Το πόρισμα για τον θάνατο του Μαραντόνα: «Ανεπαρκής περίθαλψη, είχε πιθανότητες να ζήσει»
Η έρευνα σχετικά με τις συνθήκες απεβίωσε ο Ντιέγκο Μαραντόνα έδειξε ότι η ιατρική ομάδα που ήταν υπεύθυνη για τη φροντίδα της υγείας του, δεν έκανε αυτά που έπρεπε, προκειμένου να αποτρέψει να συμβεί το μοιραίο.
Ο θάνατος του Ντιέγκο Μαραντόνα, στις 25 Νοεμβρίου 2020, ήταν ένα από τα γεγονότα που συγκλόνισαν ολόκληρο τον πλανήτη την προηγούμενη χρονιά.
Η οικογένεια αλλά και το στενό περιβάλλον του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα επιθυμούσε να μάθει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες απεβίωσε ο θρύλος του ποδοσφαίρου, καθώς υπήρχαν υπόνοιες για αμέλεια του ιατρικού προσωπικού που ήταν υπεύθυνο για την παροχή βοήθειας στο σπίτι του.
Η έρευνα που διεξάχθηκε από ένα σώμα διεπιστημονικής ομάδας όπως μεταδίδει το αργεντίνικο «Clarin», έδειξε ότι ο Μαραντόνα ήταν ένας «περίπλοκος ασθενής» λόγω των πολλών παθήσεών του και ότι δεν ήταν 100% καλά στο ψυχολογικό κομμάτι και επομένως δεν μπορούσε να πάρει αυτός τις αποφάσεις για την υγεία του.
Παράλληλα από τα επίπεδα των ερευνών, το πόρισμα έδειξε ότι ήταν λάθος να πάρει εξιτήριο ο Μαραντόνα από το νοσοκομείο στο οποίο είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, λόγω αιματώματος στον εγκέφαλο.
Ως προς την φροντίδα που έλαβε ο Μαραντόνα από το ιατρικό προσωπικό το συμπέρασμα που εξήγαγε η ομάδα ήταν ότι: «η περίθαλψη που έλαβε ήταν ελλιπής, ανεπαρκής και απρόσεκτη (με βάσει τα όσα αναφέρουν οι σχετικοί κανονισμοί) και ότι τα σημάδια που προμήνυαν τον θάνατό του αγνοήθηκαν», με τους Λεοπόλδο Λούκε και Αγκουστίνα Κοσάτσοφ (η ψυχίατρός του) και Μαριάνο Περόνι (επικεφαλής της ομάδας των νοσοκόμων που φρόντιζαν τον Μαραντόνα) να είναι αυτοί που χρεώνονται το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης σε αυτό.
Παράλληλα από την ομάδα που έκανε τη συγκεκριμένη έρευνα διαπιστώθηκε ότι υπήρχε μηδαμινός έλεγχος στο κομμάτι μετά το εξιτήριο που έλαβε και την επιστροφή του στο σπίτι, κάτι που όφειλαν να κάνουν για να ιαθεί ο ασθενής.
Από τις έρευνες δεν εξάγεται ότι υπήρξε κάποια σκόπιμη ενέργεια που να προκάλεσε τον θάνατο του Μαραντόνα, παρά μόνο το γεγονός ότι θα είχε περισσότερες πιθανότητες να ζήσει, αν λάμβανε την θεραπεία που έπρεπε. Ίσως η αμέλεια του ιατρικού προσωπικού, σε τέτοιο βαθμό που να μην λάμβανε την φαρμακευτική αγωγή που του είχε χορηγηθεί 14 ημέρες πριν τον θάνατό του, να θεωρηθεί ως «σκόπιμη ενέργεια».
Υπενθυμίζεται ότι οι δικηγόροι της οικογένειας του Ντιέγκο Μαραντόνα έχουν ζητήσει να απαγγελθεί η κατηγορία της απλής ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, κάτι που στην Αργεντινή τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από 8 έως 25 χρόνια.
Ως προς τον Λεοπόλδο Λούκε, με τον οποίο ο Μαραντόνα διατηρούσε εξαιρετική σχέση, αν και σε ένα τηλεφώνημα που είδε το φως της δημοσιότητας, ο γιατρός μιλούσε απαξιωτικά γι’ αυτόν λίγο πριν πεθάνει, λέγοντας μεταξύ άλλων «θα πεθάνει ο χοντρός ανά πάσα στιγμή», ότι παραβίασε τους κανόνες ιατρικής ηθικής, αναφορικά με το ιστορικό της υγείας του ασθενούς.
Αν και η έρευνα στην νεκροψία έγινε σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό, παρακάμφθηκαν ορισμένα όργανα στο αντικείμενο της «έρευνας», όπως το νεφρό και το συκώτι αλλά και η καρδιά, όργανα τα οποία μπορούν να προκαλέσουν σοβαρή ζημιά (έως και θάνατο) στην υγεία του ανθρώπινου οργανισμού.
Η συγκεκριμένη έρευνα ξεκίνησε τη Δευτέρα 8 Μαρτίου, με εντολή του αρμόδιου δικαστικού οργάνου, το οποίο είναι υπεύθυνο για την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Μαζί με τους τρεις προαναφερθέντες, κατηγορούμενοι είναι ένας ακόμη ψυχίατρος του Ντιεγκίτο, ο 29χρονος Τσάρλι Ντίαζ, οι τρεις νοσοκόμες που τον φρόντιζαν στο σπίτι, αλλά και η γιατρός που ενέκρινε το εξιτήριο από το νοσοκομείο που νοσηλευόταν λίγο πριν πεθάνει ο Μαραντόνα, Νάνσι Φολρίνι.