Πριν από μερικές ημέρες έπεσα πάνω στο DVD με τίτλο Adrian Borland – Walking In The Opposite Direction, ένα ντοκιμαντέρ για την ζωή και την μουσική του εγκέφαλου του αγγλικού συγκροτήματος The Sound.
Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας:
Πριν αρκετά χρόνια είχα δει στο διαδίκτυο ένα βίντεο όπου ο Bob Borland, ο πατέρας του, μακαρίτης από το 2017, παρακαλούσε όποιον είχε κάποιο αντικείμενο, κάποιο σουβενίρ του γιού του να έρθει σε επαφή μαζί του και μολονότι είχα ακούσει ότι κάποιοι γύριζαν ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τον Adrian, αγνοούσα ότι είναι έτοιμο και διαθέσιμο.
Κάποια ημέρα είχα μια συζήτηση με ένα φίλο για το πόσο αδικημένο συγκρότημα ήταν οι Sound επειδή τα τραγούδια τους μπορεί να φαίνονταν απλοϊκά αλλά δεν ήταν. Ήταν πάρα πολύ καλές συνθέσεις.
Παραδόξως, δεν είδα ποτέ μου κάποιον Βρετανό φίλο να μιλά ή να ασχολείται με τους Sound, ενώ αντιθέτως το συγκρότημα χαίρει μεγάλης εκτίμησης από Έλληνες, Ιταλούς και Ισπανούς. Ίσως επειδή ο Adrian Borland είχε επιλέξει να βρίσκεται σε μια σκοτεινή γωνιά του rock ’n’ roll και μιας και δεν είχε τις καλύτερες δημόσιες σχέσεις, η μουσική του δεν έκανε ποτέ επιτυχία. Αν διαβάσει κανείς τις κριτικές, είναι θαρρείς και ο μουσικός τύπος τον μισούσε. Όλα αυτά, μαζί με τους προσωπικούς του δαίμονες, ήταν παράγοντες που συνετέλεσαν στο τραγικό του τέλος.
«Οι Sound έπεσαν πάνω στην εποχή της εικόνας», ήταν η άποψη του φίλου μου. Κι αυτό είναι σωστό και έχει τη βάση του.
«Την εποχή που εμφανίστηκαν, το MTV έψαχνε για μουσικούς με σεξαπίλ, ωραία χαρακτηριστικά, μοντέλα που έπαιζαν μουσική όπως οι Duran Duran και οι Spandau Ballet. Οι Sound δεν είχαν καμιά τύχη. Δεν ήταν στα πρότυπα που έψαχνε το MTV γι αυτό και δεν έγιναν φίρμες παρόλο που ήταν μπαντάρα», διευκρίνισε.
Ο Adrian Borland γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1957 και το 1973 σχημάτισε το συγκρότημα Syndrome μαζί με τους συμμαθητές του Adrian «Jan» Janes στα τύμπανα και Bob Lawrence στο μπάσο. Με την γοητεία που ασκεί ο Albert Camus στους αναγνώστες του, το 1976 οι τρείς νεαροί αποφάσισαν να μετονομαστούν Outsiders από το βιβλίο του Camus, The Outsider (Ο Ξένος).
Η φιλοσοφική έννοια του παραλογισμού ως μέρος της ανθρώπινης κατάστασης, το ότι ουσιαστικά η ζωή καθίσταται άνευ νοήματος από τους αδιάκοπους, επαναλαμβανόμενους κύκλους της, όπως το θέτει ο συγκεκριμένος Γάλλος συγγραφέας, φαίνεται ότι είχε επηρεάσει κάποια ροκ συγκροτήματα. Λίγο αργότερα, για παράδειγμα, οι Cure έγραψαν το τραγούδι «Killing an Arab», επηρεασμένοι από το βιβλίο που είχε επηρεάσει και τους Sound, ενώ στη δεκαετία του 2000 οι Αμερικάνοι Titus Andronicus έγραψαν το κομμάτι «Albert Camus».
Τον Αύγουστο του 1976, οι Outsiders άρχισαν να ηχογραφούν στο πατρικό του Borland τα εννέα τραγούδια που θα έμπαιναν στο άλμπουμ Calling on Youth. Έστησαν ένα πρόχειρο στούντιο στο μπροστινό δωμάτιο του σπιτιού και ο πατέρας του Adrian ανέλαβε χρέη ηχολήπτη. Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώθηκαν τον Σεπτέμβριο και αφού τύπωσαν μόνοι τους 1000 κόπιες τις κυκλοφόρησαν τον Μάιο του 1977. Το Calling on Youth ήταν το πρώτο πανκ ροκ DIY άλμπουμ που κυκλοφόρησε στην Μεγάλη Βρετανία, κάτι που πολλοί το παραβλέπουν ακόμα και σήμερα.
Οι Clash είχαν εγκαινιάσει το Roxy, το ιστορικό punk στέκι του Λονδίνου, παίζοντας εκεί την 1 Ιανουαρίου 1977 και οι Outsiders πραγματοποίησαν εκεί κάποιες εμφανίσεις με τους Generation X, τους Jam και τους Vibrators, κλείνοντας πάντα το πρόγραμμά τους με το «Looking at You» των MC5
Ωστόσο, το Calling on Youth δεν απέσπασε καθόλου καλές κριτικές, με την εφημερίδα Sound να σχολιάζει ότι «πρόκειται για ένα απελπιστικά ανώριμο άλμπουμ» και τη NME να επικρίνει την εμφάνιση των μελών της μπάντας λέγοντας ότι «τα μάγουλά τους είναι τόσο κόκκινα που θα τα ζήλευε ακόμα και μια γυναίκα που αρμέγει αγελάδες στο Devon». Η εμφάνιση λοιπόν ήταν το κριτήριο της NME – και όλα αυτά πριν το MTV.
Ανεξάρτητα από τις κακές κριτικές, στα χρόνια που ακολούθησαν το συγκεκριμένο άλμπουμ επανακυκλοφόρησε πολλές φορές, τόσο σε βινύλιο όσο και σε CD από διάφορες εταιρείες.
Κάθισα και άκουσα όλο τον δίσκο και πιστεύω ότι περιέχει μερικά πολύ αξιόλογα τραγούδια, όπως το «On the Edge», όπου ο Borland κάνει την έκπληξη παίζοντας σόλο στην κιθάρα του, κάτι που δεν θα ακούσετε να κάνει αργότερα με αυτό το παλιοροκάδικο στυλ. Η πρώτη πλευρά του δίσκου είναι τυπικό καλοπαιγμένο πανκ ροκ και πιο δυναμική από την δεύτερη, η οποία πάντως κλείνει με ένα δυνατό «Terminal Case». Μπορεί οι δύο πλευρές να είναι λίγο άνισες, σίγουρα πάντως δίσκος δεν είναι «απελπιστικά ανώριμος»…
Η μπάντα πάντως δεν το έβαλε κάτω και τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησε το 7” ΕΡ One to Infinity όπου μπορεί εύκολα να ακούσει κανείς τη μανία των Stooges στο τραγούδι που ανοίγει την πρώτη πλευρά, και το κλασικό βρετανικό πανκ στο «New Uniform» που ακολουθεί. Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το «Consequences» που δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά το «Freeway» έχει κάτι από πρωτόγονους Spacemen 3, με αυτά τα ανάποδα βάθη του high hat και τη θεματική μονοτονία της κιθάρας. Άσχετα από τη δική μου σημερινή γνώμη, εκείνη την εποχή η εφημερίδα ΝΜΕ το έθαψε πάλι, αν και ο δημοσιογράφος Mick Mercer ήταν πιο θετικός γράφοντας ότι «Οι Outsiders αντιμετωπίζονται αρνητικά επειδή έχουν μακριά μαλλιά, αλλά αξίζει να γίνουν αποδεκτοί όπως έγιναν οι Boomtowns, ο Tom Robinson, οι Saints». Για τους συλλέκτες, το 2019 η γερμανική Mad Butcher Classics επανακυκλοφόρησε το άλμπουμ σε 400 μαύρα και 100 ροζ αντίτυπα.
Το 1978, ένας φίλος του Borland, ο Pete Williams, έχοντας πληρωθεί από την δουλειά του, εμφανίστηκε στην αγαπημένη του παμπ με ένα μάτσο στίχους και πρότεινε στους φίλους του, Adrian Borland, Adrian Janes, Graham Bailey, και στην κοπέλα του, Bi Marshall, να τους μελοποιήσουν στο στούντιο της περιοχής τους, όπερ και εγένετο. Ο Adrian έπαιξε την κιθάρα, ο Williams έκανε τα φωνητικά, ο Bailey φόρεσε το μπάσο, ο Adrian Janes κάθισε στα τύμπανα και η Bi Marshall έφερε το κλαρινέτο της. Έτσι ηχογράφησαν αυτοσχεδιάζοντας επτά τραγούδια μέσα σε μια μέρα. Και επειδή όλοι τους ήταν φανατικοί οπαδοί του George Romero πήραν το όνομά τους από την ταινία του The Crazies.
Οι Crazies δεν σκόπευαν να κυκλοφορήσουν δίσκο. Ο Williams (ο οποίος στη συγκεκριμένη φάση είχε το ψευδώνυμο Lord Sulaco) ήθελε να γράψει μερικές κασέτες με αυτά τα τραγούδια και να τις μοιράσει σε φίλους του. Τελικά, το υλικό κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε βινύλιο το 2021 από την εταιρεία Optic Nerve Recordings με τίτλο A Simple Vision.
Την ίδια χρονιά, το 1978, οι Outsiders κυκλοφόρησαν ένα δεύτερο άλμπουμ με τίτλο Close Up, αλλά στη διάρκεια των ηχογραφήσεων ο Lawrence τα παράτησε και τον αντικατέστησε ο Graham «Green» Bailey. Στο Close Up, ο Borland άρχισε να παίζει τα κιθαριστικά σχήματα που όλοι γνωρίζουμε από τους Sound. Τραγούδια όπως το «Vital Hours» που ανοίγει τον δίσκο, και το «Out of Place», είναι μια μετεξέλιξη του πανκ που έπαιζε η μπάντα μέχρι εκείνη την στιγμή. Όσο κι αν το πρωτόγονο πανκ κλίμα της εποχής υπάρχει διάσπαρτο, είναι εμφανές ότι κάτι άρχιζε να αλλάζει στον ήχο. Ακόμα και σε κάποια τέμπο των τυμπάνων, όπως στο «Touch and Go» ή στο post punk στυλάκι του «Semi-Detached Life».
Πάντως, με την ολοκλήρωση του Close Up και ο Adrian Janes αποχώρησε από τους Outsiders για να πάει στο κολέγιο και στην θέση του ήρθε ο Michael Dudley που ήταν κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερος από τα υπόλοιπα μέλη. Στην σύνθεση προστέθηκε και η Bi Marshall ως τέταρτο μέλος, η οποία αρχικά έφερε το κλαρινέτο της αλλά κατόπιν έπαιξε βασικό ρόλο στην διαμόρφωση του ήχου της μπάντας. Ίσως, τελικά, οι Crazies να ήταν ένα πείραμα για την δημιουργία αυτού του νέου γκρουπ που θα είχε τελικά το όνομα The Sound.
Κάποιο βράδυ που το συγκρότημα θα εμφανιζόταν ζωντανά, η Marshall έφερε μαζί της τα πλήκτρα ενός φίλου της πιστεύοντας ότι θα έπαιζε κλαρινέτο μόνο σε κάποια τραγούδια, αλλά ο Borland της είπε: «Τώρα που έχεις τα πλήκτρα, μπορείς να παίξεις σε όλο το σετ». Η κοπέλα ήξερε να παίζει πιάνο κι έτσι έβαλε τις πρώτες πινελιές στον ήχο των Sound και όλοι τους λάτρεψαν το τελικό αποτέλεσμα.
Έχοντας δημιουργήσει ένα στούντιο στο σπίτι των Borland, ανάμεσα στο 1978 και στο 1979 ηχογραφούσαν τις πρόβες τους προκειμένου να έχουν μια εικόνα της εξέλιξής τους. Δεν υπήρχε πρόθεση να κυκλοφορήσουν αυτά τα τραγούδια που κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια αργότερα, το 1999, σε ένα άλμπουμ με τίτλο Propaganda, όταν η δισκογραφική εταιρεία Renascent άρχισε να κυκλοφορεί όλο τον κατάλογο των Sound.
Στην αρχή της καριέρας τους όμως, η πρώτη επίσημη κυκλοφορία του συγκροτήματος ήταν το επτάιντσο Physical World EP του 1979, Περιλάμβανε τρία δυναμικά τραγούδια με τελευταίο το «Unwritten Law» που υπάρχει και στο Jeopardy, το ντεμπούτο άλμπουμ των Sound.
Η ΕΜΙ και η Korova προσέγγισαν ταυτόχρονα τους Sound με σκοπό να τους υπογράψουν και το συγκρότημα επέλεξε τη δεύτερη επειδή, παρόλο που ήταν θυγατρική της Warner Brothers, έκρινε ότι θα επικεντρωνόταν σε ανεξάρτητα συγκροτήματα αφού το πρώτο που είχε στο δυναμικό της ήταν οι Echo and the Bunnymen. Έτσι οι Sound υπέγραψαν το συμβόλαιο στις 21 Ιουλίου 1980.
Η Korova κυκλοφόρησε το Jeopardy τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς και αμέσως μετά οι Echo and the Bunnymen και οι Sound βγήκαν μαζί για μια μεγάλη περιοδεία στην Αγγλία. Tο σινγκλ του δίσκου ήταν το «Hayday» που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο αποσπώντας πολύ θετικές κριτικές.
Το πρόβλημα, που πολλοί φυσικά αγνοούσαν ήταν ότι ο Borland υπέφερε πολύ από κατάθλιψη, η οποία επιδεινώθηκε όταν διαγνώστηκε με σχιζοσυναισθηματική διαταραχή.
Στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι στη χώρα μας ακούμε κάποιους στίχους αγγλικών συγκροτημάτων τους χωρίς να τους δίνουμε ιδιαίτερη σημασία μιας και τα αγγλικά δεν είναι η μητρική μας γλώσσα, ωστόσο λένε τα πράγματα ακριβώς όπως έχουν για τον δημιουργό. [Άσχετο, βέβαια, αλλά για πολλά χρόνια το «I Can’t Escape Myself» που ανοίγει το Jeopardy ακουγόταν στα ελληνικά μπαράκια και κάποιοι νόμιζαν πως ήταν των Cure]. Καλό όμως θα ήταν να αναφέρω μερικούς από τους στίχους αυτού του τραγουδιού:
Τόσα και τόσα συναισθήματα κρέμονται εδώ μέσα / Έχω μείνει ολομόναχος μ’ αυτόν που φοβάμαι περισσότερο / Είμαι άρρωστος κι έχω βαρεθεί να σκέφτομαι / θέλω μόνο να ξεσπάσω και να ξεφορτωθώ αυτή την επιδερμίδα / Δεν μπορώ να ξεφύγω από τον εαυτό μου.
Φυσικά, αν δεν γνωρίζεις τον άνθρωπο, δεν μπορείς να φανταστείς ότι εκείνη την στιγμή εκθέτει δημόσια τo αληθινό του πρόβλημα. Ωστόσο, σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει αργότερα η Bi Marshal παραπονέθηκε ότι ο κόσμος συνέδεε τους στίχους του συγκροτήματος με την ασθένεια του Adrian, ενώ δεν έγραφε εκείνος όλους τους στίχους. Η Marshal πάντως δεν έμεινε για πολύ στο συγκρότημα. Μερικές μέρες μετά την περιοδεία με τους Bunnymen καβγάδισε με τον Borland και εκείνος την απέλυσε.
Για να επιστρέψω όμως στο Jeopardy, οι πωλήσεις ήταν ανεπαρκείς με εξαίρεση τη Νέα Ζηλανδία όπου το άλμπουμ μπήκε στα 30 πρώτα του καταλόγου επιτυχιών.
Την παραγωγή του επόμενου άλμπουμ που είχε τίτλο From the Lions Mouth ανέλαβε ο Hugh Jones, ο οποίος είχε κάνει την παραγωγή στο άλμπουμ Heaven Up Here των Echo & the Bunnymen και είχε δουλέψει σαν ηχολήπτης με τους Adam and the Ants, τους Teardrop Explodes και τους Simple Minds. Στα πλήκτρα κάθισε ο Colvin «Max» Mayers και ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1981 χωρίς μεγάλη επιτυχία, πουλώντας όμως πάνω από 100.000 αντίτυπα παγκοσμίως. Αν και το σινγκλ του άλμπουμ ήταν το «Sense of Purpose (What Are We Going to Do)», το τραγούδι που ακόμα και σήμερα αγαπούν οι φίλοι των Sound στην Ελλάδα από το From the Lions Mouth είναι το «Winning», άλλο ένα αυτοσαρκαστικό άσμα.
Κάποιοι κριτικοί στην Αγγλία άρχισαν να συγκρίνουν την σκοτεινή ατμόσφαιρα αυτού του δίσκου με το άλμπουμ Closer των Joy Division.
Χάρη στη φιλία τους, ο μπασίστας Graham «Green» Bailey και ο Borland έγιναν ο πυρήνας των Sound. Μετά το Close Up και τη δημιουργία των Sound, η συνεργασία τους επεκτάθηκε στους Second Layer, ένα project με το οποίο ηχογράφησαν, παράλληλα με τους Sound, το πειραματικό cold wave άλμπουμ World Of Rubber (Cherry Red, 1981), καθώς και δύο EP. Για όποιον ενδιαφέρεται, καλό θα ήταν να τα ακούσει επειδή εκείνη την εποχή τέτοιες δουλειές μπορεί να ακούγονταν παράξενες, μινιμαλιστικές και προκλητικές, αλλά σήμερα θεωρούνται σαν πρώιμο industrial.
Την ίδια χρονιά, εκτός από το άλμπουμ των Sound και το side-project των Second Layer, ο Borland συναντήθηκε με τον Jello Biafra των Dead Kennedys, τον Morgan Fisher των Mott the Hoople και τον Christian Lunch, και έπειτα από μια γερή κρασοκατάνυξη στο διαμέρισμα του Fisher στο Λονδίνο έπιασαν τα όργανα και ηχογράφησαν τέσσερα τραγούδια για ένα ΕΡ, το οποίο κυκλοφόρησαν με το όνομα The Witch Trials. Πρόκειται για ένα πείραμα που κινείται κάπου ανάμεσα στους Throbbing Gristle και το no wave των Residents, με τον Biafra να υποδύεται τον ρόλο του κακού και να απαγγέλει φρικιαστικές ιστορίες επιθέσεων από την αστυνομία αλλά και γενικότερων διαστροφών. Ήταν μια από τις πρώτες δοκιμές του στο spoken word. Στο εξώφυλλο του The Witch Trials υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία για τους συντελεστές του, αφήνοντας υπόνοιες ότι πρόκειται για κάποια σούπερ συνεργασία, αλλά παρόλα αυτά, η Alternative Tentacles δεν το προώθησε καθόλου.
Στο μεταξύ, η Korova άρχισε να πιέζει τους Sound να γράψουν εμπορικότερα τραγούδια επειδή τα δύο άλμπουμ που είχαν κυκλοφορήσει δεν την είχαν ικανοποιήσει εμπορικά.
Χωρίς να έχουν την όρεξη να γίνουν εμπορικότεροι για να κάνουν το κέφι της εταιρείας, τον Αύγουστο του 1982 οι Sound μπήκαν στο Manor Studio για τις ηχογραφήσεις ενός νέου άλμπουμ με μηχανικό ήχου τον Flood, ο οποίος τότε έκανε τα προσωπικά άλμπουμ των Soft Cell αλλά τον γνωρίζουμε επίσης σαν παραγωγό των a-ha, των Depeche Mode, των Erasure, των Nine Inch Nails, των Nitzer Ebb, των U2 και άλλων.
Το άλμπουμ All Fall Down κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1982, δίχως να προηγηθεί κάποιο σιγκλ και χωρίς προώθηση από την εταιρεία. Εδώ είναι εμφανές ότι οι Borland και Bailey έχουν φέρει στον ήχο κάποια καινούργια στοιχεία με τα οποία είχαν πειραματιστεί παίζοντας με τους Second Layer, αλλά είναι κυρίως μια εξέλιξη του ήχου των Sound προς μια κατεύθυνση που δεν άρεσε στην εταιρεία κρίνοντας τον ήχο «σαφώς αντιεμπορικό».
Ακολούθησαν δυσμενείς κριτικές από τον μουσικό τύπο, όπως αυτή του Johnny Waller της Sound που έγραψε: «Αυτό είναι το άλμπουμ που οι Sound δεν θα έπρεπε να είχαν κάνει ποτέ, δεν χρειαζόταν να το κάνουν, θα μπορούσαν να το είχαν κάνει στον ύπνο τους […] [δεν] προσθέτει σχεδόν τίποτα στο μινιμαλιστικό πάθος του Jeopardy και του επόμενου, του πιο εντυπωσιακά δομημένου From the Lions Mouth και, ως εκ τούτου, είναι ουσιαστικά άχρηστο». Και ολοκλήρωσε την κριτική του με την φράση «Κοιτάξου στον καθρέφτη, Adrian, προτού καταρρεύσετε όλοι» (ένα λογοπαίγνιο με τον τίτλο του άλμπουμ). Μήπως αυτό ακούγεται σαν κριτική κάποιου από τη δισκογραφική εταιρεία; Ε, μετά από αυτό το άλμπουμ η Korova τερμάτισε το συμβόλαιο συνεργασίας που τους δέσμευε. Το πλήγμα ήταν βαρύ για το συγκρότημα που δεν ανέκαμψε ποτέ.
Οι επόμενες κυκλοφορίες τους ήταν με μικρότερες ανεξάρτητες εταιρίες. Οι Sound υπέγραψαν με την Statik Records (με διανομή την Α&Μ στην Αμερική) και το 1984 κυκλοφόρησαν το mini άλμπουμ Shock of Daylight από το οποίο κυκλοφόρησαν δύο σινγκλ. Οι κριτικές ήταν καλύτερες, αλλά τι να το κάνεις; Οι Sound είχαν χάσει πια το τρένο.
Τον Νοέμβριο του 1984, το συγκρότημα μπήκε στα Townsend Studios να ηχογραφήσει το Heads and Hearts, το τέταρτο άλμπουμ του. Σε σύγκριση με το Shock of Daylight, ακούω ότι το Heads and Hearts επιστρέφει κάπως στον ήχο των δύο πρώτων τους άλμπουμ, ενώ το Shock of Daylight φλερτάριζε αρκετά με πιο ποπ στοιχεία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, νομίζω ότι τις πρώτες εντυπώσεις κερδίζει η λυρικότητα του «Total Recall», το οποίο δεν υπήρχε στα τρία σινγκλ που κυκλοφόρησαν από το άλμπουμ («One Thousand Reasons», «Temperature Drop» και «Under You». Φυσικά. όλα αυτά έχουν να κάνουν με προσωπικό γούστο.
Το συγκρότημα πάντως βγήκε σε περιοδεία για να βοηθήσει στην προώθηση του Heads and Hearts και από εκείνες τις εμφανίσεις κυκλοφόρησε το διπλό άλμπουμ In the Hothouse, ηχογραφημένο στη διάρκεια δύο εμφανίσεών τους στο Marquee Club του Λονδίνου τον Αύγουστο του 1985 με τραγούδια από όλες τις μέχρι τότε κυκλοφορίες τους.
Το πέμπτο και τελευταίο άλμπουμ των Sound κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα με τίτλο Thunder Up από τη βελγική Play It Again Sam. Ο ήχος της μπάντας είχε πλέον μαλακώσει και είχε χάσει τα στοιχεία που τον χαρακτήριζαν στα δύο πρώτα άλμπουμ. Οι κριτικές όμως που πήραν ήταν καλές, άρα ποιος ο λόγος να διαλυθούν;
Η αλήθεια είναι πως από το 1985 και μετά, τα συμπτώματα της κατάθλιψης του Borland γίνονταν όλο και πιο έντονα με αποτέλεσμα στην διάρκεια της περιοδείας για την προώθηση του Thunder Up το 1987, να σταματήσει να παίζει ενώ βρίσκονταν κάπου στην Ολλανδία και να φύγει στην σκηνή.
Αυτή ήταν η τελευταία εμφάνιση των Sound…
Κάποτε ένα μέλος της μπάντας μίλησε για κάποια φάση που είχε συμβεί λίγο πριν διαλυθούν το 1987: ο Adrian βρισκόταν σε ένα αεροπλάνο πεπεισμένος ότι είχε απαχθεί από εξωγήινους και ότι ο φίλος του από την μπάντα ήταν ο ET. Η τραγωδία που τον περιέβαλλε είναι πολύ καθαρή: στα τέλη της δεκαετίας του ’80 η κατάστασή του επιδεινώθηκε και τα μέλη της μπάντας του αποφάσισαν ότι δεν μπορούσαν να τον αφήσουν να συνεχίσει στο συγκρότημα καθώς κατέρρεε και χρειαζόταν βοήθεια.
Την επόμενη χρονιά ο Borland μετακόμισε στην Ολλανδία, μιας και στις Κάτω Χώρες οι Sound γνώριζαν σχετική επιτυχία. Εκεί, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Joachim Pimento» βρέθηκε ξανά με τον Pete Williams (που χρησιμοποιούσε ακόμα το ψευδώνυμο Lord Sulaco) και μαζί με τον Daiquiri J. Wright (πραγματικό όνομα: Graham Pearson) και τη Zoe Zettner, δημιούργησαν τη μετεξέλιξη των Crazies που αυτή την φορά άκουγε στο όνομα Honolulu Mountain Daffodils. Το συγκρότημα αυτό δεν έδωσε ποτέ συναυλία και μάλιστα αργότερα ο Lord Sulaco και ο Daiquiri J. Wright πέθαναν κι αυτοί.
Οι Honolulu Mountain Daffodils κυκλοφόρησαν τα άλμπουμ Guitars of the Oceanic Undergrowth, το 1987 μέσω της Hybrid Records (είχε κυκλοφορήσει άλμπουμ των Vandals, των Guadalcanal Diary, των Flesh for Lulu και άλλων). Το άλμπουμ κινείται στα πλαίσια του πειραματισμού, του post punk και της ψυχεδέλειας. Στο ομώνυμο τραγούδι, πάνω από τον ρυθμό των τυμπάνων και τα πιατίνια που στροβιλίζονται, πάνω το πένθιμο εκκλησιαστικό όργανο και τις κιθάρες που γίνονται σιγά-σιγά όλο και πιο έντονες, o Lord Sulaco ακούγεται σαν τον Jim Morrison να απαγγέλει την ιστορία κάποιου που μεταλλάσσεται από άνθρωπος σε ένα πλάσμα που γίνεται ένα με τον ωκεανό. Είναι κάτι σαν μυστηριώδης ιεροτελεστία, και αν κάποιος πίστευε ότι τα μέλη της μπάντας έκαναν πλάκα, εδώ σίγουρα καταλαβαίνει ότι τα πράγματα είναι μάλλον σοβαρά. Δεν είναι αντιπροσωπευτικό του δίσκου, αλλά έχει μια μαγεία. Συνολικά, είναι ένα άλμπουμ με τις διαθέσεις των τραγουδιών να εναλλάσσονται συνεχώς και σίγουρα δεν είναι για όλους μια εύκολη ακρόαση.
Στο άλμπουμ Tequila Dementia του 1988, το κέφι, οι αναφορές στον θάνατο και το περίεργο μαύρο χιούμορ των Honolulu Mountain Daffodils συνεχίζονται, μόνο που εδώ έχουν ανακαλύψει τα samplers. Ο δίσκος βγήκε από την Zinger Records που είχε κυκλοφορήσει Lime Spiders, The Lizard Train κ.α. Μου αρέσει πολύ ο στίχος «The Pope is screaming ‘cause he knows that he can/For a peanut-butter sandwich in the Vatican» από το τραγούδι «(I Feel Like a) Francis Bacon Painting». Εδώ το συγκρότημα φτάνει σε σημείο να φλερτάρει ακόμα και με τον μηχανικό krautrock ήχο των Neu! στο «Also Spracht Scott Thurston».
Σε κάθε άλμπουμ των Honolulu υπάρχει κι ένα τραγούδι που ειρωνεύεται τη θρησκεία. Στο πρώτο είναι ήταν το «Hanging on the Crosses (By the Side of the Road)» με στίχους όπου χριστιανοί που μαρτύρησαν στα χέρια των Ρωμαίων προσδοκούν την ανάστασή τους για να πάρουν εκδίκηση. Στο Tequila Dementia είναι το «Menace in the Font» με την τρομακτική ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα πλήκτρα, τους στίχους από την Αποκάλυψη που ψιθυρίζει ο Sulaco, και τελος, με τον Daiquiri J. Wright να γρυλίζει: «Μας ακούς Dave Χίπη; Μας ακούς, φιλαράκο;» (Ο Dave ο Χίπης ήταν κάποιος που ήταν μεγάλος θαυμαστής του «Guitars of the Oceanic Undergrowth». Οπότε, φανταστείτε πόσο θα χάρηκε με αυτό το μήνυμα).
Ακολούθησε ένα τρίτο άλμπουμ, το Aloha Sayonara (1991, Mission Discs). Εδώ η διάθεση από τραγούδι σε τραγούδι αλλάζει συχνότερα από ό,τι στα προηγούμενα άλμπουμ τους. Σε μια σπάνια όμως συνέντευξή τους είχαν αποκαλύψει ότι είχαν σχεδιάσει εξαρχής να ηχογραφήσουν τρία άλμπουμ και μετά να το διαλύσουν. Από την κιθαριστική post-punk pop του «Hurricane Marilyn» μέχρι τον ηλεκτρονικό ala Kraftwerk πειραματισμό του «Electronic Alcoholic» και το «Drug Dog Girl», όπου ο Sulaco αλλάζει την φωνή του για να μοιάζει με του Iggy Pop, ενώ η αλλόκοτη ματιά που είχαν για τον κόσμο αποτυπώνεται στο ομότιτλο τραγούδι το οποίο μιλά για το Περλ Χάρμπορ αλλά από τη σκοπιά ενός Ιάπωνα πιλότου.
Ο Peter Kember των Spacemen 3 μνημονεύει τους Honolulu Mountain Daffodils ως μεγάλη επιρροή.
Παράλληλα, το 1989, ο Borland έκανε παραγωγή στο δέκατο άλμπουμ των Felt, Me and a Monkey on the Moon και την ίδια χρονιά η βελγική Play it Again Sam κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ των Adrian Borland And The Citizens με τίτλο Alexandria που σηματοδοτεί το ξεκίνημα της προσωπικής καριέρας του Βρετανού μουσικού. Ο ήχος είχε πλέον ελάχιστη σχέση με εκείνον των Sound και ο δίσκος πούλησε γύρω στα 10.000 αντίτυπα στην Ευρώπη και κοντά στα 1000 στην Αγγλία, κάνοντας τον Borland να καταλογίσει τις χαμηλές πωλήσεις στην κακή διανομή.
Την επόμενη χρονιά βρέθηκε ξανά πίσω από την κονσόλα ως παραγωγός, αυτή την φορά στο ομώνυμο άλμπουμ των Ιρλανδών Into Paradise καθώς και στο Under The Water που κυκλοφόρησαν εκείνη την χρονιά. Δούλεψε πάλι ως παραγωγός και το 1991 στο άλμπουμ τους Churchtown, μετά το τέλος της συνεργασίας του με τους Honolulu Mountain Daffodils.
Το 1992, οι Adrian Borland And The Citizens επέστρεψαν με το δεύτερο άλμπουμ τους, Brittle Heaven. Προσωπικά πιστεύω ότι o ήχος του έχει πλέον διαφοροποιηθεί τόσο που θα μπορούσε να είναι ένα άλμπουμ των Echo and the Bunnymen ή των Waterboys. Αυτό βέβαια δεν είναι απαραίτητα κακό, απλά δείχνει την κατεύθυνση που είχε πάρει ο ήχος του Borland.
Το 1994 ήρθε η σειρά του άλμπουμ Beautiful Ammunition που κυκλοφόρησε απλά με το όνομά του. Εδώ υπάρχουν ως επί το πλείστον φωτεινές μπαλάντες αλλά και μερικές σκοτεινές, πάνω από όλα όμως εδώ υπάρχει το τραγούδι «Someone Will Love You Today» με τον στίχο «Κάποιος θα σε αγαπήσει σήμερα, περίμενε και κάποιος θα νοιαστεί». Είναι το τραγούδι που αργότερα θα ακουστεί στην κηδεία του.
Ο Borland θα γράψει τα τελευταία του τραγούδια με τον Carlo Van Putten, τον τραγουδιστή των Convent και των Dead Guitars, με τον οποίο έγινε στενός φίλος και συνεργάστηκε στους White Rose Transmission, το προσωπικό όχημα του Carlo. To 1995 κυκλοφόρησαν το ομώνυμο άλμπουμ τους ενώ για το δεύτερο, που είχε τίτλο 700 Miles of Desert το 1999, στην παρέα προστέθηκε ο Mark Burgess των Chameleons, ο οποίος έγραψε για τον Borland το τραγούδι «Adrian Be».
Παλεύοντας για πολλά χρόνια με τα ψυχολογικά του προβλήματα και έχοντας αποπειραθεί τουλάχιστον τρεις φορές να αυτοκτονήσει, μερικές μέρες πριν βάλει οριστικά τέλος στη ζωή του ο Adrian είχε επισκεφθεί μια παλιά του σύντροφο σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Σε ένα γράμμα προς τους δικούς του εξέφραζε το φόβο ότι θα τον έκλειναν στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Σπρίνγκφιλντ.
Κι όμως είχε κάνει τόσα σχέδια για το 1999: δύο περιοδείες, νέες κυκλοφορίες, και παλιό υλικό σε ένα άλμπουμ με τίτλο Propaganda που τελικά κυκλοφόρησε στις 26 Απριλίου.
Το προηγούμενο βράδυ όμως, ο Borland γλίστρησε αθόρυβα στον σταθμό Wimbledon και τα ξημερώματα της 26ης Απριλίου, βούτηξε στις γραμμές, μπροστά σε μια διερχόμενη ταχεία.
Ήταν μόλις 41 ετών. Οι τελευταίες του λέξεις στη διαδικτυακή του σελίδα ήταν: «To those that still care, thanks, see you soon. You’ll be hearing from me!»
Απολαύστε το Judgement (Κρίση), ίσως ένα από τα ομορφότερα τραγούδια των SOUND…