμε να δοκιμάζουμε και κάτι καινούργιο.
Μόλις έφυγα, λοιπόν, από τους Stress ξεκίνησα να μπαίνω σε διάφορα κλαμπ και όπου έβλεπα διάφορους “περίεργους”, τους ρωτούσα “ξέρει κάποιος από εσάς κιθάρα;”.
Θυμάμαι μια παρέα όπου μου λέει μια κοπέλα “αυτός ο φίλος μου, είναι πολύ καλός”. Της λέω “μπα, δεν κάνει” και της δείχνω έναν άλλον. Μου λέει “αυτός έχει κιθάρα, απλά δεν παίζει”. “Αυτός κάνει”, της απαντάω. Και αυτός ήταν ο Woody, ο κιθαρίστας των Panx Romana.
Από την εμφάνιση τους διάλεγες δηλαδή;
Απ’ την εμφάνιση κυρίως, ναι. Ήταν ένα παιδί μοϊκανός, με πράσινο παντελόνι γεμάτο μαύρα φερμουάρ, μπουφάν κονκάρδες και λέω “αυτός είναι”. Και τελικά ο Woody είχε το ταλέντο να εξελιχθεί και να γράψει τη μουσική μαζί με τον Julio στα τραγούδια μας.
Εσύ που πήγαινες με τόσο θράσος και ρωτούσες τι όργανο παίζει κάποιος, τι ακριβώς έκανες τότε;
Εγώ πάντα έγραφα στίχους με κάποιες πρωτόγονες μελωδίες, κυκλοφορούσα εφημεριδάκια, ήμουν DJ και γενικότερα αυτό που έκανα καλά από μικρός ήταν να συσπειρώνω τον κόσμο με αλληλέγγυα χαρακτηριστικά, συνεισφέροντας ο καθένας αυτό που μπορούσε σε συλλογικές δράσεις.
Μελωδίες όμως πώς; Έπαιζες κάποιο όργανο ή απ’ το μυαλό σου;
Όχι, όλα στο μυαλό μου. Ο Woody Panx εκείνη την εποχή ήξερε δυο τρία ακόρντα και πάνω σε αυτά βασιστήκαμε.
Μετά σε μια άλλη συναυλία βλέπω μία Ska Punk μπάντα, τους Video Games, όπου έπαιζε μαζί τους ο μπασίστας μας, ο Julio ο οποίος ήταν και καλός μουσικός. Λέω “αυτός κάνει”. Αμέσως του μιλάω, μπαίνει κι αυτός στην μπάντα.
Και στη συνέχεια το ‘85 σε μια συναυλία στο γήπεδο του Πανελληνίου είδαμε και τους TVC και από εκεί πήραμε και τον ντράμερ μας, τον Δημήτρη Δημητράκα.
Τον Δημήτρη τον γνωρίζαμε από το “Tρομπόνι”, ένα κατάστημα μεταχειρισμένων μουσικών οργάνων που είχε, αλλά και από άλλους χώρους που είχε παίξει με τους TVC όπου εγώ ήμουν DJ.
Στην ουσία όλες σχεδόν οι μπάντες της “Διατάραξης Κοινής Ησυχίας” απ’ την “Αρετούσα” έσκασαν. Εκεί ήταν η μαγιά. Από εκεί ξεκίνησε.
Ιστορικός δίσκος.
Ναι, αν βάλεις και τον κάθε έναν από τους ανθρώπους που τον απαρτίσανε.
Ήσασταν ήδη φίλοι οι περισσότεροι;
Μια ομάδα ήμασταν. Το πιο σημαντικό όμως και αυτό που μας έδενε κι όλα τα χρόνια, δεν ήταν μόνο ότι έβλεπες έναν μαυροφορεμένο άνθρωπο στον δρόμο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μπορεί να ήμασταν έφηβοι αλλά αντιλαμβανόμασταν ότι υπάρχει μέσα μας κάτι πιο βαθύ που μας ενώνει.
Οι περισσότεροι προέρχονταν από πολύ φτωχές οικογένειες, από τα δύσκολα χρόνια της χούντας, και αυτό ήταν σαν ένας αόρατος δεσμός αδερφοσύνης.
Όταν πρωτακούστηκε το “Έλληνες”, τι εντύπωση είχε κάνει; Γιατί μπορεί ελληνικό ροκ να υπήρχε κάποια χρόνια, αλλά αυτός ο στίχος δεν νομίζω να είχε εμφανιστεί μέχρι τότε.
Κοίτα, το “Έλληνες” είναι το πρώτο ελληνικό πανκ τραγούδι με ελληνικό στίχο. Οι αντιδράσεις ήταν πολύ έντονες. Ακόμα και απ’ τη εποχή των Stress δεν προλαβαίναμε να παίξουμε παραπάνω από τρία τραγούδια.
Το έπαιζες και μαζί τους αυτό το κομμάτι;
Είχα ξεκινήσει μία εκδοχή μαζί τους και μετά με τους Panx το κάναμε αυτό που ξέρεις σήμερα. Οι αντιδράσεις ήταν πολύ έντονες και βίαιες.
Από κόσμο που ήρθε με καλή πρόθεση να ακούσει μουσική και δεν του άρεσε ή που ήρθε επίτηδες για επεισόδια;
Δεν νομίζω ότι ήρθαν επίτηδες, απλά ο κόσμος εκείνης της εποχής δεν ήταν συνηθισμένος σε αυτήν την εικόνα και στην οργή που δηλώναμε με κάθε δυνατό τρόπο.
Εμείς, βέβαια, δεν ήμασταν βίαιοι άνθρωποι σε καμία περίπτωση. Προσπαθούσαμε πάντα ό, τι νιώθαμε να το εκφράσουμε με βασικό μέσο τη μουσική και τους στίχους. Απλώς σε κάποιες περιπτώσεις αναγκαζόμασταν να αμυνθούμε.
Σας είχαν λογοκρίνει τη δεκαετία του ‘80;
Έχω βιώσει το “ψαλίδι” της λογοκρισίας σε στίχους μου στα 80’s. Δυστυχώς η ιστορία επαναλαμβάνεται. Συγκροτούν ένα νομικό οπλοστάσιο το οποίο θα αποτελέσει επικίνδυνο κατασταλτικό μηχανισμό για τις “αποκλίνουσες” φωνές, τα θεάματα και τις ακροάσεις. Η εξουσία εθίζεται στη λογοκρισία, δεν θα περιοριστεί μόνο στα λόγια μίσους. Είναι εδώ με στόχο τον έλεγχο και τη χειραγώγηση σε οτιδήποτε επιδρά “επιβλαβώς” στη νεολαία, και διαταράσσει τη δημόσια τάξη.
Δηλαδή πριν βγει ένας δίσκος έπρεπε να τον δώσατε σε κάποιον για ακρόαση προκειμένου να πάρετε το OK;
Εκείνη την εποχή έπρεπε να υποβάλεις τους στίχους και τα τραγούδια σου στο υπουργείο Πολιτισμού για να σου δώσουν την άδεια.
Θες να πούμε για αυτό το περιστατικό στο Διδυμότειχο;
Κοίτα ποιο ήταν το πρόβλημα. Εγώ έχω χάσει τον αδερφό μου στο στρατό και μπαίνοντας στο Διδυμότειχο τρελάθηκα γιατί όπως εδώ βλέπουμε παντού στους δρόμους σήματα σχετικά με την οδική κυκλοφορία, εκεί έγραφαν πως “περνάνε τανκς”, “προσοχή ναρκοπέδιο” κ.α. Ακόμα και τώρα που σου μιλάω αυτό με συγκλονίζει.
Και αυτό που συνέβη πολύ αυθόρμητα ήταν ότι πήρα σπρέι και γέμισα τοίχους σπιτιών με συνθήματα σαν το “ούτε μία ώρα στον στρατό”.
Κατά τ’ άλλα ήταν μια τόσο ήσυχη πόλη που όταν φτάσαμε αναρωτηθήκαμε “ποιος θα μας ακούσει;”. Όσο περνούσε όμως η ώρα, το μέρος αποκτούσε χρώμα. Άρχισαν να καταφτάνουν πιτσιρικάδες “διαφορετικοί” με κάθε μέσο. Αυτό το λάιβ ακόμα το μνημονεύουμε και το σκεφτόμαστε με νοσταλγία.
Χαίρεσαι πολύ όταν βλέπεις παιδιά κάπως διαφορετικά και πολύχρωμα, που δείχνουν να μην ταιριάζουν, έτσι;
Μα αυτό είναι το ζητούμενο. Δηλαδή άντε δες τώρα ένα λιβάδι με ομοιόμορφα λουλούδια… Εντάξει, θα πεις “ωραίο είναι” αλλά πόσο πιο όμορφο είναι το αποτέλεσμα όταν παντρεύονται όλα τα χρώματα το ένα μέσα στο άλλο; Πόσο πιο ελκυστικό;
Εμείς απλά θέλουμε να υπάρχει το διαφορετικό και να καρποφορεί με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
Δίνουμε αγώνα ακόμα και με τον κακό μας εαυτό προκειμένου να λειτουργούμε και σαν αντιβιοτικό και αντισώματα σ’ αυτήν τη ζωή. Δεν μπορεί να είναι κανόνας οι μουσικές που παίζει η τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Εμείς είμαστε αποκλεισμένοι από παντού -όχι πως θα πηγαίναμε κιόλας, εννοείται αυτό-, αλλά διεκδικούμε χώρο στην κοινωνία με τον δικό μας ιδιαίτερο τρόπο. Και πάντα θέλαμε να χαλάσουμε αυτήν την κοινωνική συνταγή που σε ωθεί στην απάθεια και την παθητικότητα.
Ο Δημητράκας για ένα διάστημα ήταν παράλληλα και στους Ριφιφί. Είναι πολύ μεγάλη αντίθεση, δεν γίνεται να το αφήσουμε έτσι… Θέλω να μου πεις αν τον πειράζατε, αν του κάνατε πλάκα για αυτό.
Ναι, τον έχουμε “βασανίσει” τον Δημήτρη. Καταρχάς να πούμε ότι ο Δημήτρης είναι μία ολόκληρη ιστορία μόνος του. Ήταν ο ντράμερ που θα ήθελε κάθε μπάντα. Ήδη απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 έπαιζε με συγκροτήματα δικά του αλλά και επιλεκτικά σε δίσκους φίλων του. Είναι ένας άνθρωπος πολύ συνεπής στον λόγο του και με πολλή αγάπη αγκάλιαζε κάθε τι που έκανε πράξη.
Σκέψου ότι την ίδια εποχή που έπαιζε στους Ριφιφί έπαιζε και σε μια hardcore μπάντα, βοηθούσε νέα συγκροτήματα και ήταν ραδιοφωνικός ροκ παραγωγός. Οπότε αυτή η μουσική διπολική διαταραχή δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη κι έτσι τον έχουμε βασανίσει αλύπητα και ειδικότερα εγώ, γιατί ήμουν και ο πιο απόλυτος.
“Ή πανκ ή τίποτα” δηλαδή; “Είναι μια ιδεολογία, δεν παρεκκλίνουμε καθόλου”;
Κάπου εκεί. Όχι πως εγώ ήμουν αναμάρτητος αλλά τον πειράζαμε είναι η αλήθεια. Απ’ την άλλη όμως και οι Ριφιφί ήταν ένα γκρουπ που σεβόμασταν, που είχαν μεν ερωτικό στίχο, αλλά οι βάσεις τους ήταν ροκ.
Δεν θυμάσαι ένα αστείο; Ένα πείραγμα;
Θυμάμαι μόνο ότι στον γάμο μου ο Δημήτρης έπαιξε σε πανκ διασκευή το “Αμετανόητα τρελός” των Ριφιφί -διασκευάζοντας και τον στίχο ανάλογα.
Θες να μου πεις λίγο για το λάιβ με τους Ramones πώς προέκυψε; Είναι ιστορικό πια.
Την πρώτη φορά που πέρασαν από την Ελλάδα ζήτησα από ένα περιοδικό να με στείλει στη συνέντευξη Τύπου ως δικό του ρεπόρτερ. Μου έδωσαν την πρόσκληση, πήγα στο ξενοδοχείο, έκανα κι εγώ τις δικές μου ερωτήσεις.
Τότε ήταν που μόλις είχαμε ηχογραφήσει στο 2ο δίσκο μας μέσα στον οποίο είχαμε συμπεριλάβει το “Somebody put something in my drink” στη δική μας εκδοχή με ελληνικό στίχο.
Το “Καταστολή στο περιθώριο” δεν ήταν αυτό;
Ναι και το κάναμε χωρίς να πάρουμε άδεια από κανέναν. Και πάω, λοιπόν, με τον δίσκο κι ένα μπλουζάκι Panx Romana και του λέω “Τζόι σου έφερα ένα δώρο, θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι. Δεν πήραμε ποτέ την άδειά σας αλλά κάναμε αυτό”. Του είπα και τους στίχους που βάλαμε πάνω κάτω, του άρεσαν και μου απαντάει “αδερφέ μου, μην ανησυχείς. Τιμή μας και ευχαριστούμε πολύ”.
Α, πολύ ωραίος.
Αυτή η απλότητα, αυτή η ανθρώπινη ζεστασιά που υπήρχε ήταν κι αυτό που είχα νιώσει κι από παιδάκι όταν τους άκουγα. Δεν τους έβλεπα σαν απρόσωπους ήρωες, γιατί αυτό που πάντα με οδηγεί -και φαντάζομαι και τους περισσότερους- είναι να ψυχολογήσεις και τον άνθρωπο που έχει δημιουργήσει αυτήν τη μουσική. Οπότε κάπως έτσι τον είχα ψυχολογήσει και δεν απογοητεύτηκα, ίσα ίσα που το υπερθεμάτισε κιόλας.
Την άλλη μέρα οι Ramones ήταν καλεσμένοι στον Rock FM. Είχαν πάει στο στούντιο και ο Τζόι είχε πάρει μαζί του τον δίσκο μας. Όταν τον ρώτησε ο Δασκαλόπουλος “ποιους θες να παίξουμε”, εκείνος του απαντά “τους Panx Romana”.
Δεν ήταν ένα απλό στικάκι όπως τώρα που μετέφερε απ’ το ξενοδοχείο στο στούντιο και πάλι πίσω. Ήταν ένας ολόκληρος δίσκος και επειδή είχε πει ότι θα το κάνει και κράτησε τον λόγο του, εμάς αυτό μας συγκίνησε πάρα πολύ.
Οπότε τότε έπαιξαν μόνοι τους;
Tη δεύτερη φορά που ήρθαν το ‘93 παίξαμε μαζί. Τότε, όταν μας προσέγγισε το Ρόδον και μας το ζήτησε, τους είπαμε “θα δεχθούμε αλλά με ένα όρο: θέλουμε να παίξουμε και τις τρεις βραδιές”. Ή όλα ή τίποτα. Τα πήραμε όλα και παίξαμε.
Αλλά ήταν κλασική, και την είχατε και σε κασέτα τότε και την κυκλοφορούσατε μόνοι σας. Θυμάμαι ότι τη δίνατε ένα χιλιάρικο, κάπου τόσο.
Δεν θυμάμαι τώρα τιμή αλλά αυτή η κασέτα είχε μέσα τραγούδια από τις τρεις βραδιές με τους Ramones και από κάποια άλλα λάιβ.
Εκείνη την εποχή στην ουσία η κασέτα ήταν ο μόνος τρόπος για να προωθήσεις τη μουσική σου, μπορούσαμε να την ηχογραφήσουμε σπίτι μας και με δικές μας δυνάμεις, από χέρι σε χέρι, να ταξιδέψει στην ροκ κοινότητα.
Γι’ αυτόν τον λόγο τις αγαπώ πολύ τις κασέτες και ακόμα τις ακούω.
Τα εξώφυλλα σας είναι πολύ ιδιαίτερα. Ποια είναι η ιστορία πίσω απ’ το πρώτο εξώφυλλο που είναι και το πιο κλασικό για παράδειγμα;
Αυτό ξεκίνησε πρώτα ως αφίσα. Θα παίζαμε σε κάποιο πανεπιστήμιο μαζί με Σιδηρόπουλο, Γενιά του Χάους, Αντί, Stress -όλη την “αφρόκρεμα” εκείνης της εποχής. Και έτσι σε ένα καφενείο που είχαμε βρεθεί δυο τρία άτομα, όσοι έπιανε το χέρι μας να σχεδιάσουμε κάτι, δημιουργήσαμε αυτό το σκίτσο. Και μετά το βάλαμε και στον πρώτο δίσκο.
Μάλιστα, αυτό ήταν και το πρώτο για το οποίο πήραμε και τα εύσημα από τους Ramones. Τους έκανε εντύπωση το λογότυπο. Μας είπε ο Αρτούρο Βέγκα, ο γραφίστας και κάτι σαν μάνατζερ τους, ότι “έτσι ξεκινάει μία καλή μπάντα. Με ένα καλό λογότυπο”.
Η ιστορία πίσω απ’ τον “Συναγερμό” ποια είναι;
Είναι σαν μια αντίδραση σε όλους αυτούς τους συναγερμούς που δεν ακούγονται, που κάποιοι ενώ βλέπουν ότι υπάρχει κίνδυνος, δυστυχώς δεν του δίνουν σημασία. Στην ουσία για αυτό μιλάει και ωθεί τον καθένα μας σε εγρήγορση και να κάνει έστω αυτό το ελάχιστο που οφείλει να κάνει.
Θυμάσαι πώς το εμπνεύστηκες;
Εκεί που λέει “ρίχνω φως στα μέλλοντα σου”, στην πραγματικότητα είναι η πορεία μας.
Δυστυχώς κάποιοι -ας τους πω- “προφήτες” τραγούδησαν ήδη από τη δεκαετία του ‘80 για ορισμένους κινδύνους, οι οποίοι έχουν γίνει πλέον μέρος της ζωής μας.
Πώς δηλαδή βλέπεις τα ζώα να τρέχουν προς μια κατεύθυνση όταν έρχεται η φωτιά, πώς βλέπεις το ένστικτό τους να τα οδηγεί κάπου; Κάπως έτσι οδηγούσε και εμάς η ιδεολογία μας και ο τρόπος που βλέπαμε τη ζωή: βλέπαμε τον κίνδυνο να έρχεται (τον κίνδυνο του φασισμού για παράδειγμα) και όσο εμείς γεμίζαμε τα εξώφυλλά μας με αντιφασιστικά σύμβολα, και κατά των ναρκωτικών, κάποιοι απ’ τους υπόλοιπους μας θεωρούσαν ως και γραφικούς, μάς έλεγαν “πού τα βλέπετε αυτά;”.
Η μουσική ποιου είναι;
Ο Julio Panx έγραψε τη μουσική, εγώ πάντα έγραφα τους στίχους.
Το Birdy;
Ξέρεις τι; Πολλά απ’ αυτά τα τραγούδια είναι πραγματικά πονεμένες ιστορίες. Όταν χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο ωθείσαι να γράψεις κάτι για εκείνον και γι’ αυτόν τον λόγο επανέρχομαι στον αδερφό μου αλλά και σε πολλά άλλα αδέρφια και συνοδοιπόρους που χάθηκαν από διάφορες αιτίες -και από ουσίες.
Η ιδέα μου ήρθε και από την ταινία, από αυτό το πουλάκι που προσπαθεί μονίμως να πετάξει και μπορεί να μην τα καταφέρει, γι’ αυτό είναι σαν να του λες “αδερφέ μου, εδώ είμαι, μπορώ να γίνω η δική σου ανάσα, η δική σου καρδιά, το δικό σου τραγούδι…”.
Ουσιαστικά είναι ένα τρυφερό τραγούδι.
Και αντιπολεμικό. Δεν το αφήσαμε αυτό το κομμάτι της ιδεολογίας μας απ’ έξω. Είναι ένα τραγούδι για όλα τα αδέρφια που χάθηκαν νωρίς.
Μου έχεις αναφέρει δύο φορές τον αδερφό σου. Είναι γνωστή η ιστορία ότι σκοτώθηκε σε ναρκοπέδιο ως στρατιώτης, αλλά δεν είναι και πολλές λεπτομέρειες γνωστές.
Μόνο για την υπόθεση “στρατός” μπορεί να γραφτεί ένα ολόκληρο βιβλίο. Μόνο να σου δείξω τα πρωτοσέλιδα απ’ τις εφημερίδες της εποχής σε βάθος οκτώ-δέκα μηνών και θα καταλάβεις και το τι έκταση είχε πάρει.
Ήταν ένας θάνατος;
Όχι. Είχαν βάλει φανταράκια χωρίς σωστή εξάρτηση να μεταφέρουν ανενεργές νάρκες στο οχυρό Ρούπελ. Μία απ’ αυτές εξερράγη και το γεγονός αυτό το θεώρησαν ατύχημα.
Το ‘85 έγινε, χάθηκαν πολλά παιδιά. Αυτό το περιστατικό οδήγησε και τον πρώτο μας δίσκο να ονομαστεί “Παιδιά στα όπλα”.
Ήταν πραγματικά μία πολύ δύσκολη περίοδος και για τους γονείς μου, ειδικότερα για τη μάνα μου. Εκείνη την εποχή η μητέρα μου ήταν η Μάγδα του σήμερα -αν τη δεις σε πρωτοσέλιδα είναι με τη γροθιά σηκωμένη στα δικαστήρια.
Προσπαθούσες να ζητήσεις το δίκιο σου και η στρατιωτική δικαιοσύνη σε ξεφτίλιζε με τον χειρότερο τρόπο, δεν σου έδινε καν το δικαίωμα να έχεις δικηγόρο.
Τα φόρτωσαν όλα στα παιδιά;
Πάντως δεν άνοιξε ρουθούνι, κανένας δεν καταδικάστηκε.
Πίσω απ’ το “Rock ‘n’ Roll βοήθειες” υπάρχει κάποια ιστορία;
Ουσιαστικά ήταν το να προσφέρεις και όχι μόνο στη μουσική. Εμείς το πήγαμε λίγο παρακάτω.
Πάντα αναπτύσσαμε σχέσεις με τον κόσμο, οι πιτσιρικάδες πάντα ένιωθαν άνετα μαζί μας και έρχονταν να μας μιλήσουν για τα προβλήματά τους. Είναι κάτι το οποίο βγήκε εντελώς αυθόρμητα, δεν ξέρω να σου πω τι ήταν αυτό που τους υποκινούσε. Ίσως έφταιγε που όταν βλέπαμε ένα πρόβλημα δεν λέγαμε “έχει ο Θεός, φίλε. Θα τον βρεις τον δρόμο σου”. Λέγαμε πως θα έπρεπε κι εμείς κάπως να βοηθήσουμε.
Και δεν σου κρύβω πως κάπως έτσι δημιουργήθηκε κι ένα άτυπο πρόγραμμα απεξάρτησης αλλά και ψυχικής υποστήριξης προς οποιονδήποτε ένιωθε την ανάγκη να μας ανοίξει την καρδιά του.
Σαν μια μεγάλη συλλογικότητα Panx Romana; Kάπως έτσι;
Κάποια στιγμή αυτή η ομάδα αριθμούσε 45 άτομα και το ωραίο ήταν ότι τα παιδιά που άρχιζαν να στέκονται στα πόδια τους σιγά σιγά, ήταν τα ίδια που αργότερα θα συνέχιζαν μαζί μας να βοηθούν τα άλλα μέλη της ομάδας.
Δεν είχαμε ούτε κτίριο, ούτε καμιά βοήθεια, όλο στον δρόμο ήταν και είναι ακόμα -σε πάρκα, σε παγκάκια, στο σπίτι μου, στα σπίτια των παιδιών.
Καταλάβαμε από νωρίς ότι οι ουσίες μέσα μας είναι εξουσίες πάνω μας. Και θελήσαμε να είμαστε πραγματικά ελεύθεροι.
Και πρακτικά πώς βοηθούσατε αυτά τα παιδιά;
Εκτός του ότι δουλέψαμε πολύ στον σημαντικό τομέα της πρόληψης, συνεργαστήκαμε εθελοντικά με διάφορα προγράμματα απεξάρτησης ώστε να μάθουμε περισσότερα σχετικά με την ψυχολογία των εξαρτήσεων. Μάθαμε πως ακριβώς λειτουργούν και έτσι να οδηγούμε τον κάθε άνθρωπο στο κατάλληλο πρόγραμμα για τον ίδιο.
Τον προετοιμάζαμε και τον στηρίζαμε με κάθε δυνατό τρόπο μέχρι να ενταχθεί, αν τελικά χρειαζόταν, σε κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης που του ταίριαζε.
Το κάναμε με μεγάλη επιτυχία μπορώ να πω. Και συνεχίζουμε να το κάνουμε.
Θα έλεγες δηλαδή ότι δεν ήταν ποτέ μόνο η μουσική; Πώς η μουσική είναι η αφορμή;
Ακριβώς. Και αυτές είναι οι “Rock ‘n’ Roll βοήθειες”. Παράδειγμα: είναι ένα παιδάκι 13-14 χρονών απ’ τα Παιδικά Χωριά SOS, το οποίο μας ακούει και προέρχεται απ’ την Ασία -δεν θυμάμαι από ποια χώρα ακριβώς, άλλωστε ποτέ δεν με ενδιαφέρει από πού είναι κάποιος, σε ποια θρησκεία πιστεύει ή τι χρώμα έχει.
Μας προσεγγίζει σε κάποια συναυλία, μου λέει λίγο πολύ την ιστορία του, πώς έμεινε ορφανό και βρέθηκε εδώ, και μας ζητάει να κάνουμε μία συναυλία για να δημιουργηθεί κι άλλος ένας ξενώνας στη Βάρη προκειμένου να βοηθηθούν και άλλα παιδιά. Και βέβαια το κάναμε μαζί με τα αδέλφια μας τους Deus ex Machina και τους Last Drive, και παίξαμε στο γήπεδο μπάσκετ της Γλυφάδας.
Ούτε εσείς δεν πρέπει να θυμάστε πόσες φορές έχετε παίξει στηρίζοντας διάφορους σκοπούς.
Μα αυτό είναι που μένει. Το μόνο που χρειάζεται το κακό για να θεριέψει είναι να μην κάνουν τίποτα όσοι μπορούν να πράξουν το καλό.
Το πιο περίεργο μέρος που έχεις γράψει στίχους;
Στον στρατό στο ψυχιατρείο είχα ένα μικρό χαρτάκι που έγραφα διάφορα στιχάκια σε μια δική μου διάλεκτο σαν κορακίστικα.
Και για την προσωπική μου μπάντα τους Σαλταδόρους έχω γράψει κάποια τραγούδια μέσα σε κάποια κρατητήρια όταν μας προσήγαγαν λόγω των αλληλέγγυων δράσεων μας, και μάλιστα θα κυκλοφορήσουν και σε βινύλιο με τίτλο “Μουσικές από Μπαρούτι”.
Πότε σε συνέλαβαν;
Το 2016. Ήμασταν στην Ειδομένη ως εθελοντές της μουσικής συλλογικότητας μας “Αντισώματα” και είχαμε μαζί μας ένα φορτίο από αδιάβροχα, sleeping bags, μπαλόνια και πολλά ακόμη για τους πρόσφυγες. Κάναμε και τους κλόουν στα παιδάκια.
Σας έχει μείνει ο “εξοπλισμός” του κλόουν απ’ το βιντεοκλίπ, τους “Χιονάνθρωπους”;
(σ.σ. χαμογελάει) Νιώθω απλώς ότι πάντα ήθελα να κάνω αυτό που θα με οδηγούσε πιο κοντά στην ψυχή κάποιου. Αυτό τι μπορεί να είναι; Στίχοι; Τραγούδια; Ένα θεατρικό; Ένα γκράφιτι στον δρόμο; Να κάνουμε μια ταινία; Να στήσουμε ένα πάρτι για τα προσφυγόπουλα και να κάνουμε τους κλόουν; Μια αληθινή αγκαλιά; Οτιδήποτε. Τα έχουμε δοκιμάσει όλα.
Πηγαίναμε τότε στις τέντες στην Ειδομένη και στήναμε πάρτι για τα παιδιά, μοιράζαμε τον εξοπλισμό και όσες προμήθειες μαζεύαμε από λάιβ εδώ στην Αθήνα, και μέναμε εκεί όσο χρειαζόταν.
Χωρίς να είμαστε ούτε ΜΚΟ ούτε να έχουμε βοήθεια από κανέναν, μόνο από δικές μας ταπεινές δυνάμεις και απλών ανθρώπων που μας στήριζαν.
Απ’ τις τσέπες σας δηλαδή.
Απ’ τις τσέπες μας και απ’ τις συναυλίες.
Οπότε κάποια στιγμή βλέπουμε κόσμο να φεύγει με μπαγκάζια απ’ την Ειδομένη, να ξεκινάει μια πορεία σχεδόν 2.500 ανθρώπων κατά μήκους του φράχτη, και τους ρωτάμε πού πάνε. “Στη Γερμανία”, μας λένε. Κι εκεί πάλι λειτούργησε αυτό που δεν μπορούμε να πούμε έτσι απλά “έχει ο Θεός, προχωρήστε”.
Τους ακολουθούμε βαδίζοντας στο άγνωστο, περνάμε κι έναν ποταμό όπου εκεί δυστυχώς επειδή έβρεχε πολύ εκείνες τις μέρες, κάποια στιγμή κατέβασε πάρα πολύ νερό και κάποιοι άνθρωποι χάθηκαν.
Και ενώ προχωρούσαμε στο βουνό μέσα στις λάσπες ξαφνικά καταλαβαίνω πως ο φράχτης δεν φαίνεται πλέον. Λέω στον φίλο που ήμασταν μαζί ότι μάλλον κινδυνεύουμε και τηλεφωνώ και στον Δημητράκα και του λέω “προχωράμε κάπου στα σύνορα, δεν ξέρω πού. Στο λέω για να ξέρεις αν συμβεί κάτι που είμαστε”.
Και όντως λίγο πιο κάτω βλέπουμε μαυροφορεμένους στρατιώτες της Β. Μακεδονίας να μας σημαδεύουν. Και τελικά να μας συλλαμβάνουν.
Να σε ρωτήσω κάτι άσχετο: ο Δημητράκας και γενικά οι φίλοι σου έχουν δεχτεί πολλά τέτοια τηλεφωνήματα από σένα;
Κυρίως η μάνα μου (σ.σ. γέλια).
Έχουν υπάρξει παύσεις ετών, αλλά υπήρξε κάποια στιγμή πολύ έντονη που να είπατε το διαλύουμε; Που να νιώσατε ότι “έτσι όπως πλακωθήκαμε, δεν θα τα ξαναβρούμε μετά απ’ αυτό”.
Δεν πλακωθήκαμε ποτέ τόσο σοβαρά που η δύση του ηλίου να μας βρήκε μαλωμένους. Υπήρχε πάντα ένας αλληλοσεβασμός.
Δυο φορές έχουμε μαλώσει λίγο παραπάνω. Η μία ήταν το 1989 όταν μας έγινε πρόταση από μια ελβετική εταιρεία να κάνουμε έναν δίσκο στο εξωτερικό.
Ξεκινήσαμε να το προετοιμάζουμε, κάναμε εδώ στην Ελλάδα τον μισό δίσκο στα αγγλικά και κάποια στιγμή μας κάλεσαν να πάμε στην Ελβετία στα δικά τους στούντιο, και για να το ηχογραφήσουμε εκεί αλλά και για να συμμετάσχουμε σε ένα τουρ με κάποια δική τους μπάντα. Και τότε ήταν που είπαν δύο από τους τέσσερις “εμείς δεν μπορούμε να αφήσουμε τις δουλειές μας, αρνούμαστε”.
Κι εκεί ανέβηκαν οι τόνοι που λένε.
Ναι. Σκέψου δηλαδή υπάρχουν οι “Διακοπές στο Χακί” με αγγλικό στίχο…
Άλλο τόσο ανέβηκαν και οι τόνοι όταν εγώ δεν δέχτηκα να υπάρχουν σπόνσορες στις αφίσες μας. Όταν το Ρόδον μετά τις συναυλίες με τους Ramones πρότεινε να μας διοργανώσει συναυλίες στην Ελλάδα αλλά με κάποια μάρκα τσιγάρων πάνω στην αφίσα, είπα “παιδιά, ούτε μία στο εκατομμύριο”.
Το ίδιο κάναμε και με τους Dead Kennedys όταν ήρθαν να παίξουν εδώ. Ήταν κάποιο ποτό πάνω στην αφίσα και τους λέω “εμείς στην αφίσα δεν μπαίνουμε. Καλύτερα να μην παίξουμε”.
Εκεί βρήκαμε ως συμβιβαστική λύση να μην υπάρχει το όνομά μας στις αφίσες στους δρόμους, όπου υπήρχε πάνω τους γραμμένο το ποτό, αλλά να υπάρχουμε μόνο στις διαδικτυακές, όπου αυτό έλειπε. Εκεί βρήκαμε αυτήν τη χρυσή τομή και παίξαμε.
Οπότε τώρα κλείνετε 40 χρόνια και κάνετε μια μεγάλη συναυλία.
Η γιορτή μας ξεκινάει απ’ τη Θεσσαλονίκη και καταλήγει στην Αθήνα, χωρίς να αποκλείονται και κάποιες άλλες πόλεις που είναι στο τραπέζι. Κλείνουμε έναν κύκλο-φωτιά όπως είπαμε, και οι Panx Romana είναι ένα μέσο που μας έχει ταξιδέψει χωρίς να έχουμε καταλάβει πως πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια.
Και πάντα και οι δράσεις που αναπτύσσαμε μέσα απ’ την μπάντα ήταν τόσο ενδιαφέρουσες και γεμάτες λόγους ζωής, που κοιτάζοντας το παρελθόν δεν βλέπουμε μόνο συναυλίες γεμάτες με πάθος και αδρεναλίνη -για παράδειγμα το ταβάνι του “Αν Club” να στάζει και να βρέχει κανονικά από την ανάσα χιλίων ανθρώπων. Βλέπουμε κι ότι υπάρχουν άνθρωποι πίσω που σηματοδοτούν κάποια εποχή, ιστορίες που αξίζει να τις θυμάσαι και να τις κουβεντιάζεις, όπως είπαμε τώρα για αυτό το παιδάκι από την Ασία.
Νιώθω όμως και τύψεις για μερικά παιδιά που δεν κατάφεραν να ξεκόψουν απ’ τα ναρκωτικά.
Γιατί να νιώθεις τύψεις;
Γιατί τα πιόματά τους έχουν γίνει και με δικά μας τραγούδια.
Εντάξει, δεν έχεις την ευθύνη όμως.
Μπορεί εμείς να δίνουμε ένα καθαρό στίγμα βασισμένο στην πράξη και να κάνουμε ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό, αλλά τα πιόματά τους γίνονται με τις μουσικές όλων μας. Νιώθω τύψεις όχι μόνο για το ότι ως μια κοινότητα μουσικών δεν καταφέραμε συλλογικά να το αποτρέψουμε αλλά και για το ότι κάποιοι από εμάς το ενθάρρυναν.
Δεν είναι τυχαίο το ότι έχω κάνει αυτήν την κουβέντα με τον Θάνο Ανεστόπουλο και του είχα πει “δεν νομίζεις ότι χρωστάμε να πούμε κάτι πιο ουσιαστικό σε όλο αυτόν τον κόσμο που μας ακούει;”. Και έτσι συμφωνήσαμε και κάναμε μια κουβέντα μπροστά σε κάμερα με βασικό μότο το “βάλτε να πιούμε ζωή”.
Γενικώς θα ήθελα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ με μουσικούς όπου θα βγούμε και θα πούμε τα αυτονόητα.
Το βλέπεις τώρα αυτό να συμβαίνει και με τους χιπ χοπ καλλιτέχνες; Να έχουν πέσει στην ίδια λούπα και μια μέρα να νιώθουν κι αυτοί αντίστοιχες τύψεις;
Βρίσκω πολλά παιδιά που ακούνε χιπ χοπ στα προγράμματα. Σε μια από τις επισκέψεις μας στις φυλακές Κορυδαλλού μαζί με ένα από τους νεότερους συνεργάτες μου από τους Σαλταδόρους, τον Βασίλη Ράλλη, συναντήσαμε νέους ανθρώπους με σκοπό μια εποικοδομητική μουσική επικοινωνία βασισμένη και στις δικές μας εμπειρίες προκειμένου να τους ξεκλειδώσουμε σιγά σιγά να μας πουν και αυτοί τις δικές τους.
Ήταν και πάνκηδες και χιπχοπάδες, οι περισσότεροι ήταν με κουκούλες και κατεβασμένα τα κεφάλια, να σε κοιτάνε μέσα απ’ τα φρύδια τους.
Και αφού αρχίσαμε να ξεκλειδώνουμε τον έναν μετά τον άλλον, κάποια στιγμή σπάει και ένας πιτσιρίκος, 21 χρονών περίπου, και λέει “εγώ ήρθα εδώ για να δω και να ακούσω τι ήταν αυτό που άκουγε ο αδερφός μου και δεν έπινε”. Και έτσι ξεδίπλωσε την ιστορία του.
Θέλω να πω πως η μουσική και η αγάπη είναι διαβατήριο και φτάνει στις ψυχές, και αν καταφέρεις και κάνεις ρεφρέν μια υγιή σκέψη μπορεί να λειτουργήσει θετικά σε πολλούς. Και έτσι μπορεί κάποια στιγμή να σε σταματήσει κάποιος στον δρόμο, να είναι πάνω στη μηχανή, και να σου πει “σε ευχαριστώ για τον τρόπο που με μεγάλωσες αδελφέ”. Και εσύ να μην ξέρεις ούτε το όνομά του.
Αυτές είναι οι “Rock ‘n’ Roll βοήθειες” που λες, εκεί είναι όλη η προσπάθεια και όλη η ιστορία των Panx Romana τελικά. Αυτό είναι που μετράει.
ΠΗΓΗ: www.news247.gr