Με αφορμή τον ερχομό τους στην Αθήνα, μιλήσαμε με τον Frontman Mike Brandon για τον θαυμασμό τους στο ωμό Rock ‘n’ Roll και στην αυθεντική Soul των 1960s και 1970s, για το «κοινόβιο» προβάδικό τους στο Queens όπου έχουν μετακομίσει τελευταία, αλλά και για το επιδοκιμαστικό νεύμα του Bob Dylan που πρωταγωνιστεί στο φαντασιακό τους
Της Πέννυ Γέρου:
Τι πυροδοτεί όλη αυτήν την «τόση πολλή ένταση» που οδήγησε στη δημιουργία του άλμπουμ Too Much Tension! (2019); Και τι το διαφορετικό έχει αυτός ο δίσκος, σε σύγκριση με το The Mystery Lights (2016);
Αυτό το άλμπουμ δημιουργήθηκε εν μέσω μεγάλης πολιτικής και συναισθηματικής έντασης. Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε μόλις κερδίσει την προεδρία και ήταν εν μέσω απειλών πυρηνικών επιθέσεων με τη Βόρεια Κορέα, όλοι στις Ηνωμένες Πολιτείες διαμαρτύρονταν για κάτι, τόσο η αριστερή όσο και η δεξιά πλευρά ήταν βίαια διαχωρισμένες –σχεδόν σε βαθμό εμφύλιου πολέμου– και οι άνθρωποι φαίνονταν φορτισμένοι και σφιγμένοι. Τα πράγματα βρίσκονταν στα πρόθυρα έκρηξης, οπότε πήραμε αυτήν την ενέργεια και τη διοχετεύσαμε μέσα στο νέο άλμπουμ. Ακόμα και το Artwork δείχνει αυτό το είδος συστημικού χάους που επικρατεί, παραπαίοντας στο μεταίχμιο μεταξύ της σταθερότητας/τάξης και του απόλυτου χάους/καταστροφής.
Ποια είναι η ιστορία πίσω από την πρόσκληση της Wick Records; Θυμάστε τις πρώτες σας αντιδράσεις στο άκουσμα της πρότασης να γίνετε μέλος της «Rock οικογένειας» της Daptone; Πώς έχει επηρεάσει αυτό το κεφάλαιο τους Mystery Lights, μέχρι στιγμής;
Ήρθαν να μας δουν όταν παίζαμε πριν από μερικά καλοκαίρια σε μια απογευματινή εμφάνιση στο Union Pool. Γούσταραν το live και μας κάλεσαν αμέσως μετά στο στούντιό τους, για να αράξουμε και να ακούσουμε μουσική. Πήγαμε λοιπόν και δεθήκαμε χάρη στην κοινή μας αγάπη για την ωμή 1960s Garage Rock και Soul μουσική. Είπαν ότι ήθελαν να ξεκινήσουν ένα θυγατρικό Label, το οποίο θα απευθύνεται περισσότερο σε αυτό το στυλ, και μας ρώτησαν εάν θέλουμε να είμαστε το πειραματόζωο για το εγχείρημα –η πρώτη κυκλοφορία, δηλαδή.
Προφανώς, αισθανθήκαμε μεγάλη τιμή και τεράστιο ενθουσιασμό για την ιδέα. Κάναμε λοιπόν ένα 45άρι Single μαζί, ώστε να λανσάρουμε τη νέα ετικέτα· και πήγε καλά, οπότε αποφασίσαμε να κάνουμε και μερικά LP. Από τότε που δουλεύουμε με τη Daptone, σίγουρα έχουν εκτεθεί περισσότεροι στη μουσική μας, άνθρωποι που διαφορετικά μπορεί να μην την είχαν ανακαλύψει. Και γι’ αυτό είμαστε πολύ ευγνώμονες.
Είναι αλήθεια ότι ζείτε όλοι μαζί σε ένα διαμέρισμα στο Ridgewood του Queens, το υπόγειο του οποίου έχετε μετατρέψει σε προβάδικο; Ποιες είναι οι προκλήσεις και τα οφέλη της ζωής ως συγκάτοικοι, αλλά και μέλη της ίδιας μπάντας;
Ναι, αλήθεια είναι! Για την ακρίβεια, ζούσαμε όλοι μαζί στο ίδιο διαμέρισμα, αλλά τώρα είμαστε μόνο ο Alex Amini και εγώ. Η μπάντα ηχογραφεί demos και κάνει πρόβες εδώ. Εδώ έχουμε επίσης σεταρισμένο όλον τον εξοπλισμό μας και την Tascam 388 μας. Είναι πάρα πολύ βολικά και μας γλιτώνει και το κόστος ενός ξεχωριστού προβάδικου.
Τι οδήγησε στη μετακόμισή σας από το Σαλίνας της Καλιφόρνια στη Νέα Υόρκη; Τι νέο υπάρχει για εσάς εκεί και πώς βιώσατε αυτήν τη μετάβαση;
Το Σαλίνας είναι μια πολύ πιο αργή, μικρή πόλη. Ακόμη την αγαπώ πραγματικά, αλλά είναι μια μικρή πόλη χωρίς πολλά πράγματα να συμβαίνουν. Χρειαζόμουν περισσότερη δράση, περισσότερη διασκέδαση, μια αλλαγή στον ρυθμό μου. Είχα λοιπόν μερικούς φίλους στη Νέα Υόρκη, οι οποίοι διέθεταν ένα δωμάτιο για ενοικίαση· οπότε το πήρα και το τόλμησα, μετακομίζοντας στην άλλη άκρη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Δεν μετανιώνω, μου αρέσει πολύ. Έπεισα επίσης και τον Luis Solano να μετακομίσει εδώ και ήταν τότε που αποφασίσαμε να αναστήσουμε τη μπάντα στην Ανατολική Ακτή. Αν και μου λείπει πραγματικά ο πιο ήσυχος, «σπιτίσιος» τρόπος ζωής, με όλο αυτό το φυσικό περιβάλλον της Καλιφόρνια, η Νέα Υόρκη έχει πραγματικά τόσα περισσότερα να προσφέρει. Πάντα κάτι συμβαίνει και τίποτα δεν κλείνει. Εδώ είναι και η βάση του label μας, οπότε σίγουρα σχεδιάζουμε να μείνουμε, τουλάχιστον μέχρι να τελειώσει το συμβόλαιό μας με τη Daptone.
“Watching The News Gives Me The Blues”: πώς οι παγκόσμιες εξελίξεις επηρεάζουν το γκρουπ και τη μουσική του; Ποιος είναι ο προβληματισμός που απασχολεί τελευταία τις συζητήσεις σας;
Αυτό είναι απλά ένα κομμάτι, για το πόσο συχνά οι ειδήσεις μπορεί να σου προκαλέσουν μελαγχολία. Ταιριάζει σε κάθε εποχή, σε κάθε γενιά. Φαίνεται ότι πάντα υπάρχουν νέα για πολέμους, διαμαρτυρίες, δυστυχία, ασθένειες κλπ. Είναι ένα ευθύ τραγούδι, που ισχύει σήμερα και πιθανότατα θα ισχύει για πάντα.
Εάν διαβάζατε ότι ένα Rock n’ Roll είδωλό σας είναι περήφανο για τον ήχο και τη μαεστρία σας, ποιος/ποια θα θέλατε να είναι αυτό;
Ποτέ δεν θα συνέβαινε, αλλά ένα επιδοκιμαστικό νεύμα του Bob Dylan θα ήταν πραγματικά σημαντικό –και ανήκουστο…
Η περιοδεία σας στην Ευρώπη έχει ήδη ξεκινήσει και η τελευταία σας στάση θα είναι στην Αθήνα (Τετάρτη 19/2, Gagarin). Νιώθετε αλήθεια κάτι ξεχωριστό στο vibe της Ευρώπης; Τι να περιμένει το κοινό από τη συναυλιακή εμπειρία;
Σίγουρα νιώθουμε κάτι ξεχωριστό! Πολλές φορές, το ευρωπαϊκό κοινό είναι πιο ενθουσιώδες και πιο παθιασμένο για τη μουσική. Δεν χρειάζεται να του υποδείξει μια δημοσίευση τι είναι καλό, αποφασίζει το «καλό» για τον εαυτό του. Ακούει δηλαδή μουσική με ανοιχτό μυαλό, δίνει προσοχή στον στίχο, χορεύει όταν το νιώθει πραγματικά, αφήνεται ελεύθερο και δεν φαίνεται να είναι τόσο επικριτικό και κορεσμένο όπως τα ακροατήρια στις Ηνωμένες Πολιτείας. Γι’ αυτό άλλωστε περνάμε και τόσο καιρό στην Ευρώπη…
Σχετικά με την Ελλάδα, τώρα, ειλικρινά δεν είμαστε σίγουροι τι θα ζήσουμε στο Gagarin! Κάθε εμφάνιση είναι διαφορετική, αλλά σίγουρα μπορείς να περιμένεις ότι θα δώσουμε το 110% της ενέργειας και της ψυχής μας. Ανυπομονούμε πολύ!
Σημαντικά στοιχεία της μουσικής και της αισθητικής που μεσουρανούσαν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 βρίσκουν τον απόηχό τους ακόμα και στο 2020 –σχεδόν 6 δεκαετίες αργότερα. Τι το τόσο ισχυρό και δυναμικό έχει αυτή εποχή, κατά τη γνώμη σας; Ποια στοιχεία σάς γοητεύουν ώστε να επανεφευρίσκετε διαρκώς την κληρονομιά της;
Η μουσική εκείνης της εποχής είναι διαχρονική! Είναι τόσο ωμή και αυθεντική. Δεν θα έλεγα ωστόσο ότι επανεφευρίσκουμε αυτό το στυλ, σε καμία περίπτωση. Θα έλεγα απλά ότι κάνουμε πράγματα στην ίδια κατεύθυνση με εκείνη που είχαν τα 1960s και τα 1970s. Ηχογραφώντας τα πάντα ζωντανά, επιτρέποντας στην ενέργειά μας να αποτυπωθεί όπως πρέπει, χωρίς ψηφιακή επεξεργασία. Δίνουμε μικρόφωνο στα όργανα, πατάμε το Record και το αφήνουμε να περάσει κατευθείαν στην ταινία. Απλά, ωμά, αληθινά.