Σήμερα τυπικά τελειώνει η καραντίνα – λέω τυπικά γιατί ουσιαστικά υπάρχει χαλάρωση των μέτρων ήδη από το Πάσχα.
Γράφει ο Αντώνης Καρπετόπουλος:
Χθες τα νέα κρούσματα ήταν μόλις έξι κι αυτό σημαίνει πως παρότι ο κόσμος κυκλοφορεί, προσέχει. Εχω την εντύπωση πως οι μέρες της χαλάρωσης, μας βοήθησαν να δημιουργήσαμε μικρές παρέες (φίλων ή συγγενών) με τους οποίους μοιραστήκαμε το μετά την απομόνωσης: μαζί τους μπορούμε νομίζω να έχουμε κοινωνικές σχέσεις άφοβα. Δεν πετύχαμε την περίφημη «ανοσία της αγέλης», που ονειρευόταν ο Μπόρις Τζόνσον (κι είχε ως συνέπεια τριάντα χιλιάδες νεκρούς στο μεγάλο νησί), αλλά δημιουργήσαμε πολλές μικρές αγέλες: αν κολλήσαμε μεταξύ μας χωρίς συμπτώματα, ο ιός έκανε την πρώτη φάση του κύκλου του. Να δούμε τι θα γίνει τώρα: η αγωνία είναι νομίζω δεδομένη.
Οφείλουμε τουλάχιστον να κοιτάζουμε τι γίνεται στις χώρες που αποφάσισαν την άρση της καραντίνας πριν από τη δική μας. Ευτυχώς, στη Γερμανία μολονότι υπήρξε λίγος φόβος για την αύξηση των κρουσμάτων, τα πράγματα εξελίσσονται καλά. Σαφώς πάνε πολύ καλύτερα στη Δανία και στην Τσεχία. Η Δανία έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που προχώρησε σε άρση των μέτρων για βρεφονηπιακούς, παιδικούς σταθμούς και σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Στην Τσεχία τα σχολεία έχουν ανοίξει, όπως και όλα τα μικρά καταστήματα. Την Παρασκευή η τσέχικη κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι από τις 11 Μαΐου προχωρά στο άνοιγμα των πολιτιστικών και αθλητικών χώρων, (θα επιτρέπονται σε αυτούς έως 100 άνθρωποι), το άνοιγμα των εμπορικών κέντρων και των πολυκαταστημάτων. Σε θέατρα και σινεμά θα τηρούνται αποστάσεις, οι θεατές θα φορούν μάσκες αλλά δεν θα αγοράζουν ποπ κορν και αναψυκτικά: μικρό το κακό. Επειδή παντού υπάρχουν και οι εξαιρέσεις στο Αζερμπαϊτζάν διαβάζω είχαμε πισωγύρισμα: άνοιξαν σχολεία και καταστήματα για μια εβδομάδα, αλλά επειδή τα κρούσματα φούντωσαν, η κυβέρνηση πήρε κάποια μέτρα πίσω.
Όλοι μαζί μπορούνε
Είμαι περίεργος για το τι θα γίνει εδώ, αν και παρατηρώ πως πριν από τα κρούσματα φουντώνουν σιγά σιγά οι φωνές: οι φωνές όσων ξεθάρρεψαν τώρα που είδαν πως τα θύματα στην Ελλάδα είναι ελάχιστα (κι άρχισαν να μιλούν για καταπατημένα δικαιώματα…) και οι φωνές όσων περιμένουν την ελεημοσύνη του Κράτους βαφτίζοντας τα επιδόματα και τις χρηματοδοτήσεις «κρατική κοινωνική υποχρέωση». Πριν καλά καλά επιστρέψουμε σε μια κάποια ομαλότητα πληθαίνουν στο διαδίκτυο όσοι μας καλούν «να αντισταθούμε στον κρατικό αυταρχισμό» και όσοι ονειρεύονται καλοκαιριάτικα ότι το Κράτος θα αρχίσει να μοιράζει λεφτά γιατί του περισσεύουν: βοήθησε και η Πρωτομαγιά. Χτίζεται το μέτωπο «του δώσε και μένα μπάρμπα» κι είναι ώρα να ακουστεί κάποιος, που πέρα από λεφτά σε όλους, θα υποσχεθεί και κατάργηση του κορονοϊού «με ένα νόμο και ένα άρθρο». Αυτή τη φορά η διάκριση δεν έχει να κάνει με πολιτικές θέσεις, αλλά με την περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής: ακούω από διάφορους κυνικά ότι και να πεθάνει και κανένας δεν έγινε κάτι – «οι άνθρωποι πεθαίνουν».
Στις τάξεις του νέου μετώπου χωράνε όλοι: δήμαρχοι που λένε ότι όλα γίνονται για να πέσει ο Τραμπ, παπάδες που θα θελαν να δικάσουν τον Τσιόδρα γιατί δεν επέτρεψε την περιφορά του επιταφίου, όσοι δεν γουστάρουν την Πρωτοψάλτη γιατί τραγούδησε, Φουρτουνάκηδες της αγανάκτησης και Βροντάκηδες του πληκτρολογίου, πνευματικοί άνθρωποι χωρίς μυαλό και κυρίως συνομοσιολόγοι. Ολοι μαζί μπορούνε.
Που ήταν όλοι αυτοί;
Δεν μου κάνει εντύπωση που κάποιοι ήδη άρχισαν τα κηρύγματα ανυπακοής στο «όνομα των δημοκρατικών ελευθεριών που καταπατήθηκαν», ούτε με εκπλήσσει το γεγονός ότι πριν καλά καλά υπάρξει η άρση των μέτρων διάφοροι άρχισαν να φωνάζουν στο διαδίκτυο ότι «δεν θα ανεχθούν άλλα μέτρα ξανά» – κάποιοι πιο ευφάνταστοι ορκίζονται ότι υπάρχουν και σκοτεινά σχέδια επιβολής δικτατοριών, που είναι να απορείς που τα ξέρουν. Όλα αυτά οφείλονται σε ιδεοληψίες δεκαετιών, που κουβαλάνε πολλοί στο κεφάλι τους: υπάρχει ένας κόσμος έτοιμος να δεχτεί κάθε εξήγηση αρκεί να μην είναι προφανής, γιατί η προφανής εξήγηση τον πονάει. Παντού επίσης, αν οι θεωρίες συνομωσίας κερδίζουν την προσοχή των ανθρώπων, αυτό συμβαίνει γιατί οι συνομοσιολόγοι μπορούν να πουν οτιδήποτε εξωφρενικό «στη γλώσσα του λαού», τη στιγμή που οι επιστήμονες μοιάζουν υποχρεωμένοι να εξηγούν τα πάντα με δυσνόητες λεπτομέρειες.
Ωστόσο απορώ που διάβολο ήταν όλοι αυτοί όταν η πανδημία ξεκίνησε. Μάζευαν πληροφορίες; Έκαναν επιστημονική γυμναστική; Ατσαλώνονταν και οργάνωναν τη νέα αντίσταση; Κάνω τις ερωτήσεις ενώ ξέρω ότι δεν έκαναν τίποτα από αυτά: φοβισμένοι για τις ζωούλες τους, που λατρεύουν, είχαν κρυφτεί στο καβούκι τους. Αν σήμερα όλοι αυτοί ξεσπαθώνουν είναι γιατί η χώρα με λιγότερους από 150 νεκρούς πέρασε υποδειγματικά το πρώτο κύμα. Κι αυτό τους επιτρέπει να βρουν το ρόλο τους: να μιλήσουν εκ του ασφαλούς στο όνομα του λαού, του οποίου την εκπροσώπηση έχουν αναλάβει εργολαβικά.
Η ευκαιρία της κρίσης
Όταν η περιπέτεια ξεκίνησε ήξερα ότι δύσκολα θα υπήρχε ένας ικανοποιητικός επίλογος καθώς δυο τινά θα συνέβαιναν: ή θα μετρούσαμε χιλιάδες νεκρούς όπως οι Ιταλοί, οι Ισπανοί, οι Βέλγοι, οι Ελβετοί, οι Γερμανοί και θα ζούσαμε μέρες δακρύων και εθνικής κατάθλιψης ή θα τα καταφέρναμε, ως εκ θαύματος και θα βγάζαμε τα μαχαίρια αμέσως μετά, αφού η έλλειψη φόβου οδηγεί σε μια εκ του ασφαλούς κήρυξη επανάστασης στο όνομα της λατρεμένης αγανάκτησης. Ευτυχώς από τα δυο σενάρια συνέβη το δεύτερο: με τις υπερβολές, τις πανστρατιές, τους ορκισμένους ανυπάκοους και τους κάθε λογής ψεκασμένους, είναι ευκολότερο να αναμετρηθούμε – αν η χώρα ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο όλοι αυτοί θα ήταν πάλι στην πρώτη γραμμή για να κουνάνε δάχτυλα και να ζητάνε λαϊκά δικαστήρια με το ίδιο θράσος, αλλά με άλλη αντζέντα.
Στην πραγματικότητα ήταν πάντα εδώ: όταν ξεκίνησε η πανδημία έτρεχαν στις εκκλησιές για να κοινωνήσουν ή μας έλεγαν να βάλουμε αλοιφές, γιατί όλα αυτά δεν είναι παρά ένας ανόητος φόβος που διακινεί το σύστημα. Σήμερα, αφού έσωσαν το λατρεμένο τομάρι τους, βγαίνουν κάνοντας πάλι αυτό που ξέρουν: τζάμπα μαγκιές με στόχο την προσοχή του πλήθους σήμερα και τους ψήφους του αύριο – ήδη άρχισαν να χτίζουν καριέρες. Κάθε κρίση είναι ευκαιρία: ειδικά αν έχεις το θράσος να κοροϊδεύεις τον κουρασμένο κόσμο.
Θα γυρίσουμε σπίτι
Αν ο κόσμος τσιμπήσει δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα. Όπως κανείς δεν μπορεί να πείσει και το στρατό όσων απαιτούν κρατικό χρήμα να λογικευτούν: δεν θα το κάνουν και είναι λογικό. Όποιος αισθάνεται ότι η κρίση τον χτύπησε άδικα, είτε είναι καλλιτέχνης, είτε άνεργος, είτε παππάς που λέει ότι είναι άδειο το παγκάρι της εκκλησιάς, είτε δήθεν επιχειρηματίας που απλά μυρίστηκε δάνεια που μπορεί να γίνουν καταθέσεις στην Ελβετία, θα υψώσει τις σημαίες της διεκδίκησης: καλά ξεμπερδέματα στην κυβέρνηση από την οποία όλοι θα ζητούν να λύσει σε ένα τρίμηνο τα προβλήματα μιας οικονομικής κρίσης που χτύπησε τον πλανήτη ολόκληρο.
Σήμερα βγαίνουμε. Αλλά θα γίνεται τέτοιος χαμός σε λίγο εκεί έξω που προβλέπω, όλοι εμείς που δεν ζούμε για να αγανακτούμε, να γυρνάμε σπίτι τρέχοντας…
ΠΗΓΗ: www.karpetshow.gr