Ίνγκραμ: «Ο Γκάλης μου στέρησε πολλά λεφτά»
Σε διασκεδαστική συνέντευξή του στο Gazzetta, ο Ντέιβιντ Ίνγκραμ υποκλίνεται στον «Βασιλιά», όπως τον αποκαλεί, ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεών από μια ένδοξη εποχή αυτή που έζησε στο Ιβανώφειο με τον αγαπημένο του Ηρακλή.
Κατά του αστυνομικούς συγγραφείς, ο δολοφόνος πάντα επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, ο λεγάμενος χρειάστηκε κοντά 29 χρόνια για να βρει τον δρόμο αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Το «λεγάμενος» είναι έκφραση που συνηθίζει ο άνθρωπος ο οποίος άθελά του και πάνω στη φούρια της καθημερινότητας αλλοίωσε την προφορά του ονόματός του, φθάνοντας (σήμερα) στο σημείο να μοιάζει εξόχως διασκεδαστικό. Ο αγαπητός Στράτος Παζούλης, δημοσιογράφος παλιάς κοπής, πραγματικός δάσκαλος, λογοτέχνης στον τρόπο γραφής, άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας, παραδέχεται μέχρι και σήμερα ότι με τα εγγλέζικα δεν τα πήγαινε καλά. Και σε μια εποχή δίχως κινητή τηλεφωνία, η παραποίηση ενός ξένου ονόματος δεν στοιχειοθετούσε δα και έγκλημα, ήταν κάτι σύνηθες. Εξάλλου, αποκλειστική είδηση είχε. Κι έτσι προέκυψε το «Ίνγκραμ» που στο κάτω-κάτω της γραφής είναι πιο εύηχο από το «Ντέιβιντ Έινκρουμ», όπως προφέρεται το όνομά του. «Και να με φωνάζεις Ίνγκραμ, δεν θα παρεξηγηθώ. Το έχω συνηθίσει. Στην αρχή ακουγόταν παράξενα, από τη στιγμή όμως που κατάλαβα ότι εμένα εννοούσαν κι εγώ ήξερα ποιος είμαι, τι σημασία είχε; (γέλια)», είπε.
Η συνάντηση προγραμματίστηκε στο «ξύλινο» (σ. σ. Ιβανώφειο), ήρθαν όμως τα πάνω κάτω με το ξαφνικό ταξίδι του υιού (Ντέιλαν) προς Λαύριο μεριά. Παρεμπιπτόντως, το καλύτερο (μου) το είπε ένας φίλος του Ηρακλή καθώς αναρωτήθηκε γιατί ο γιος δεν υπέγραψε στην αγαπημένη ομάδα του καθότι αυτή ψάχνει παίκτη, αλλά αυτή η απόφαση θα κριθεί εκ του αποτελέσματος. Τελικώς η κουβέντα έγινε στο Porto Palace και οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν από τις πιο διασκεδαστικές που έκανα ποτέ. Είναι ωραίος τύπος. Large, άνετος, με χιούμορ, μηδέν βεντετισμό και τη διάθεση να απορροφήσει τις σκέψεις του συνομιλητή του σε σημείο να χαθούν οι ρόλοι. Με ένα χαμόγελο να συντροφεύει κάθε λέξη του, μια ιστορία να φωτίζει το πρόσωπό του. Άνθρωπος με κουλτούρα.
Γενικώς γελάσαμε πολύ, αλλά αυτός δάκρυσε όταν πάτησε το πόδι του στη Θεσσαλονίκη έπειτα από σχεδόν τρεις δεκαετίες. Δεν είναι δα μικρό πράγμα να επιστρέφεις σ’ ένα μέρος στο οποίο πέρασες τα πέντε πιο παραγωγικά χρόνια της αθλητικής ζωής σου. «Σχεδόν τριάντα χρόνια είναι πολύς καιρός. Στο αεροπλάνο μ’ έπιασε κρύος ιδρώτας γιατί δεν ήξερα τι πρόκειται να συναντήσω. Φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη είδα ένα άλλο αεροδρόμιο. Στο αυτοκίνητο, προσπαθούσα να κολλήσω εικόνες αλλά φίλε, έχει αλλάξει η πόλη. Πλέον τρως σε διαφορετικά μέρη. Από το αεροδρόμιο προς το γήπεδο προσπαθούσα να θυμηθώ τους δρόμους μέχρι το σπίτι μου στον Προφήτη Ηλία. Η Θεσσαλονίκη δεν έχει καμία σχέση με την πόλη που άφησα. Είστε φιλόξενοι και καλοί άνθρωποι. Έζησα τη Θεσσαλονίκη σε μια άλλη εποχή και η ζωή ήταν απολαυστική. Περπάτημα δίπλα στη θάλασσα, μπροστά από τον Λευκό Πύργο. Καμία πίεση, κανένα άγχος. Καφεδάκι με θέα τον Θερμαϊκό. Θέλεις να βγεις από το σπίτι σου στις 11-12 τη νύχτα, το κάνεις με ασφάλεια. Η Θεσσαλονίκη που έζησα ήταν μια πόλη που χαλάρωνε τον αθλητή. Καθάριζε τις σκέψεις του».
«Ποιο ΝΒΑ; Χίλια χρόνια Ηρακλής»
Ο ίδιος γνωρίζει αν κλειδαμπάρωσε αριστοτεχνικά έναν κρυφό πόθο στα εσώψυχά του, αλλά ιδιαίτερο «κάψιμο» για το ΝΒΑ δεν εμφάνισε. «Δεν λέω ότι δεν το ήθελα, αλλά το ΝΒΑ δεν ήταν ποτέ ο στόχος μου. Αν είχα 6-7 πόντους παραπάνω ύψος, ίσως τα κατάφερνα», είπε και να… το πλατύ χαμόγελο. «Δεν μετανιώνω για την καριέρα μου. Πέρασα πολύ όμορφα. Έκανα αυτό που ήθελα, έπαιζα ένα άθλημα για παιδιά και πληρωνόμουν πολύ καλά για τη δουλειά μου. Έπαιξα στον Ηρακλή. Ερχόμενος πριν από 34 χρόνια ήταν σαν ένα ραντεβού με το άγνωστο. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ αυτό που συνέβη αλλά νιώθω ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους του Ηρακλή. Μου έδωσαν μια ευκαιρία. Θα μπορούσαν να είχαν επιλέξει κάποιον άλλον. Αυτό μου έδωσε κίνητρο. Ήθελα να αποδείξω ότι έκαναν τη σωστή επιλογή. Προσπάθησα σκληρά, ήθελα να δείξω το καλύτερό μου πρόσωπα και να κερδίσω παιχνίδια. Ξέρεις, κάποιοι παίκτες ζουν με το όνειρο να αγωνιστούν στο ΝΒΑ. Προσωπικά, δεν το είχα ποτέ. Στόχος ήταν να παίζω, να απολαμβάνω αυτό που αγαπώ και φυσικά να πληρώνομαι γι’ αυτό που κάνω. Στο κάτω-κάτω της γραφής ήταν μια καλή συμφωνία. Έτσι ήρθα στον Ηρακλή».
«Πήγα να πιώ νερό και τελικώς ήρθα στην Ελλάδα»
Εν συντομία, ο τίτλος περιγράφει την όλη διαδικασία άφιξής του στη Θεσσαλονίκη. Αυτή η ιστορία είναι (λίγο πολύ) γνωστή. Ο Μάκης Καλανταρίδης είχε ταξιδέψει στο Σίρακιους για να τσεκάρει λαβράκια και στεκόταν σαν inspector σε μια γωνιά, παρακολουθώντας τους παίκτες που συμμετείχε στο καμπ. «Βλέπω έναν τύπο με περίεργο βλέμμα να στέκεται εκεί σε μια γωνιά και να παρακολουθεί. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη… και φθάνουμε στην Πέμπτη. Πήγα να πάρω ένα μπουκάλι νερό και μου είπε ‘τι θα έλεγες να έρθεις στην Ελλάδα;’ Του απάντησα ‘οκ’ αλλά δεν το πίστεψα. ‘Θα σου στείλουμε εισιτήριο’, είπε. Φεύγοντας από το γήπεδο μου είπαν ότι υπήρχε ένα αεροπορικό εισιτήριο στο όνομά μου με προορισμό την Ελλάδα. Δεν ήξερα και πολλά, αλλά μπήκα στο αεροπλάνο και ήρθα. Βασικά, ήξερα ελάχιστα πράγματα για την Ελλάδα. Πού να φανταστώ ότι θα περνούσα μια ζωή στη Θεσσαλονίκη».
Κι έτσι έφτασε σα γαμπρός στη νύφη του Θερμαϊκού. Skinny, με κοκάλινα γυαλιά… «for fashionable reasons», που λένε και στο Αμέρικα. Για να έρθει η ώρα της διαπραγμάτευσης. Ο «τύπος» δεν είχε ιδέα περί της ελληνικής αγοράς.
Το συμβόλαιο των… δέκα bonus
«Μα, δεν ήξερα την αγορά στην οποία είχα έρθει. Δεν γνώριζα πόσα χρήματα έπαιρναν οι υπόλοιποι ξένοι παίκτες για να έχω τουλάχιστον μια εικόνα πόσα θα έπρεπε να ζητήσω. Ξέρεις, εκεί σκέφτεσαι ότι δεν πρέπει να αδικήσεις τον εαυτό σου αλλά δεν πρέπει και να ρισκάρεις να χάσεις και τη δουλειά. Είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, οπότε πήγαμε σ’ ένα μοντέλο πολλών μπόνους. Συζητώντας, οτιδήποτε σκεφτόμουν το έβαζα σαν μπόνους. Βολές, εύστοχα δίποντα, ριμπάουντ, ασίστ και φυσικά το μεγάλο μπόνους του πρώτου σκόρερ. Ερχόμενος στη Θεσσαλονίκη μου είχαν πει για τον Γκάλη αλλά πού να φανταστώ».
Ο Ίνγκραμ
Κι εκεί άρχισαν τα πολλά γέλια. Γιατί οι 35αρες δεν ήταν αρκετές. «Φίλε, ο Γκάλης μου στέρησε πολλά λεφτά (γέλια). Τι να έκανα; Ήταν ο καλύτερος. Νόμισα ότι με τη λογική των μπόνους, θα εξασφάλιζα περισσότερα χρήματα και η αλήθεια είναι ότι το πέτυχα, αλλά ο Γκάλης δεν μ’ άφησε να βγω πρώτος σκόρερ. Έτσι είναι αυτά. Είναι ο καλύτερος. Είναι ο βασιλιάς».
«Είσαι για ένα μονό;»
Παρένθεση: Την περασμένη Τετάρτη, όταν ο Νίκος Γκάλης αποδέχθηκε την πρόσκληση του Γ.Σ. Ηρακλής για την εκδήλωση εορτασμού των 113 χρόνων του συλλόγου, μιλώντας στο τηλέφωνο, μου είπε… «είναι μεγαλύτερη τιμή να σε αναγνωρίζει ο αντίπαλος και φυσικά θα είναι ο Ντέιβιντ». Τρέφει μεγάλο σεβασμό για τον Ίνγκραμ. Ανέκαθεν τον αναγνώριζε ως αντίπαλο. Ακόμη και τώρα όπου ο «Νικ» διανύει το 65ο έτος της ηλικίας του και ο Αμερικανός το 64ο. «Μόλις με είδε μου είπε ‘είσαι για ένα μονό;’ και του απάντησα ‘όποτε θέλεις’. Είναι φοβερός», είπε ο Αμερικανός. Αυτή ήταν η πρώτη στιχομυθία τους στο Ιβανώφειο, το μεσημέρι τις περασμένης Κυριακής.
«Ήταν σκληρές οι μονομαχίες μας αλλά και το μπάσκετ ήταν διαφορετικό. Τότε οι ομάδες είχαν τη δυνατότητα χρησιμοποίησης δύο Αμερικανών. Μοιραία ήταν μεγαλύτερος ο όγκος των ευθυνών. Τώρα έχουν έναν για να πασάρει, άλλον για να παίρνει ριμπάουντ, άλλον για να κάνει σκριν κι άλλον για να σκοράρει. Εμείς τα κάναμε όλα και συμφέραμε», είναι το συμπέρασμα από τη σύγκριση των εποχών. «Θεωρώ ότι ήμασταν ανώτεροι στα βασικά του αθλήματος. Επιδιώκαμε την επαφή ήμασταν καλύτεροι στο physical game, τώρα οι παίκτες έχουν μεγαλύτερη επιδεξιότητα. Η επιστήμη εισήλθε στον τρόπο προπόνησης αλλά και της αξιολόγησης των αντοχών τους, έχουν προσωπικούς γυμναστές, διατροφολόγους, κάνουν ατομικά προγράμματα… άλλα πράγματα».
«Όταν είχα να αντιμετωπίσω τον Γιαννάκη προσπαθούσα να κοιμηθώ»
Κι εκεί άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι των αναμνήσεων. «Ο Παναγιώτης Γιαννάκης ήταν ο δυσκολότερος αντίπαλος. Σκληρός τύπος. Καλός άνθρωπος και εξαιρετικά ανταγωνιστικός. Τις νύχτες πριν τα παιχνίδια με τον Άρη προσπαθούσα να κοιμηθώ όσο περισσότερο γινόταν γιατί ήξερα τι με περίμενε την επόμενη μέρα. Μόλις περνούσα τη φυσούνα, τον έβλεπα να με περιμένει στο κέντρο του γηπέδου. Σα να σου έλεγε ‘εδώ είμαι και σε περιμένω’. Ήταν πολύ δύσκολο να τον αντιμετωπίσεις. Γι’ αυτό ξεχωρίζω εκείνη τη νίκη επί του Άρη στο Ιβανώφειο. Εκείνο το παιχνίδι έσβησε στα χέρια μας. Στο γήπεδο δεν έβλεπες τίποτε άλλο από την τρέλα των οπαδών μας. Το θυμάμαι σαν χθες.
Γούσταρα πολύ τους οπαδούς μας. Φωνακλάδες, περήφανοι για την ομάδα τους, σου μετέδιδαν το δικό τους πάθος. Δεν ήξερα ότι λένε το Ιβανώφειο ‘κλουβί’, από εσένα το ακούω. Εκφραστικοί, ήταν πάντα δίπλα σου. Έπαιζαν μαζί σου».
Ίνγκραμ και Γκάλης
«Ζηλεύω αυτά που κατέκτησε ο Γκάλης»
Να βάλουμε και λίγο παράπονο. Οι μικρότεροι σε ηλικία δεν γνωρίζουν ότι ο Ηρακλής στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ήταν ο τρίτος πόλος μαζί με τον Πανιώνιο. Ο «ιστορικός» κατέκτησε ένα Κύπελλο Ελλάδας, σε αντίθεση με τον Ηρακλή που πλησίαζε στην πηγή αλλά δε νικούσε τη αφυδάτωση. «Στο μπάσκετ πληρώνεσαι για να κάνεις κάτι που λατρεύεις από παιδί, αλλά πρέπει κάτι να κερδίσεις. Δεν το κατάφερα κι αυτό με πειράζει μέχρι σήμερα. Ξέρεις, ζηλεύω τον Γκάλη για τους τίτλους που κατέκτησε. Τα πήρε όλα. Στο τέλος της ημέρας, μένουν οι τίτλοι μαζί με τις αναμνήσεις. Τα λεφτά φεύγουν, με τους συμπαίκτες σου χάνεσαι, σου μένουν οι εικόνες και οι τίτλοι. Ναι, θα ήθελα να γυρνάω σπίτι και να βλέπω κάποια κύπελλα. Τι να κάνουμε; Ο Γκάλης έκανε όπως ο Τζόρνταν. Ο Μάικ του καλούσε στο παιχνίδι και τους έλεγε ότι ‘θα παίξουμε και στο τέλος θα το πάρω εγώ’ και πήρε έξι στη σειρά. Έτσι έκανε και ο Γκάλης. Έπεσα στην εποχή του».
Η ελληνοποίηση δεν έγινε ποτέ
Καλοκαίρι 1992. Επισήμως δεν αναφέρθηκε το παραμικρό, κατά τον αστικό μύθο όμως ο Ντέιβιντ Ίνγκραμ ήταν ένα βήμα πριν την εξασφάλιση ελληνικής υπηκοότητας. Είχε συμπληρώσει πενταετία, νόμιμα είχε το δικαίωμα και οι συνθήκες ήταν κατάλληλες. Υπουργός Εσωτερικών ήταν ο Σωτήρης Κούβελας ο οποίος ουδέποτε έκρυψε τα κυανόλευκα συναισθήματά του. Δεν θα έκανε όμως κάτι παράνομο, όλα θα βάδιζαν στο μονοπάτι της νομιμότητας. Ο Αμερικανός είχε ενημερωθεί, για δύο εβδομάδες ήταν… απίκο στη Θεσσαλονίκη αλλά μάταια. Το κακό είχε αρχίσει από τα τέλη της περασμένης σεζόν (1991-92) και αναλαμβάνοντας την τεχνική ηγεσία του Ηρακλή ο Θόδωρος Ροδόπουλος εκτίμησε ότι ο κύκλος του Ίνγκραμ στον Ηρακλή είχε κλείσει. Κι έτσι εμφανίστηκε ο Στιβ Μπαρτ. Η ελληνοποίηση δεν έγινε ποτέ, ο ίδιος πήρε τα μπογαλάκια του και πήγε σε άλλη παραλία, αυτή του Τελ Αβίβ.
«Δεν περίμενα να φύγω από τον Ηρακλή. Ήταν εξαιρετικά δύσκολη στιγμή. Δεν αποχωρίζεσαι έτσι απλά το σπίτι σου. Είχα συνηθίσει στη Θεσσαλονίκη, ο Ηρακλής είχε γίνει η οικογένειά μου και ξαφνικά… φεύγω. Ήταν απογοητευτικό αλλά το διαχειρίστηκα σαν άντρας. Εκνευρίστηκα γιατί ένιωσα ότι είχα δώσει και τη ζωή μου. Ωστόσο και το μπάσκετ είναι μπίζνες, οπότε έπρεπε να συμβιβαστώ».
Ο Μπαρτ έκανε απίθανα πράγματα στα λίγα παιχνίδια που έπαιξε με τον Ηρακλή καθώς μη αγωνιστικοί λόγοι τον οδήγησαν στην έξοδο. Κι έτσι το μενού περιλάμβανε μια ιντριγκαδόρικη ερώτηση και μια… πληρωμένη απάντηση. «Δε νομίζω ότι με ξέχασαν. Αυτό αποδεικνύει αυτή η τιμητική πρόσκληση. Θα μπορούσαν να καλέσουν άλλους Αμερικανούς, αλλά εγώ είμαι εδώ. Νομίζω ότι το κέρδισα μέσα από την αγωνιστική παρουσία μου, τη συμπεριφορά μου και τον σεβασμό που είχα για τον κόσμο και τα χρήματα που έπαιρνα. Δεν είμαι ο τέλειος άνθρωπος, αλλά είμαι καλός».
Η Μακάμπι και ο «λαχνός» του μισού εκατομμυρίου δολαρίων
Παραμερίζοντας τον συναισθηματικό παράγοντα, ο Ίνγκραμ έκανε βήμα παραπάνω φεύγοντας από τον Ηρακλή γιατί δεν πήγε… όπου κι όπου, αλλά στη θρυλική Μακάμπι Τελ Αβίβ και μάλιστα με συμβόλαιο άνω των 500.000 δολαρίων. Προφανώς, το λες και εξέλιξη. Βέβαια, εκεί δεν ήταν αυτός που είχαμε μάθει στην Ελλάδα. «Άλλη κατάσταση. Στη Μακάμπι όλοι οι παίκτες ήταν υψηλού επιπέδου, είχαν μάθει να διεκδικούν το Πρωτάθλημα Ευρώπης. Πέρασα όμορφα αλλά δεν είχα να κάνω τόσα πολλά. Δεν κερδίσαμε τον τίτλο καθώς αποκλειστήκαμε στους ημιτελικούς. Χρειάστηκε χρόνο προσαρμογής γιατί εκεί οι απαιτήσεις ήταν διαφορετικές. Άλλος κρατούσε την μπάλα, εγώ έπρεπε να βγαίνω για να την παίρνω. Δεν είχα την ευθύνη να βάλω 30 πόντους αλλά ήμουν ένας από τους παίκτες της Μακάμπι. Είχα συνηθίσει να έχω την μπάλα στα χέρια μου, να είμαι ο ηγέτης αλλά εκεί έπρεπε να συνηθίσω σε κάτι διαφορετικό».
Από τη Μακάμπι είχε περάσει ένας από τους καλύτερους φίλος του καθώς στο διάστημα της παρουσίας του Κεν Μπάρλοου στη Θεσσαλονίκη, χτίστηκε μια δυνατή φιλία. Στην πραγματικότητα, ακόμη τρώγονται σαν τα κοκόρια. «Μιλάμε δύο φορές την εβδομάδα. Συνεχίζω να του λέω ότι είμαι καλύτερός του αλλά δεν τον κέρδισα ποτέ (γέλια). Τώρα που το λες, είναι ένα παιχνίδι που θα ήθελα να ξαναπαίξω. Είχαμε χάσει από τον ΠΑΟΚ στη δεύτερη παράταση».
Ο δεύτερος είναι ένα παιδί που μεγάλωσε και τον οποίο πρόκειται να συναντήσει σήμερα το απόγευμα. Ο Νίκος. Τον βοηθούσε έως ότου μάθει τη ζωή στη Θεσσαλονίκη και φυσικά τα κατατόπια.
Ο Doctor J και η προσωπικότητα του Φιλ Τζάκσον
Αν το αλφάδι αριστερό χέρι ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού του λεγάμενου, δεύτερο ήταν το ταμπλό. Η μπάλα «έσκαγε» εκεί και κατέληγε στο καλάθι. Αυτή η ερώτηση οδήγησε σε μια άλλη κουβέντα, σχετική με τους πέντε κορυφαίους παίκτες στην ιστορία του ΝΒΑ. Ο ίδιος πάντα διαχωρίζει το γειτονάκι του, τον θρυλικό Τζούλιους Έρβινγκ. Να και η είδηση. «Είμαστε από την ίδια γειτονιά, στο Ρούζβελτ της Νέας Υόρκης. Τα σπίτια μας δεν απέχουν περισσότερα από 30-40 μέτρα. Ήταν ο πρώτος που το χρησιμοποίησε τόσο έντονα. Είναι ο κορυφαίος μπασκετμπολίστας για μένα. Κάθε γενιά έχει τον δικό της ηγέτη, δικός μου είναι ο Doctor J. Όλα τα μέλη εκείνης της ομάδας της Φιλαδέλφεια μπήκαν στο Hall of Fame. Ο Έρβινγκ είχε τεράστια χέρια, με την παλάμη του αγκάλιαζε με ευκολία την μπάλα και τον βοηθούσε να την αφήσει στο καλάθι με το ταμπλό. Ήταν πιο ασφαλές αυτό το σουτ. Αυτός μου υπέδειξε να χρησιμοποιώ το ταμπλό. Μου είχε πει, αφού είναι εκεί (το ταμπλό) προφανώς υπάρχει κάποιος λόγος».
Ένα δεύτερο πρόσωπο που επηρέασε τον τρόπο σκέψης του είναι ο Φιλ Τζάκσον. Η συνύπαρξή τους περιορίστηκε στον ενάμιση χρόνο στους Albany Patrons στο CBA. «Όπως λειτούργησε στους Μπουλς με τον Τζόρνταν αλλά και στους Λέικερς με τον Κόμπι, λειτούργησε και τότε. Άνετος, φοβερός στο μάνατζμεντ και στη διαχείριση ανταγωνιστικών προσωπικοτήτων. Οι παίκτες τον αγαπούσαν. Θα έλεγα ότι είναι προπονητής των παικτών γιατί έχει παίξει το παιχνίδι, αντιλαμβάνεται τον ψυχισμό του αθλητή και σου δίνει ελευθερία κινήσεων. Σε βάζει στη θέση που πρέπει να είσαι για να πετύχεις. Στις προπονήσεις θα στο φωνάξει, αλλά στους αγώνες καθόταν ήρεμος στον πάγκο και σ’ άφηνε να βγάλεις αυτό που δούλεψες στην προπόνηση. Γι’ αυτό είχε τον σεβασμό των παικτών. Χωρίς τον Φιλ Τζάκσον οι Μπουλς δεν θα είχαν τέτοια επιτυχία. Καταρχήν, τον σεβόταν ο Μάικλ. Από τη στιγμή που είχε τον σεβασμό του Τζόρνταν, όλοι συντάχθηκαν στην ίδια γραμμή».