Κορωνοϊός : Εκτόξευση του δείκτη θνησιμότητας – Πού οφείλεται – Γιατί δεν μειώνονται κρούσματα και θάνατοι
Βαρύ το τίμημα για τρίτη ηλικία και ΕΣΥ
Παραμένει σε «εξαιρετικά εύθραυστη κατάσταση» η χώρα λόγω του κοροναϊου, καθώς επανήλθε ο τετραψήφιος αριθμός ημερησίων κρουσμάτων μετά από μία μικρή υποχώρηση μέσα στο Σαββατοκύριακο.
Την ίδια ώρα ανυποχώρητος παραμένει και ο υψηλός αριθμός θανάτων στη χώρα μας, ο οποίος άγγιξε ξανά τους 100 σε 24 ώρες, με τον δείκτη θνησιμότητας να έχει αυξηθεί επικίνδυνα στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, κατατάσσοντας τη χώρα στις πρώτες θέσεις αυτής της θλιβερής λίστας.
Είναι δεδομένο πλέον πως το επιδημικό κύμα αποκλιμακώνεται δραματικά αργά, παρά το γεγονός πως βρισκόμαστε στην έκτη εβδομάδα lockdown.
Οι αντοχές των πολιτών, του συστήματος υγείας και της οικονομίας δοκιμάζονται ακόμη, καθώς τα σημερινά νούμερα επέστρεψαν σε επίπεδα καθημερινής σε όλα τα επίπεδα, εκτός από τον αριθμό των διασωληνωμένων που παραμένει σταθερός, αλλά ανησυχητικά υψηλός.
Για τους επιστήμονες πραγματική ελπίδα δίνει μόνο το εμβόλιο. Πάντως σύμφωνα με τα μοντέλα που έχουν στα χέρια τους, αν το επιδημικό κύμα συνεχίσει το επόμενο χρονικό διάστημα να εξελίσσεται όπως τώρα, τότε ενδεχομένως τις ημέρες των εορτών οι διασωληνωμένοι να έχουν πέσει στους 300 (από 550 που είναι τώρα).
Οι ειδικοί θεωρούν πως θα χρειαστεί ακόμη μία εβδομάδα για να δούμε πτώση στα κρούσματα, ωστόσο ο αριθμός παραμένει ακόμη υψηλός καθώς σήμερα ξεπέρασε για ακόμη μία φορά τα 1.000.
Κι ενώ αποτυπώνονται κάποια πρώτα σημάδια σταθεροποίησης των νέων διασωληνωμένων ασθενών, αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει με τους θανάτους, οι οποίοι επιμένουν υψηλά, 80-100 την ημέρα.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως ενώ εχθές ανακοινώθηκαν 62 θάνατοι, σήμερα ο αριθμός αυξήθηκε και πάλι στους 98.
Εκτόξευση του δείκτης θνησιμότητας
Η εκτόξευση του δείκτη θνησιμότητας στη χώρα μας κατά το δεύτερο κύμα, ο οποίος φθάνει το 3,1%, προκαλεί έντονο προβληματισμό και ανησυχία.
Η κατακόρυφη αύξηση του συγκεκριμένου δείκτη αποδεικνύεται και από το διάγραμμα του CDC που δείχνει την Ελλάδα στη δεύτερη θέση όσον αφορά τον δείκτη θνησιμότητας, πλησιάζοντας το Βέλγιο.
Σύμφωνα με το διάγραμμα ο δείκτης θνησιμότητας στη χώρα μας μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου του 2020 ήταν στο 2,9%, ενώ στο Βέλγιο έχει φτάσει το 3%.
Ακολουθούν Σουηδία, Πορτογαλία και Ολλανδία με την τελευταία να έχει 1,6% δείκτη θετικότητας, ποσοστό που είχαμε εμείς πριν από την «άφιξη» του δεύτερου κύματος στη χώρα μας.
Μάλιστα η Ελλάδα έχει σχεδόν διπλάσιο ποσοστό θνησιμότητας σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως την Γαλλία, την Ιταλία και τη Βρετανία.
Τρεις θανάτοι στα 1.000 κρούσματα – Σύγκριση με άλλες χώρες
Σύμφωνα με αποκλειστικό δημοσίευμα του in.gr, στο διάστημα 15 Οκτωβρίου έως 3 Δεκεμβρίου, η χώρα μας κατέγραψε 100.587 κρούσματα και 3.143 θανάτους κάτι που σημαίνει μία αναλογία 31 θανάτων ανά 1000 κρούσματα (3,1 νεκροί σε 100 διαγνώσεις) που είναι ένας από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη.
Στην Ισπανία αυτός ο αριθμός είναι 17 στους 1000 φορείς, στη Γαλλία 17, στην Ιταλία 19 και στη Μ. Βρετανία 18. Κάτι που αποδίδεται στην ενδοοικογενειακή επιμόλυνση ηλικιωμένων ατόμων που μένουν με συγγενείς τους, στην επιβάρυνση του συστήματος υγείας παρά τις προσπάθειες ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού και σε άλλους λόγους.
Είναι ενδεικτικό ότι η Γερμανία καταμετρά το ίδιο χρονικό διάστημα 989.667 κρούσματα με 12.596 νεκρούς, δηλαδή περίπου 1,5% θνησιμότητα σε σχέση με τα κρούσματα.
Το Βέλγιο, που είχε επίσης τεράστιο αριθμό κρουσμάτων αυτή την χρονική περίοδο (424.455) έχει θρηνήσει 7.624 νεκρούς σε μία αναλογία 18 θανάτων ανά 1000 κρούσματα. Η αναλογία αυτή στην Πορτογαλία είναι 12 νεκροί σε 1000 φορείς.
Πού οφείλεται η αύξηση του δείκτη θνησιμότητας
Το θλιβερό ρεκόρ στον δείκτη θνησιμότητας προκαλεί τρόμο αλλά και πολλά ερωτηματικά, αναθερμαίνοντας τη συζήτηση για μεγάλη υποδιάγνωση των κρουσμάτων, λόγω των λίγων τεστ που πραγματοποιούνται, καθώς και για μη έγκαιρη και ολοκληρωμένη θεραπεία λόγω της πίεσης που ασκείται στο ΕΣΥ και φυσικά των έντονων ελλείψεων, κυρίως στα νοσοκομεία της Περιφέρειας.
Οι λόγοι αυτοί σε συνδυασμό με την απουσία οργανωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας εξηγούν σε μεγάλο βαθμό -σύμφωνα με ειδικούς- την αρνητική εξέλιξη στον δείκτη θνησιμότητας.
Παρατήρηση που έχει ενδιαφέρον κάνει το iatronet.gr επισημαίνοντας ότι δεν προκύπτει ότι ο αυξημένος δείκτης θνησιμότητας συνδέεται τουλάχιστον ισχυρά με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια από τις πιο γερασμένες χώρες της Ευρώπης.
Όπως προσθέτει, συγκρίνοντας τις χώρες που έχουν υψηλά ποσοστά θνησιμότητας, δεν προκύπτει ισχυρή συσχέτιση των δύο παραγόντων, καθώς χώρες με νεανικό πληθυσμό όπως η Βόρεια Μακεδονία, η Ρουμανία και η Πολωνία φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις της θνησιμότητας, αντίθετα με χώρες γερασμένες, όπως η Γερμανία και η Πορτογαλία ή και το Βέλγιο (το οποίο έχει κατηγορηθεί από τη Διεθνή Αμνηστία ότι αδιαφόρησε για τις δομές ηλικιωμένων) που βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερες θέσεις στην κατάταξη.
Αντίθετα, σημειώνει, πολύ ισχυρή συσχέτιση εμφανίζει ο υψηλός δείκτης θνησιμότητας επί των κρουσμάτων με τη συγκριτική κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών με βάση τα διαγνωστικά τεστ που πραγματοποιούν.
Βαρύ το τίμημα για τρίτη ηλικία και ΕΣΥ
Η πίεση που δέχτηκε το σύστημα τις τελευταίες 45 ημέρες, πράγμα που οδήγησε τόσο στην επίταξη ιδιωτικών κλινικών, όσο και στις διακομιδές ασθενών σε άλλα νοσοκομεία από αυτά που νοσηλεύονταν, αλλά και στην ταχεία ανάπτυξη νέων ΜΕΘ, αποδεικνύει πόσο σκληρά χτύπησε ο κοροναϊός τη χώρα μας κατά το δεύτερο κύμα, με τον ιό μάλιστα να είναι διπλά επιθετικός σε σχέση με το πρώτο κύμα.
Ενδεικτικό της πίεσης που ασκήθηκε στο ΕΣΥ τον προηγούμενο μήνα είναι ότι οι ασθενείς με κοροναϊό στη Βόρεια Ελλάδα διασωληνώνονταν ακόμη και εκτός ΜΕΘ σε άλλους χώρους των νοσοκομείων, ιδίως σε χειρουργεία και αίθουσες ανάνηψης.
Ακόμη ένα στοιχείο-σοκ για τους θανάτους προκύπτει από την γεωγραφική κατανομή τους, βάσει της οποίας περίπου το 70% των θανάτων λόγω κοροναϊού έχουν καταγραφεί σε νοσοκομεία της Μακεδονίας και της Θράκης, δείχνοντας τον τρόπο που «σάρωσε» το επιδημικό κύμα τη βόρεια Ελλάδα και το 30% σε νοσοκομεία της Αττικής.
Σε κάθε περίπτωση το βαρύ τίμημα πληρώνει η «τρίτη ηλικία» στη χώρα μας πληρώνουν οι ηλικιωμένοι άνω των 65 χρόνων.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της σημερινής επιδημιολογικής έκθεσης του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), η μέση ηλικία των θανάτων στα 79 έτη.
Βέβαια είναι γνωστό πως ο κοροναϊός «σαρώνει» στους νέους και στους ανθρώπους της παραγωγικής ηλικίας, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες νέες λοιμώξεις covid-19, ωστόσο η μεγαλύτερη επίπτωση φαίνεται πως είναι στην ηλικιακή ομάδα, σε εκείνη των 65 χρόνων και άνω, όπου και καταγράφονται οι περισσότεροι θάνατοι.