Εάν προσπαθούσαμε να συνθέσουμε ένα λεκτικό πορτρέτο του Γιάννη Μπουτάρη, τότε ο καμβάς θα διαγραφόταν από τρεις λέξεις: δημιουργικός, αντιφατικός, αμφιλεγόμενος.
Εν τέλει, ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. Ογδόντα δυο χρόνια τρύγησε τη ζωή. Πότε με χυμώδη παραγωγή, πότε σαν ξερική έκταση, που προσπάθησε να της δώσει ζωή. Γιατί ό,τι κι αν έπραξε, όσο κι αν διαιρέθηκε και διαίρεσε, ήταν ένας άνθρωπος που ερχόταν διαρκώς από τ’ αμπέλια. Α, κι από την Θεσσαλονίκη…
Γράφει ο Βασίλης Κεχαγιάς:
Ναι, ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν ένας άνθρωπος που ερχόταν διαρκώς από τη Θεσσαλονίκη. Κι όπως υπήρξε διαρκώς παράδοξος, την κουβαλούσε συγχρόνως και στις αποσκευές του.
Μ’ αυτήν πηγαινοερχόταν στους διάφορους τομείς της δραστηριότητάς του, πότε ως οινοπαραγωγός, πότε ως φίλαθλος, άλλοτε ως πολιτικός.
Παντού με «φανατισμό» (άρα συγκρουσιακός), πάντα αιρετικός (άρα πρωτοποριακός).
Απαριθμούμε:
Κυρ Γιάννης και κρασιά
Με τον συνονόματο παππού του, τον ιδρυτή της οινοποιίας «Νάουσσα Μπουτάρης», τον συνέδεε, εκτός από το βλάχικο αίμα που έρρεε στις φλέβες τους, η επιχειρηματική προορατικότητα.
Ο παππούς εμφιάλωνε το «Νάουσσα Μπουτάρης» πρώτος απ’ όλους, έστω και με την περιοχή των αμπελώνων του υπό οθωμανική κυριαρχία ακόμη. Με τα καραβάνια του μετέφερε τα κρασιά σε όλα τα τουρκοκρατούμενα τότε Βαλκάνια, χρησιμοποιώντας ως «σταθμό μετεπιβίβασης» την τότε Μπίτολα (σημερινό Μοναστήρι), μια πόλη με έντονη την παρουσία του βλάχικου στοιχείου.
Ο εγγονός απέκοπτε την επιχείρηση από την παραγωγή οποιουδήποτε άλλου ποτού, περιοριζόμενος στην οινοπαραγωγή.
Από το 1970, οπότε και εισέρχεται στη διοίκηση των επιχειρήσεων, αγοράζει αμπελώνες σε νησιά, ενώ στη δεκαετία του ‘80 αποκτά το 67% της χρεωκοπημένης εταιρείας «Cambas» στην περιοχή της Κορίνθου. Καλλιεργεί εξαρχής ρίζες εισαχθείσες από το Ισραήλ για πρώτη φορά, καθώς ως χημικός, με ειδικότητα στην οινολογία, διαπιστώνει τη συμβατότητα τους με το ελληνικό κλίμα και την ελληνική γη. Και πρώτος στην Ελλάδα, το 1970 κιόλας, εισάγει τον όρο «ονομασία προέλευσης» για τα κρασιά της «Naoussa Boutaris».
Με τον αδελφό του Κώστα δίπλα-δίπλα, θαρρείς οι ρόλοι μοιράστηκαν αυτεπαγγέλτως. Ο ένας είναι ο «wine maker», ο άλλος ο «money maker». Ο ιδανικός αυτός συνδυασμός αποτελούσε το καλύτερο εφαλτήριο για την εκτόξευση της εταιρείας. Σύντομα η οικογένεια Μπουτάρη απέκτησε και τα δικαιώματα διανομής της United Distillers, η οποία στέγαζε σημαντικότατες ετικέτες κάθε είδους ποτού.
Στους λαβύρινθους του ποτού και η Αθηνά
Ο Γιάννης Μπουτάρης, όμως, λάτρεψε το κρασί, παθιάστηκε με αυτό και έπαθε από αυτό. Μπλεγμένος στους λαβυρίνθους του αλκοολισμού, κατά δική του θαρραλέα ομολογία, ξέφυγε από το ζόφο τους με τη βοήθεια της συζύγου του, της Αθηνάς. Η Αθηνά, για όσους τη γνώριζαν στη Θεσσαλονίκη, συγκέντρωνε μόνο θετικά σχόλια, για την ιώβεια υπομονή της, αλλά και την αποφασιστικότητά της. Ήταν αυτή που βίωσε την πρώτη αντίφαση Μπουτάρη και κάπως σαν Αριάδνη του πρόσφερε τον μίτο για την έξοδο από τα σκοτάδια.
Μόνον που η επιστροφή του Μπουτάρη από τη χώρα της εξάρτησης δεν ήταν δίχως κόστος. Οι σχέσεις του με τον αδελφό του είχαν κλονιστεί, καθώς η εταιρεία άρχισε να παρουσιάζει πτωτικές τάσεις, με αποκορύφωμα το διχασμό της.
Και το 1997 ο Κώστας ξεκινάει την επέκταση, με αιχμή του δόρατος την μπύρα «Mythos», ενώ ο Γιάννης περιορίζεται στα κρασιά, υπό την επωνυμία «Παράγκα κυρ Γιάννης», κάνοντας χρήση του αγαπημένου του από τους Θεσσαλονικείς προσωνύμιου.
Το 2009 άφησε την επιχείρηση στους δύο γιούς του, προκειμένου να ασχοληθεί συστηματικά με τη δημαρχιακή του υποψηφιότητα. Σήμερα, ουσιαστικά, επιχείρηση Μπουτάρη δεν υπάρχει, ούτε ως ιδιοκτησία ούτε ως χρηματιστηριακή αξία. Ο κυρ Γιάννης, τελικά, ήταν εξαίρετος οινοποιός και κακός έμπορος.
Μπουτ-Άρης
«Πίνοντας Μπουτάρη, τα λεφτά μας πάνε στον Άρη», σιγοψυθίριζαν οι οπαδοί της ομάδας, στα χρόνια του Γκάλη και του Γιαννάκη. Δεν είναι ευρέως γνωστό, ωστόσο ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν ο κύριος οικονομικός στυλοβάτης της καλαθοσφαιρικής αυτοκρατορίας του Άρη. Τι κι αν γκρίνιαζαν οι δικοί του για τα χρήματα που έφευγαν προς τις τσέπες των δύο παιχταράδων, καθώς έτρεχαν μόνο με βενζίνη από τις επιταγές του Μπουτάρη. Όλοι οι υπόλοιποι χρηματοδότες, με άκυρες επιταγές και αξιοπιστία, είχαν σπρώξει τον τότε πρόεδρο Μιχαηλίδη (κάποτε χρεωκοπημένος κι αυτός) στο φίλο του, με τον οποίον περνούσαν τις νύχτες τους σε μπαράκι της λεωφόρου Νίκης. Στην παρέα και ο καρδιοχειρουργός Σπύρου, ο μπασκετικός εμπνευστής του μεγάλου Άρη Ανέστης Πεταλίδης, πότε- πότε κι ο ξανθός, ο Γιάννης Ιωαννίδης. Αυτή η χαρισματική συντροφιά ήταν που γέννησε τον «αυτοκράτορα» τις ώρες που η πόλη κοιμόταν. Κυριολεκτικά και μεταφορικά, αφού ήταν τα χρόνια που η Θεσσαλονίκη ήταν κάπου απόλυτη πρωταγωνίστρια.
Κι όμως… Αυτός ο παθιασμένος Αρειανός έστρεψε όλους τους κιτρινόμαυρους εναντίον του, όταν αργότερα ως δήμαρχος δήλωσε το περίφημο «Μια πόλη, μια ομάδα», διαγράφοντας την έτσι κι αλλιώς ταλαιπωρημένη ποδοσφαιρική τους ομάδα από το χάρτη. Τόσο, που όταν κλήθηκε να μιλήσει στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο, στη γιορτή των εκατό χρόνων του συλλόγου, το στολισμένο από τους τίτλους και τ’ αστέρια που αυτός βοήθησε ν’ ανεβούν στον ουρανό του γηπέδου, δέχτηκε βροχή από μπουκάλια και απειλητική κίνηση οπαδού προς το μέρος του. Ήταν άλλος ένας πικρός επίλογος μιας σχέσης πάθους του κυρ Γιάννη.
Μπουτάρης για δήμαρχος
Όχι, ο Γιάννης Μπουτάρης κάθε άλλο παρά βλαχοδήμαρχος υπήρξε, παρά την καταγωγή του, που θα επέτρεπε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθούσε πάντα τα κοινά, με συμπάθεια προς ένα «ανοιχτόμυαλο ΠΑΣΟΚ». Παρά ταύτα, η πρώτη υποψηφιότητά και εκλογή του στη δημοτική αρχή της πόλης ήταν αυτή του 2002, με το ψηφοδέλτιο του Αγάπιου Σαχίνη, του ΚΚΕ. Και στο χορό των αντιφάσεών του, λίγο αργότερα χόρεψε με τη «Δράση» του φιλελεύθερου Στέφανου Μάνου. Φτάνοντας στο 2006 κατέρχεται ως ανεξάρτητος υποψήφιος δήμαρχος, συγκεντρώνοντας το ουκ ευκαταφρόνητο ποσοστό του 16%, μια πολύ καλή μαγιά για τη ζύμωση, η οποία θα ακολουθούσε, μηχανισμό που γνώριζε άριστα από τα κρασιά του. Πολλοί ήσαν αυτοί που χρησιμοποιώντας μια ρήση του ιδίου («Μην ξεχνάτε, λένε πονηρός ο βλάχος, κι εγώ είμαι βλάχος»), απέδωσαν την αστάθεια και την κινητικότητά του σε προσχεδιασμένη αλίευση ψήφων απ’ όλους τους χώρους και όχι στη λεγόμενη «τρέλα» του.
Πάντως, με τον τρόπο τούτο κατέστη συμπαθής στο σύνολο των εκτός σκοταδιστικού τρίου (Ψωμιάδη-Παπαγεωργόπουλου-Άνθιμου), καθώς μάλιστα είχε κατηγορήσει τον τότε δήμαρχο για τις οικονομικές ατασθαλίες, που τον έστειλαν στην ειρκτή των Διαβατών. Η Θεσσαλονίκη ζητούσε ν’ ανοίξει τα παράθυρα, να εισέλθει καθαρός αέρας, να μπει οξυγόνο στους πνεύμονές της. Όντας ένας αστός του κέντρου, τον γνώριζε όλη η πόλη και ο συντηρητικός πυρήνας της αισθανόταν τον κυρ Γιάννη δικό της παιδί, σπλάχνο από τα σπλάχνα της. Γιατί όχι, σκέφτονταν όλοι, έχοντας βαρεθεί την οσμή της μούχλας, από το θεσσαλονικιώτικο μπαγιατλίκι, όπως το ονόμαζε και ο Κωστής Μοσκώφ.
Πράγματι, είναι κοινώς παραδεκτό, ο Μπουτάρης ως δήμαρχος πολλαπλασίασε τον τουρισμό τους. Τριπλασίασε τους επισκέπτες από το Ισραήλ, ξυπνώντας μέσα τους την πόλη που έχασαν, όταν τους πήραν μακριά τα τρένα του Ολοκαυτώματος, την «πόλη των φαντασμάτων» του Μαζάουερ. Έχοντας παραδοσιακά και οικογενειακά καλές σχέσεις με την ισραηλίτικη κοινότητα της Θεσσαλονίκης, αφού η οικογένειά του, σε ρόλο μεσεγγυούχου, φέρθηκε έντιμα και επέστρεψε τις περιουσίες όσων τις ζήτησαν. Με παλαιόθεν πυκνές εμπορικές σχέσεις με το Ισραήλ, δέχτηκε τη βοήθεια του διακεκριμένου επιχειρηματία Καπόν, με μεγάλη επιρροή στους μαγαζάτορες του κέντρου, που διψούσαν για τουρισμό. Δίπλασίασε τους εκ Τουρκίας προερχόμενους τουρίστες, υπενθυμίζοντας ότι πρόκειται για τη γενέτειρα του Κεμάλ, όπου και το γενέθλιο σπίτι του. Πολλαπλασίασε τον τουρισμό από τα Βαλκάνια, άρχισαν να δένουν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ολοένα και περισσότερα κρουαζιερόπλοια. Ωστόσο, ποτέ δε μάζεψε τα σκουπίδια από τους δρόμους και το 2017 δεν τα κατάφερε και με το χιόνι, όταν σκέπασε με αυτό την πόλη η σφοδρή κακοκαιρία.
Όπως αντιφατική και μάλλον έκθετη παρέμεινε η θέση του για τα αρχαία του σταθμού Βενιζέλου στο μετρό, κάτι που έδωσε πρόσθετη αφορμή ολιγωρίας του έργου. Αρχικά, ορθώς τοποθετήθηκε υπέρ της παραμονής των αρχαιοτήτων στο σταθμό της Βενιζέλου στο φυσικό τους χώρο, στη συνέχεια, σε διαβούλευση στην Αθήνα συμφώνησε με τη μεταφορά τους και τελικά επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη αναιρώντας τη συμφωνία του. Άλλη μια αντίφαση: «έξω πήγαμε καλά, όχι όμως και μέσα». Το ζύγι για τη δημαρχία Μπουτάρη παραμένει διστακτικό.
Έσχατη αντίφαση, η επιθυμία του να κατασκευάσει αποτεφρωτήριο, ένας άνθρωπος γήινος σε όλα του, μάλλον μετά την επιθυμία της συζύγου του Αθηνάς να αποτεφρωθεί.
Κάπως έτσι ξεκίνησε τότε η προεκλογική του κόντρα με τον μητροπολίτη Άνθιμο και την Εκκλησία, κάπως έτσι, τώρα, μεταθανάτια αναμένεται να διχάσει, για το θετικό ή το αρνητικό πρόσημο της δημαρχίας του.
Κανείς, όμως, δε θα μπορέσει ν’ αρνηθεί ότι «έκανε πράγματα», στην πρωτεύουσα της αδράνειας.
ΠΗΓΗ: www.topontiki.gr