Αντύπας: Πώς σε μια νύχτα από ποδοσφαιριστής του Άρη έγινε τραγουδιστής
Ο τραγουδιστής με τις προσφυγικές ρίζες, οι μεγάλες επιτυχίες και η ήρεμη οικογενειακή ζωή του, Αντύπας… Έτσι ξεκινάει το αφιέρωμα στον γνωστό τραγουδιστή Αντύπα από το pontosnews.gr, στο οποίο αναφέρεται το παρελθόν του στον Άρη και το πέρασμα του στην πίστα.
Αναλυτικά όλα όσα αναφέρονται:
Αρχές της δεκαετίας του 1980, και το λαϊκό τραγούδι άλλαζε. Ήδη βέβαια από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας φαίνονταν οι διαφορές, αφού και οι στίχοι άρχισαν να γέρνουν προς τα σλόγκαν-σουξέ και ο ήχος άρχισε να μεταβάλλεται και να μπαίνουν πιο μοντέρνα όργανα.
Όλα αυτά με μια δόση από τα β’ τύπου τραγούδια, αυτά που κάποιοι άστοχα αποκάλεσαν «σκυλάδικα».
Μάλιστα εκείνη την περίοδο οι παράγοντες των δισκογραφικών εταιρειών τα χαρακτήριζαν «τα λαϊκά της Ομόνοιας». Κάποιοι από τους τραγουδιστές των προηγούμενων δεκαετιών «βαφτίστηκαν» σε αυτό το είδος, αλλά, κακά τα ψέματα, χρειάζονταν νέα ονόματα. Και ένα από αυτά που κυριάρχησε και άφησε την σφραγίδα του ήταν ο Αντύπας. Και ο συγκεκριμένος ερμηνευτής ερχόταν από μακριά. Και από αλλού.
ΑΡΧΗ ΣΑΝ ΤΑΙΝΙΑ
Ο Αντύπας (Μασλουμίδης) γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1954 και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη. Οι πρόγονοί του ήταν πρόσφυγες και μάλιστα, όπως λέει και ο ίδιος, ο παππούς του έπαιζε ούτι στην Τουρκία – ως φαίνεται από εκεί κληρονόμησε την αγάπη του για το τραγούδι. Και όπου έβρισκε ευκαιρία τραγουδούσε, αλλά φυσικά ούτε που περνούσε από το μυαλό του ότι θα το έκανε επάγγελμα. Ο πατέρας του είχε παλαιοπωλείο στη Στοά Κινηματογράφου «Λαϊκόν» στον Βαρδάρη, και η μητέρα του ήταν μοδίστρα.
Οι αναζητήσεις του Αντύπα ξεκίνησαν με το ποδόσφαιρο – έφτασε να παίζει μέχρι χαφ στον Άρη. Μιλάμε τώρα για την ηλικία των 17-18 χρονών. Ένα βράδυ πήγε όλη η ομάδα σε ένα κέντρο, την «Καλύβα», για να διασκεδάσει. Και μέσα στο κέφι ανέβηκε ο νεαρός ποδοσφαιριστής να πει ένα τραγούδι του Βοσκόπουλου.
Από κάτω έγινε χαμός, τον άκουσε και ο ιδιοκτήτης του κέντρου και του έκανε πρόταση. Όπως στις ελληνικές ταινίες δηλαδή.
Σε συνέντευξή του ο τραγουδιστής έχει αποκαλύψει πώς έλυσε το… ενδυματολογικό θέμα: «Με πιάνει λοιπόν ο ιδιοκτήτης και με ρώτησε τι ρούχα έχω. “Έχω ένα παντελόνι, έχω και τρία μπλουτζίν”, του λέω. Και μου απαντάει: “Δεν κάνουν αυτά, θα πάω να σου πάρω ένα ωραίο κοστουμάκι”. Εγώ δεν είχα ξαναφορέσει ποτέ μέχρι τότε. Και πήγε και μου το πήρε, 2.000 δραχμές το πλήρωσε. Ένα άσπρο σακάκι, άσπρο πουκάμισο, άσπρα παπούτσια και μια κόκκινη γραβάτα. Επί τρεις μήνες έβγαινα με αυτό». Μάλιστα στα ρεπό του πήγαινε το κοστούμι στο καθαριστήριο. Και μετά αγόρασε και ένα δεύτερο.
Κάπου εκεί ο ποδοσφαιριστής τελείωσε, και βγήκε μπροστά ο τραγουδιστής.
ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΒΟΡΙΑΣ
Ο Αντύπας λοιπόν άρχισε να γίνεται ονοματάκι στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του όχι μόνο δεν είχε αντίρρηση, αλλά αρκετές φορές έκανε χρέη μάνατζερ και του έκλεινε δουλειές, και μάλιστα με καλά λεφτά.
Στην αρχή είπε έως και τραγούδια του Νέου Κύματος. Όμως στην πορεία φάνηκε ότι το βαρύ του χαρτί ήταν το λαϊκό.
Σε ένα από αυτά τα κέντρα τον είδαν ο Γιάννης Πάριος με τη Χαρούλα Αλεξίου. Και τον προέτρεψαν να κατέβει στην Αθήνα. Αρχικά δούλεψε στη «Φαντασία» με Μητροπάνο, Μενιδιάτη, Δάκη, αδερφές Μπρόγιερ, Κωστή Χρήστου και Καίτη Αμπάβη. Η δεύτερη δουλειά ήταν με τον Πάνο Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη.
Το 1981 ανέβηκε Θεσσαλονίκη για να συμμετάσχει στο Φεστιβάλ τραγουδιού. Με το «Και φύσαγε Θεέ μου ένας βοριάς» κέρδισε το τρίτο βραβείο.