Γράφει η Φαίη Φραγκισκάτου:
Τα καλοκαίρια δε διαβάζω πλέον βιβλία. Αυτή η ψυχαναγκαστική συνήθεια που μας κόλλησε το σχολείο των αρχών του 80 – να διαβάζουμε οποιοδήποτε βιβλίο προηγουμένως διαβαζόταν κατόπιν έγκρισης των γονέων ή των δασκάλων. Η ελευθερία του να διαβάζεις οτιδήποτε θες ή, έστω, που έχεις βρει στην βιβλιοθήκη των μεγαλύτερων. Η ελεύθερη ανάγνωση, ωστόσο, παρότι εξ ορισμού ανθρωποκεντρική λειτουργία, έχει καταλήξει άλλη μια μηχανιστική διαδικασία από τους μαθησιακούς θεσμούς, την αγορά εργασίας, την πολιτική και την γραφειοκρατία. Ναι, έχουμε διαβάσει πολλά, ειδικά εμείς του Παντείου, από Ντεμπόρ και Αλτουσέρ μέχρι Χριστιανόπουλο και τη Δυναστεία των Ντακ. Και τι έγινε; Πόσο πιο ελεύθεροι γίναμε μέσα από αυτήν την καταναλωτική μανία των λέξεων;
Εξαίρεση στον κανόνα μου να μη διαβάζω καλοκαιριάτικα είναι τα πονήματα φίλων ή γνωστών που τις περισσότερες φορές έχουν να πουν κάτι βιωματικό, έστω κι αν χρησιμοποιούν φανταστικά μοτίβα γραφής. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο ΣΙΧάνθρωπος του Νίκου Κουτσογιάννη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Γιώργου Χρονά (οδός Πανός, 2023) πριν λίγους μήνες και υπέπεσε στην αντίληψή μου τις μέρες του καύσωνα.
Πρόκειται για μια μικρή ιστορία για τον τρόπο που τελειώνει ο κόσμος, χωρίς πάταγο ούτε κραυγή, μέσα σε συνθηκες ποστ πάνκ δυστοπίας, ελευθεριακού χιούμορ μη πολιτικής ορθότητας και μεθυσμένων στίχων.
Όλα ξεκινάν σε μια στάση λεωφορείου για τη Νέα Ζωή στο Περιστέρι. Ρώτησα λοιπόν τον Νίκο για ποιο λόγο η πλοκή αρχίζει στη στάση του 705 (που πλέον δεν «ταξιδεύει» από τη Νέα Ζωή στο κέντρο της Αθήνας), του ίδιου λεωφορείου που μας έκαναν γνωστό οι Στέρεο Νόβα το 1993 στο ομώνυμο κομμάτι από το άλμπουμ Ντισκολάτα. Να τι μου απάντησε:
Μένω στο Περιστέρι και το 705 είναι μια από τις πολλές συνδέσεις που υπάρχουν στο βιβλίο με τη δεκαετία του 80, τότε που χρησιμοποιούσα συχνά τα λεωφορεία 706 και 705. Προτίμησα το 705 λόγω του προορισμού (Νέα Ζωή) και φαντάζομαι γι’ αυτόν τον λόγο ονόμασαν έτσι το κομμάτι τους οι Στέρεο Νόβα: το «Νέα Ζωή 705» δηλαδή είναι πιο ποιητικό / συμβολικό από το π.χ. «Ζωγράφου 222». Η Αθήνα γενικά πάντα μου φαινόταν άσχημη πόλη, όπως μάλλον όλες, δεν έχω zήσει σε άλλη, αλλά δεν μπορώ να αντέξω ούτε υποθετικά την ιδέα να μένω αλλού… Η Αθήνα είναι παρούσα στον ΣΙΧάνθρωπο, παρόλο που η κεντρική αφήγηση φαινομενικά διαδραματίζεται μακριά από τον πολιτισμό. Ένα από τα μοτίβα του βιβλίου είναι οι επαναλαμβανόμενες περιγραφές μιας άρρωστης μεγαλούπολης που καταρρέει χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι κάτοικοί της. Ένα ακόμη μοτίβο του βιβλίου είναι τα τραγούδια στο πιο άθλιο μπαρ της πόλης από έναν μισότρελο μουσικό, για τον οποίο η παρακμή φαίνεται να αποτελεί πηγή έμπνευσης και η καταστροφή ευκαιρία για διασκέδαση. Άλλωστε, «μέλλον δεν υπάρχει, αυτό που είναι τώρα ήταν και πριν και θα είναι και μετά»!
Σε μια αφήγηση λοιπόν εξωτερικά ωμή αλλά σε επίπεδο δεύτερης ανάγνωσης, βαθιά ανθρωποκεντρική, το τέλος του κόσμου λαμβάνει χώρα μέσα από μια αισθητική που θυμίζει την αμεσότητα προηγούμενων δεκαετιών αλλά και την επιτακτική ανάγκη επανεφεύρεσης του στο παρόν. Ό,τι πρέπει για τις μέρες ενός καύσωνα που θύμισε τον αντίστοιχο του 87, μόνο που 36 χρόνια μετά, όσο κι αν όλα δείχνουν το ίδιο απελπιστικά σ αυτήν την πόλη, εμείς έχουμε μεγαλώσει.
Ο Σιχάνθρωπος του Νίκου Κουτσογιάννη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός.
ΠΗΓΗ: www.merlins.gr