Κορωνοϊός: Κύμα προσφυγών για πρόστιμα από περιοριστικά μέτρα – Το παράδειγμα της Γερμανίας
Όσα αναφέρουν νομικοί που έχουν προσβάλει τα περιοριστικά μέτρα και την απαγόρευση συναθροίσεων
Κύμα προσφυγών και δικαστικής αμφισβήτησης των προστίμων που έχουν επιβληθεί σε πολίτες σε όλη την Ελλάδα, οι οποίοι παραβίασαν τα περιοριστικά μέτρα της απαγόρευσης συναθροίσεων έχει ήδη δημιουργηθεί ανά την επικράτεια, ενώ τις προσεχείς ημέρες και ενόψει της πιλοτικής δίκης που θα γίνει για το ζήτημα από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), αναμένεται η κατάθεση περισσότερων προσφυγών.
Το ΣτΕ θα κρίνει ουσιαστικά τη συνταγματικότητα του μέτρου με την απόφασή του να αποτελεί οδηγό για όλες τις υπόλοιπες οι οποίες θα εκδικαστούν από τα διοικητικά Πρωτοδικεία. Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη φορά μετά την «καταδίκη» των συμπληρωματικών μέτρων κυκλοφορίας που συνόδευαν τον «Μεγάλο Περίπατο» πέρυσι που το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο θα κληθεί να αποφανθεί ουσιαστικά για τη συνταγματικότητα ενός άλλου μέτρου αυτού της απαγόρευσης συναθροίσεων. Υπενθυμίζεται ότι το τελευταίο διάστημα απαγορεύσεις των συναθροίσεων με αστυνομικές διαταγές είχαμε σε τρεις περιπτώσεις, στο τετραήμερο 15 – 18 Νοεμβρίου, στις 6 Δεκεμβρίου και στο εξαήμερο 26 Ιανουαρίου έως 1 Φεβρουαρίου.
Μόνο στις 17 Νοεμβρίου 2020 – ημέρα εορτασμού της επετείου του Πολυτεχνείου – επιβλήθηκαν περί τα 400 πρόστιμα ύψους 300 ευρώ το καθένα. Για την υπόθεση αυτή υπήρξε προσφυγή από 46 κατοίκους της Θεσσαλονίκης σε βάρος των οποίων κόπηκαν πρόστιμα. Οι πολίτες κατέθεσαν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης αιτήσεις ακυρώσεις των προστίμων και ενδικοφανή προσφυγή κατά των πράξεων επιβολής των προστίμων, η οποια απορρίφθηκε. Στη συνέχεια κατατέθηκε από τους δικηγόρους τους αίτημα στο ΣτΕ, προκειμένου οι υποθέσεις τους να εκδικαστούν στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ως πρότυπες δίκες (πιλοτικές δίκες) και όχι στο Διοικητικό Πρωτοδικείο.
Το αίτημα έγινε δεκτό και ως αποτέλεσμα το ΣτΕ έδωσε εντολή αναστολής εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες ανακύπτει το ίδιο ζήτημα. Η εξέλιξη αυτή κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική από νομικούς κύκλους τη στιγμή μάλιστα που καταγράφεται ένα διεθνές κύμα προσφυγών κατά των απαγορεύσεων που αποφασίζονται και εφαρμόζονται με την επίκληση της πανδημίας του κορωνοϊού, ενώ σε πολλά σημεία του πλανήτη – συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας – οι απαγορεύσεις έχουν αρχίσει να πυροδοτούν και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.
Η πρωτοβουλία για τη δικαστική αμφισβήτηση των προστίμων ανήκει σε ομάδα νομικών από όλη την Ελλάδα και ως εκ τούτου έχουν ήδη υποβληθεί προσφυγές εκτός της Θεσσαλονίκης από πολίτες στην Κέρκυρα, το Ηράκλειο και τα Τρίκαλα, χωρίς ακόμα να έχει μπει στο «χορό» των προσφυγών η Αθήνα και οι πολίτες στους οποίους είχαν επιβληθεί αντίστοιχα πρόστιμα εκείνες τις περιόδους. Εφόσον κάτι τέτοιο προχωρήσει, εκτιμάται ότι οι προσφυγές θα πολλαπλασιαστούν.
«Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι αναστέλλονται οι δίκες στα πρωτοδικεία και όχι τα πρόστιμα» σημειώνει στο «ethnos.gr» ο Βασίλης Τσιγαρίδας, ο ένας εκ των δύο νομικών που ανέλαβαν τη συγγραφή του αιτήματος πιλοτικής δίκης στο ΣτΕ. Και εξηγεί: «Αυτό σημαίνει ότι το εκάστοτε αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο δε θα επιληφθεί της υπόθεσης μέχρι να αποφανθεί το ΣτΕ επί των νομικών ζητημάτων που τίθενται. Πρακτικά περιμένουμε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο αφού δέχτηκε να αξιοποιήσει αυτόν το θεσμό, την πιλοτική δίκη, να επιλύσει όλα τα επιμέρους ζητήματα συνταγματικότητας που εμείς θέτουμε. Κατ’ ουσίαν αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να διαπιστωθεί κατά πόσο μπορεί ο αρχηγός της Αστυνομίας να εκδίδει ανά πάσα στιγμή μία απόφαση, με την οποία να απαγορεύει κατά το δοκούν συναθροίσεις σε όλη την επικράτεια χωρίς να έχει λάβει υπόψη του οποιαδήποτε γνωμοδότηση των αρμόδιων Επιτροπών».
Για τον ίδιο στο ζήτημα της απαγόρευσης συναθροίσεων κρύβεται ένα βασικό θέμα κι αυτό αφορά το γεγονός ότι δεν είχε προηγηθεί σχετική γνωμοδότηση της επιστημονικής επιτροπής για την αποτελεσματικότητά της, ειδικά αν μιλάμε για κορυφαίο περιορισμό της ελευθερίας. Σύμφωνα όμως με τον κ. Τσιγαρίδα τίθεται όμως κι ένα κρίσιμο ζήτημα δημοκρατίας: «Το εντυπωσιακό είναι ότι ενώ ψηφίστηκε ο νόμος για τις συναθροίσεις το καλοκαίρι, δεν περιέλαβε ρύθμιση που να λέει ότι μπορούν να περιοριστούν συναθροίσεις για λόγους δημόσιας υγείας. Ούτε το Σύνταγμα το επιτρέπει. Το ερώτημα είναι λοιπόν για ποιο λόγο δεν το έκανε αυτό ο νομοθέτης. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι πιθανώς το έκανε για να αποφύγει τον κοινοβουλευτικό διάλογο» επισημαίνει.
Διεθνές κύμα προσφυγών
Την ίδια στιγμή όλο και περισσότερα δικαστήρια σε διεθνές επίπεδο εκδικάζουν υποθέσεις που σχετίζονται με τις διάφορες απαγορεύσεις και τα περιοριστικά μέτρα λόγω του κορονοϊού. Πιο πρόσφατη αυτή του γερμανικού ανώτατου δικαστηρίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης, η οποία ακυρώνει την απόφαση της τοπικής κυβέρνησης για απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις οκτώ το βράδυ μέχρι τις πέντε το πρωί, κάνοντας δεκτή τη σχετική προσφυγή μίας γυναίκας από την πόλη Τύμπινγκεν. Οπως μετέδωσε η DW, η επιβολή απαγόρευσης της κυκλοφορίας σε ολόκληρο το κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, με βάση τη σημερινή επιδημιολογική εικόνα, κρίνεται «απλουστευτική και χωρίς διαφοροποιήσεις», ενώ δεν θεωρείται επαρκής τεκμηρίωση «ο φόβος για μία εκθετική αύξηση του αριθμού των νέων κρουσμάτων».
Αυτό δε σημαίνει ότι οι δικαστές απορρίπτουν συνολικά το μέτρο: «Η απόφαση αυτή δεν ήταν πρωτότυπη» υπογραμμίζει ο κ. Τσιγαρίδας θυμίζοντας πως έχει εκδοθεί μια σημαντική απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το οποίο έχει κρίνει αντισυνταγματική την απαγόρευση λειτουργίας των ναών στη Νέα Υόρκη: «Το δικαστήριο δεν έκρινε αν είναι κακό το μέτρο, και θέλω να το τονίσω αυτό. Αυτά τα μέτρα δεν κρίνονται από τα δικαστήρια ως αντισυνταγματικά επειδή είναι απαραιτήτως κακά αλλά επειδή δεν έχει τεκμηριωθεί η αποτελεσματικότητά τους.
Πρακτικά τα δικαστήρια καλούν τη διοίκηση να πει ποια είναι τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της για να καταλήξει σε έναν περιορισμό. Παράλληλα ελέγχουν πόσο έντονος είναι ο περιορισμός, στον οποίο κατέληξε. Αν καταλήξεις σε απαγόρευση, ενώ δεν έχεις τεκμηριώσει επαρκώς, ότι δεν υπάρχει άλλο ηπιότερο μέτρο, είναι δεδομένο ότι υπάρχει πρόβλημα. Αν έχεις καταλήξει σε μεγάλο περιορισμό, χωρίς επίσης να έχεις τεκμηριώσει ότι υπάρχει οποιοδήποτε άλλο μέτρο, επίσης είναι θέμα» ξεκαθαρίζει ο κ. Τσιγαρίδας.
Και αυτές δεν είναι οι μοναδικές υποθέσεις, οι οποίες έχουν φτάσει στα δικαστήρια. Στη Γερμανία το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει εκδώσει τουλάχιστον μία απόφαση που ακυρώνει απαγόρευση συναθροίσεων και μάλιστα στη Στουτγκάρδη την περίοδο κατά την οποία τα κρούσματα ήταν στην κορυφή. Το δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα της συνάθροισης είναι απολύτως θεμελιώδες για τη δημοκρατία ιδίως σε περίπτωση που δεν ασκούνται άλλα δικαιώματα όπως συνδικαλιστικές ελευθερίες, κλπ. «Το ίδιο έκανε το διοικητικό πρωτοδικείο του Αμβούργου και του Παρισιού οπότε υπάρχει αυτή τη στιγμή μία διεθνής τάση βάσει της οποίας τα δικαστήρια θέτουν φραγμούς στην εκτελεστική εξουσία. Η κρατούσα τάση στη νομολογία είναι φυσικά ότι πολλά από τα μέτρα κρίνονται συνταγματικά αλλά υπάρχουν πολύ σημαντικές αποφάσεις που τα κρίνουν αντισυνταγματικά» καταλήγει.
Η απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 6 μ.μ. Θα μπορούσε να φτάσει στο ΣτΕ
Με αφορμή την άρση της απαγόρευσης της κυκλοφορίας στο γερμανικό κρατίδιο, ο δικηγόρος Βασίλης Σωτηρόπουλος επισημαίνει στο ethnos.gr πως «όταν δεν αποδεικνύεται ότι η απαγόρευση της κυκλοφορίας αποτελεί ένα πρόσφορο, κατάλληλο, αναγκαίο μέτρο για την αντιμετώπιση του κορονοϊού, τότε παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας». Προσθέτει ότι το ΣτΕ κάπως έτσι έφτασε στην απόφαση του που αφορούσε την απαγόρευση λειτουργίας κάποιων δρόμων με εισήγηση ΕΟΔΥ ενόψει του «Μεγάλου Περιπάτου». Σύμφωνα με τον ίδιο, εάν κάποιος προσφύγει στο ΣτΕ και για την απαγόρευση κυκλοφορίας, το ανώτατο δικαστήριο «πρέπει να λάβει υποψη την απόφαση αυτή του γερμανικού δικαστηρίου».
Ένα από τα προβλήματα, τα οποία έχουν καταγραφεί είναι και το γεγονός ότι πολλές από τις προσφυγές που γίνονται, φτάνουν να συζητηθούν όταν πλέον οι απαγορεύσεις έχουν ανασταλεί και πρακτικά οδηγούνται σε κατάργηση της δίκης, χωρίς να δικαστούν ποτέ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό που περιγράφει ο κ. Σωτηρόπουλος: «Στο προηγούμενο lockdown, είχαμε προσφύγει στο ΣτΕ εκπροσωπώντας έναν χειμερινό κολυμβητή. Η δίκη προγραμματίστηκε για τον Ιούνιο όταν πλέον είχε αρθεί η απαγόρευση» σημειώνει. Προσθέτει μάλιστα ότι συχνά τα έξοδα μιας προσφυγής στο ΣτΕ είναι εξαιρετικά υψηλά καθώς εκτιμώνται γύρω στα 2.000 ευρώ, γεγονός το οποίο λειτουργεί απαγορευτικά για πολλούς πολίτες.
Προσφυγές και για τα ασαφή μέτρα
Αγωγή αποζημίωσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου για τα περιοριστικά μέτρα, αλλά και για τις συνεχείς αλλαγές σε αρκετά απ’ αυτά έχει υποβάλει για λογαριασμό πολίτη ο δικηγόρος, Θόδωρος Γαζούλης, ο οποίος είχε κερδίσει πέρυσι την υπόθεση στο ΣτΕ για τον «Μεγάλο Περίπατο». «Αυτό που προσπαθούμε να αποδείξουμε είναι η ασάφεια του νομικού πλαισίου και η έλλειψη ενημέρωσης για την εφαρμογή του τόσο από τα εκτελεστικά όργανα όσο και από τους πολίτες. Η αντιφατικότητα των μέτρων και οι συνεχείς διαφοροποιήσεις αντιτίθενται στην ασφάλεια δικαίου που επιτάσσει το Σύνταγμα» λέει στο ethnos.gr.
Κι αυτό, την ώρα που – όπως προσθέτει ο κ. Γαζούλης – είναι ελάχιστες οι ενστάσεις των πολιτών κατά των προστίμων που τους επιβάλλονται, οι οποίες δικαιώνονται: «Απορρίπτονται μαζικά ως αβάσιμες. Πρακτικά οι μόνες που προχωρούν θα έλεγε κανείς ότι είναι εκείνες που δημοσιοποιούνται, όπως η περίπτωση της καρκινοπαθούς που επέστρεφε από χημειοθεραπεία ή του αιμοδότη».
Παρόλα αυτά δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις πολιτών, στους οποίους έχει υποβληθεί το πρόστιμο των 300 ευρώ, οι οποίες φτάνουν στα διοικητικά Πρωτοδικεία. Ο λόγος είναι απλός και έχει να κάνει με το κόστος, το οποίο φτάνει συνήθως τα 200 – 250 ευρώ για την πολύμηνη αναμονής μίας αμφίβολης απόφασης. Γι΄αυτό και οι υποθέσεις που συνήθως προχωρούν είναι εκείνες που αφορούν υψηλότερα πρόστιμα σε επιχειρήσεις ή ποινές διακοπής της λειτουργίας τους.