“Αφιερωμένο σε όλους τους μετανάστες, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος”, το νέο άλμπουμ του Brendan Perry αποκλειστικά με λαϊκά και ρεμπέτικα, “Songs of Disenchantment – Music from the Greek Underground”.
Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Όταν πριν λίγο καιρό ο Brendan Perry κυκλοφόρησε διαδικτυακά ένα άλμπουμ με τίτλο Songs of Disenchantment: Music from the Greek Underground (Τραγούδια Απογοήτευσης – Μουσική από το Ελληνικό Underground) υπήρξε μια όμορφη αναμπουμπούλα στους κύκλους των Ελλήνων μουσικόφιλων. Ως θαυμαστής της δουλειάς των Dead Can Dance γενικότερα, μου κίνησε την περιέργεια και για να είμαι ειλικρινής κάπου ένιωσα κολακευμένος επειδή ένας ξένος μουσικός ενδιαφέρθηκε και δέχτηκε την πρόκληση να διασκευάσει και να τραγουδήσει στην γλώσσα του ρεμπέτικα τραγούδια μέσα από το δικό του ιδιαίτερο φίλτρο. Ένα είδος που σίγουρα δεν έχει να κάνει με την κουλτούρα του, που για πολλά χρόνια αντιμετωπίστηκε από την ντόπια αντίληψη ως παρακατιανό και που, όπως και να το κάνουμε, βρίσκεται έναν αιώνα πίσω μας. Όπως μου ανέφερε στην συνέντευξη που κάναμε, σκοπός του είναι να συστήσει το ρεμπέτικο στο αγγλόφωνο κοινό…
Και γιατί όχι; Το ίδιο άλλωστε έκανε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 με το τετράχρορδο μπουζούκι ο Ιρλανδός Johnny Moynihan του φολκ συγκροτήματος Sweeney’s Men. Αργότερα, ο Alec Finn, αρχικά με τους Cana Band και μετά με τους De Dannan, έβαλε στην ιρλανδική μουσική το πιο παραδοσιακό ελληνικό, τρίχορδο μπουζούκι. Στις αρχές των ’70s, ο Ιρλανδός φολκ μουσικός Andy Irvine έδωσε το ελληνικό μπουζούκι του στον Dónal Lunny και από εκεί και πέρα άρχισαν οι επεμβάσεις στο όργανο, μέχρι να φτάσουμε σήμερα στο ιρλανδικό μπουζούκι. Τα όργανα όμως είναι όργανα, ενώ η μουσική, όπως και η μοίρα των ανθρώπων, είναι ένα πάντρεμα πολιτισμών που οδηγεί στην εξέλιξη.
Στα τέλη του 2020 κυκλοφόρησες διαδικτυακά το πιο πρόσφατο σόλο άλμπουμ σου, Songs of Disenchantment – Music from the Greek Underground. Είναι μια δουλειά με δέκα διασκευές φολκ τραγουδιών που μπορούν να ταξιδέψουν κάποιον στην ελληνική μουσική των αρχών του εικοστού αιώνα. Πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα; Πού άκουσες αυτά τα τραγούδια και τι σημασία έχουν για εσένα;
Η αρχική ιδέα ήταν να κάνω ένα άλμπουμ με διασκευές ρεμπέτικων τραγουδιών με αγγλικούς στίχους. Στην πραγματικότητα αυτό είχε να κάνει με το γεγονός ότι δεν μπορώ να μιλήσω ελληνικά. Έψαξα για αγγλικές μεταφράσεις προκειμένου να καταλάβω για τι πράγμα μιλούσαν αυτά τα τραγούδια. Έψαξα στο διαδίκτυο, κοίταξα να βρω βιβλία, αλλά δεν μπορούσα να βρω εκδοχές τους που να είχαν τραγουδηθεί στα αγγλικά και αυτό μου φάνηκε πολύ παράξενο. Αναρωτήθηκα τι στο καλό συμβαίνει; Επρόκειτο μήπως για κάποια πολιτιστική παράβλεψη; Δεν αξίζουν δηλαδή αυτά τα τραγούδια να μεταφραστούν και να εκτελεστούν σε κάποια άλλη γλώσσα; Πριν γίνει αυτό, η προσωπική μου εμπειρία από την ζωή ήταν ο τρόπος με τον οποίο γνώρισα την μουσική του Jaques Brel στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με αρχές του ’70 μέσα από ερμηνείες του David Bowie και του Scott Walker. Αν δεν υπήρχαν αυτές οι εκτελέσεις των τραγουδιών του, μιας και δεν γνωρίζω γαλλικά, δεν θα είχα την ευκαιρία να εκτιμήσω το έργο του Brel όσο το εκτιμώ τώρα. Οπότε, για εμένα αυτό ήταν ένα έργο που προσπάθησα να το κάνω να λειτουργήσει ως μια πολιτισμική γέφυρα που θα ένωνε το αγγλόφωνο κοινό με την υπέροχη ελληνική κληρονομιά, δηλαδή την περίοδο του ρεμπέτικου από τις αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα.
Προσπαθώντας να θυμηθώ τις πρώτες εντυπώσεις ακούγοντας αυτή την μουσική στο παρελθόν, κατάλαβα ότι αυτή ήταν η μουσική ενός σταυροδρομιού ανάμεσα σε ανατολίτικες επιρροές με λαϊκά βαλκανικά μουσικά στοιχεία και αργότερα ανακάλυψα ότι υπήρχαν ακόμα και κάποιες επιρροές από ναπολιτάνικες μαντολινάτες. Είναι όμως κάτι απίστευτα διαφορετικό και ακούγεται πολύ πλούσιο ως μουσικό υβρίδιο.
Δεν μπορούσα, φυσικά, να καταλάβω τους στίχους των τραγουδιών, αλλά αυτό που αισθανόμουν από τη μουσική, ήταν ένα συναίσθημα πόθου και λαχτάρας.
Οι τραγουδιστές ακούγονταν πολύ δυσαρεστημένοι με την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν. Υπήρχε μια θλίψη, μια μελαγχολία ίδια με αυτή των Blues και λάτρεψα αυτή την βαρύτητα που υπήρχε σε αυτή την μουσική που λείπει από το μεγαλύτερο μέρος της λαϊκής μουσικής, η οποία έχει να κάνει μόνο με τη διασκέδαση και την ελαφρότητα. Αυτά εδώ ακούγονταν να είναι τραγούδια που έβγαιναν από τα βάθη της καρδιάς εξαιτίας κάποιας προσωπικής εμπειρίας, όχι απαραίτητα καλής, μιας ειλικρινούς εμπειρίας που έπρεπε να μοιραστούν με άλλους. Οι άνθρωποι που έκαναν αυτή την μουσική ήταν κυρίως περιθωριακοί, ζούσαν στα όρια της “αξιοσέβαστης” κοινωνίας και αυτό το αντιλαμβανόμουν από την μουσική και μόνο χωρίς να καταλαβαίνω τους στίχους.
Η μουσική έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να είναι άμεση και να αποφεύγει τις πολλές μ@λ@κίες. Βρίσκει τον δρόμο που οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά και το μυαλό σου, επειδή είναι παγκόσμια και δεν υποκύπτει σε νόμους της κοινωνίας ούτε σε γλωσσικά ιδιώματα. Είναι κάτι που καταλαβαίνεις χωρίς να γνωρίζεις τους στίχους.
Ανέκαθεν είχα την εντύπωση ότι κάποιες από τις δουλειές σας με τους Dead Can Dance ήταν μια σπουδή στη μουσική κάποιας συγκεκριμένης εποχής ή γεωγραφικής περιοχής. Διαφορετική κάθε φορά, όπως στο άλμπουμ Aeon. Μερικές φορές μπορούσα να ακούσω στοιχεία βυζαντινής μουσικής και το Into the Labyrinth μου έδωσε την εντύπωση ότι άκουγα μουσική από όλα τα μέρη του πλανήτη. Υπήρχε πάντα κάτι ελληνικό κρυμμένο κάπου σε αυτά τα τραγούδια. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς τι και δεν ήξερα τον λόγο. Αυτό το άλμπουμ που έκανες τώρα, είναι τελικά μια σπουδή πάνω στην ελληνική λαϊκή μουσική; Επειδή είναι εμφανές ότι χρειάστηκε να μάθεις να παίζεις νέα όργανα και να πάρεις μια ιδέα για μουσικές κλίμακες και αρμονίες που θα ήταν αναγκαίες για να παίξεις αυτά τα τραγούδια. Είναι λοιπόν μια μελέτη αυτό το άλμπουμ ή είναι κάτι που είχες ανάγκη να το εξωτερικεύσεις;
Είναι αναπόφευκτο γεγονός ότι θα πρέπει να κάνεις μια έρευνα όταν πρόκειται να ασχοληθείς με κάτι που είναι ξένο προς τη δική σου κουλτούρα για να μπορέσεις να είσαι αρκετά ακριβής. Να μάθεις να παίζεις τα όργανα, τις μουσικές κλίμακες που απαιτούνται. Τους “δρόμους”, όπως λέγονται στα ελληνικά και να αποκτήσεις γνώσεις σχετικά με το ιστορικό παρελθόν μέσα από το οποίο γεννήθηκε αυτή η μουσική. Είναι πολύ σημαντικό να το καταλάβουμε αυτό. Πώς έφτασε ως εμάς και γιατί υπάρχει. Είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της δουλειάς μου για κάθε μουσικό έργο με το οποίο ασχολούμαι. Έχω γράψει στο παρελθόν αφροκουβανέζικη μουσική, μουσική Fado, και όλα αυτά απαιτούν ένα επίπεδο ακαδημαϊκής έρευνας. Δεν γίνεται διαφορετικά. Αλλά, μιας και μιλάω για αυτά, ας επιστρέψω στο μέρος όπου άκουσα για πρώτη φορά αυτή τη μουσική που με ενέπνευσε και που ακόμα αντηχεί μέσα μου και με κάνει να θέλω να την παίζω.
Το σημαντικότερο στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι θέλω να μοιραστώ αυτή την μουσική επειδή με συγκίνησε. Να το κάνω όσο καλύτερα μπορώ και να το προσφέρω στο ευρύ κοινό. Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να κάνω. Στην τελική, όλα έχουν να κάνουν με το μοίρασμα…
Φαντάζομαι ότι εσύ έπαιξες όλα τα όργανα, σωστά;
Ναι, εγώ έπαιξα όλα τα όργανα, έκανα την παραγωγή και τον ήχο στο άλμπουμ.
Που το ηχογράφησες;
Το ηχογράφησα στο Ker Landelle, το προσωπικό μου στούντιο στην Βρετάνη της Γαλλίας.
Πόσο καιρό σου πήρε η ηχογράφηση;
Πρέπει να μου πήρε έξι με επτά μήνες για να το ολοκληρώσω, συν τον χρόνο για να γίνουν οι μεταφράσεις των στίχων, να μάθω να παίζω κάποια νέα όργανα. Τα περισσότερα τα έκανα μόνος μου, λίγο-λίγο. Που σημαίνει ότι έχτιζα το κάθε τραγούδι ηχογραφώντας το ένα κανάλι μετά το άλλο, παίζοντας αρχικά τα κρουστά, στη συνέχεια έγραψα σε ένα κανάλι το μπάσο, έπειτα κάποιο άλλο όργανο. Όπως καταλαβαίνεις, χρειαζόταν μια πολυεπίπεδη διεργασία. Δούλεψα σαν άνθρωπος-ορχήστρα και με αυτό τον τρόπο το δημιούργησα.
Ποιο ήταν το κίνητρο για να αρχίσεις να παίζεις μουσική στα ’70ς, ξεκινώντας με το νεοζηλανδικό Punk συγκρότημα Scavengers;
Μπήκα στους Scavengers όταν ήμουν 17 ετών. Πριν από αυτό έπαιζα κιθάρα στο υπνοδωμάτιό μου. Είχα πάει για ακρόαση σε δύο μπάντες όταν ήμουν 16, αλλά ως εκεί επειδή μου έλειπε η τεχνική κατάρτιση. Ήξερα τα βασικά, ενώ η μουσική που παιζόταν εκείνη την εποχή ήταν αρκετά Progressive και πολύπλοκη. Έπεφτε πολύ “μουσική εκγύμναση” στις μουσικές που επικρατούσαν τότε. Όταν άκουσα στη Νέα Ζηλανδία τις πρώτες Punk μπάντες το 1977 σκέφτηκα ότι, επιτέλους, αυτό είναι πραγματικό Rock ’n’ Roll. Υπήρχε συναίσθημα και ένας μινιμαλισμός που αν σου έδινε την δυνατότητα να εκφραστείς με δύο ακόρντα, δεν υπήρχε λόγος να μην το κάνεις. Κατά κάποιο τρόπο ήταν πολύ πιο τίμιο και ευθύ από το να παίζεις φοβερά κιθαριστικά σόλο και να κάνεις ατέλειωτες ενορχηστρώσεις που ειλικρινά δεν οδηγούσαν πουθενά, λες και έχεις βάλει κουρτίνες με λουλούδια σε ένα δωμάτιο.
Τότε γνώρισα τον Johnny Volume των Scavengers σε ένα πάρτι και εκείνη την εποχή έψαχναν για μπασίστα. Με ρώτησε αν μπορούσα να παίξω και δέχτηκα, παρόλο που δεν είχα ξαναπιάσει μπάσο στα χέρια μου, αλλά ήξερα ότι οι τέσσερις χορδές του ήταν κουρδισμένες σαν τις τέσσερις πρώτες μιας εξάχορδης κιθάρας. Οπότε, μπλόφαρα και τους είπα “ναι μπορώ να το κάνω” επειδή είχα παρακολουθήσει τον προηγούμενο μπασίστα τους και σκέφτηκα ότι θα τα κατάφερνα εύκολα. Οπότε, στην τρυφερή ηλικία των 17 βρέθηκα ένα Σαββατοκύριακο αργότερα στο εθνικό τηλεοπτικό κανάλι, επειδή έπρεπε να βιντεοσκοπήσουν μερικά τραγούδια για μια εκπομπή ανάλογη του Top of the Pops, μόνο που τούτη εδώ λεγόταν Ready to Roll. Έτσι πήγαμε στο Ουέλινγκτον, την πρωτεύουσα της χώρας όπου ήταν ο σταθμός και το μόνο που κάναμε ήταν να παριστάνουμε ότι παίζουμε τα δύο τραγούδια που είχε ηχογραφήσει το συγκρότημα. Κι έκανα κι εγώ ότι έπαιζα μαζί τους, οπότε βίωσα αυτή την παράξενη κατάσταση: να βρίσκομαι σε εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο με μια μπάντα με την οποία δεν είχα κάνει καν πρόβα!
Τα περισσότερα από τα τραγούδια του Songs of Disenchantment – Music from the Greek Underground μας έρχονται από αρχές – με μέσα του εικοστού αιώνα και έχουν να κάνουν με ένα ιδιαίτερο Underground μουσικό είδος που λέγεται ρεμπέτικο. Ήταν, επίσης, ένας τρόπος ζωής. Τι γνωρίζεις σχετικά;
Το ρεμπέτικο έχει φοβερή ιστορία. Θα συνιστούσα σε κάθε μουσικολόγο να εξετάσει αυτό το μουσικό είδος και το πώς εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν. Ουσιαστικά ήταν το αποτέλεσμα αναγκαστικών μεταναστεύσεων όλων αυτών των ανθρώπων που κουβαλούσαν τις παραδόσεις τους από μια συγκεκριμένη περιοχή, δημιουργώντας μια μουσική επιμιξία που εξελίχθηκε αναλόγως. Το 1922, η Ελλάδα έκανε μια αποτυχημένη εισβολή στην Τουρκία με αποτέλεσμα τον επόμενο χρόνο να γίνει ανταλλαγή πληθυσμών. Οι χριστιανοί της Τουρκίας ανταλλάχθηκαν με τους μουσουλμάνους της Ελλάδας και αυτό σήμαινε ότι 1.300.000 άνθρωποι έπρεπε να αφήσουν τα σπίτια τους και μεγάλος αριθμός τους να καταλήξει στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στο λιμάνι του Πειραιά. Έτσι δημιουργήθηκαν διάφορα γκέτο κυριολεκτικά εν μία νυκτί. Αυτοί οι άνθρωποι έφεραν μαζί τους τις μουσικές και πολιτιστικές τους ταυτότητες και έτσι μπλέχτηκαν οι μουσικές μεταξύ τους.
Από την μία είχες το στυλ του καφέ αμάν από την Τουρκία και την Σμύρνη, από την άλλη υπήρχαν διάφορες παραδοσιακές μουσικές από τα Βαλκάνια, από την Ελλάδα, από την Αλβανία, ενώ μια άλλη επιρροή ίσως ήταν τα ναπολιτάνικα τραγούδια, τα οποία προέκυψαν μέσα από τον ελληνικό τρόπο διαπαιδαγώγησης των μαθητών, με τη χρήση του μαντολίνου και την δημοφιλία των μαντολινάτων. Αυτή είναι η ουσία, με λίγα λόγια. Είναι φυσικά πολύ πιο πολύπλοκο το θέμα και ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε αυτή η μουσική μέσα στον χρόνο την άλλαξε αρκετά μέχρι πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και αυτή θεωρείται η κλασική περίοδος του ρεμπέτικου, ξεκινώντας από τα ’20ς και ’30ς, που εξελίχθηκε σε ότι πλέον θεωρείται ως η πρώτη πραγματική αστική μουσική της Ελλάδας.
Πώς θα εξηγούσες σε έναν ξένο τι ήταν οι μάγκες;
Οι μάγκες ήταν ουσιαστικά σκληροί άνθρωποι. Περιθωριακοί, που ζούσαν στα όρια του νόμου. Εκείνη την εποχή, όπως μπορεί κανείς να φανταστεί, υπήρχε μεγάλη μαύρη αγορά σε εκείνα τα γκέτο που μόλις είχαν στηθεί και αυτοί συνήθως κινούνταν σε έναν κόσμο παρανομίας. Ήταν λόγω φύσης αντιεξουσιαστές. Ήταν επίσης μοναχικοί, αλλά είναι ενδιαφέρον ότι, μολονότι μοναχικοί, είχαν παρόμοιο τρόπο ντυσίματος ώστε να μπορούν να αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Ας πούμε, φορούσαν το ένα μανίκι από τα σακάκια τους. Είχαν ένα είδος βελούδινου παντελονιού, συγκεκριμένα παπούτσια κουβανέζικου τύπου και μεγάλα μουστάκια. Δεν αφομοιώνονταν στο κοινωνικό σύνολο, είχαν κι αυτό το είδος ντυσίματος όπως οι δανδήδες, ενώ χρησιμοποιούσαν πολλές εκφράσεις της αργκό, μιλούσαν με κώδικες – και αυτό είναι εμφανές σε πολλούς στίχους των ρεμπέτικων. Υπάρχουν πολλά τραγούδια για τους μάγκες, όπου διακηρύσσουν τα κατορθώματά τους, αλλά βασικά ήταν εναντίον της εξουσίας και ήθελαν να τους αφήνουν οι μπάτσοι στην ησυχία τους και να κάνουν την δουλειά τους. Υπήρχαν, βέβαια, και μάγκες που ήταν εγκληματίες, άτομα πολύ επικίνδυνα, αλλά και άλλοι που ήταν όπως οι σούφι, ζεν άτομα, κάτι σαν δερβίσηδες, οι οποίοι έβλεπαν τον κόσμο μέσα από μια φιλοσοφική σκοπιά και ήθελαν να είναι για πάρτη τους. Επομένως, πρόκειται για ένα πολύπλοκο φαινόμενο.
Ένας από τους αγαπημένους μου συνθέτες ήταν ο Hector Zazou. Με τη Lisa Gerrard συνεργαστήκατε μαζί του στο άλμπουμ του Sahara Blue. Πώς ήταν η συνεργασία μαζί του;
Ήταν ένας αξιαγάπητος άνθρωπος. Αρχικά δουλέψαμε μαζί του όταν μας ρώτησε αν θέλαμε να συμπράξουμε σε δύο τραγούδια του άλμπουμ, για το οποίο είχε μελοποιήσει ποιήματα του Αρθούρου Ρεμπό. Ήταν κάτι σαν θεματικό άλμπουμ, νομίζω επιχορηγούμενο από το Γαλλικό Ινστιτούτο Τεχνών. Θυμάμαι ότι ήρθε στην Ιρλανδία, στο στούντιό μας, για την ηχογράφηση αυτών των δύο τραγουδιών. Έφτασε με αεροπλάνο στο Δουβλίνο και από εκεί πήρε ένα λεωφορείο και ήρθε στο στούντιό που είχαμε τότε σε μια εκκλησία στην επαρχία. Θυμάμαι ότι τον παραλάβαμε από τον σταθμό. Είχε μαζί του το στούντιο ηχογράφησής του. Μετέφερε στις αποσκευές του ένα Adat για τις ηχογραφήσεις, καθώς και μικρόφωνα. Ήταν φανταστικό αυτό που έκανε ο Hector, επειδή είχε μεταφέρει το στούντιο του σε μια τόσο μακρινή περιοχή αντί να μας προσκαλέσει σε κάποιο εντυπωσιακό στούντιο. Προτιμούσε να πηγαίνει ο ίδιος στην μουσική πηγή κι έτσι του άρεσε να ταξιδεύει και να γνωρίζει κόσμο, εισπράττοντας την εμπειρία διαφορετικών πολιτισμών, τους οποίους μπορείς να ακούσεις στην μουσική του. Από εκείνη την ημέρα, από εκείνη την πρώτη συνάντηση, γίναμε καλοί φίλοι και συμμετείχα σε 3-4 άλμπουμ του. Μετά από αυτό επέστρεφε συχνά και ηχογράφησε και άλλα έργα του στο στούντιο μας. Έτσι γίναμε καλοί φίλοι με τα χρόνια και έχω πολύ ευχάριστες αναμνήσεις από αυτόν.
Το Songs of Disenchantment – Music from the Greek Underground δεν το κυκλοφόρησες με την 4AD. Είναι διαθέσιμο σε διαφορετικά Format και από πού μπορούν να το αγοράσουν οι ενδιαφερόμενοι;
Δεν υπήρχε κανένας λόγος να κυκλοφορήσω αυτή την δουλειά με κάποια μεγάλη ή με κάποια ανεξάρτητη εταιρία επειδή η μουσική είναι πολύ ιδιαίτερη. Θα ενδιαφέρει ένα συγκεκριμένο ακροατήριο. Είναι παλιά τραγούδια του 1920 και του 1930 οπότε έστησα την δική μου δισκογραφική εταιρία και το άλμπουμ είναι αυτοέκδοση. Μπορείτε να το αγοράσετε κατευθείαν σε ψηφιακή μορφή από την σελίδα μου στο Bandcamp ή να το προπαραγγείλετε σε βινύλιο ή CD. Οι δίσκοι πρεσάρονται αυτή την στιγμή και θα είναι έτοιμοι σε μερικούς μήνες για αποστολή. Μπορείτε επίσης να στριμάρετε τα τραγούδια απευθείας από τις διάφορες ηλεκτρονικές πλατφόρμες.
Εφόσον δεν μιλάς Ελληνικά, ποιος μετέφρασε τους στίχους για το άλμπουμ;
Όχι, δυστυχώς δεν μιλάω ελληνικά, αλλά έχω την τύχη να έχω έναν φίλο, τον Ηλία Δήμου, ο οποίος με βοήθησε πάρα πολύ να διαμορφώσουμε τους στίχους έτσι ώστε να είμαι ικανοποιημένος μουσικά αλλά και να είναι όσο πιο πιστοί γίνεται στις αρχικές προθέσεις. Αυτό πήρε κάμποσο χρόνο επειδή πολλά είναι σε αργκό κι έτσι ήταν δύσκολο να βρεθούν οι αντίστοιχες φράσεις και λέξεις στα αγγλικά. Πρέπει, ωστόσο, να παραδεχτώ ότι ένα υπέροχο πράγμα σχετικά με την αγγλική γλώσσα είναι ότι έχει τεράστιο απόθεμα όρων και φράσεων που μπορούν να σε βοηθήσουν σε μια μετάφραση, σε ρίμες αλλά και στη μεταφορά της μουσικότητας των πρωτότυπων εκτελέσεων.
Ο κόσμος σήμερα είναι γεμάτος από ανθρώπους που τρέχουν να ξεφύγουν από τον πόλεμο και, δυστυχώς, ενώ υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να τους βοηθήσουν, υπάρχουν πολλοί άλλοι που δεν τους θέλουν. Καθώς αυτά τα τραγούδια είναι στενά συνδεδεμένα με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, μπορούμε να πούμε ότι το συγκεκριμένο έργο σου είναι και ένα σχόλιο για τη σημερινή κατάσταση του κόσμου; Μπορεί κάποιος που είναι ασφαλής να καταλάβει τα βάσανα ενός πρόσφυγα;
Το άλμπουμ είναι αφιερωμένο στους πρόσφυγες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, επειδή η ίδια η μουσική δεν θα υπήρχε χωρίς την αναγκαστική μετανάστευση. Δεν πιστεύω ότι αν δεν βρεθείς σε παρόμοια κατάσταση θα μπορούσες να κατανοήσεις πλήρως το πόσο θλιβερή και επίπονη διαδικασία είναι να εγκαταλείπεις το σπίτι σου και την οικογένειά σου για να πας πέρα από την θάλασσα, σε μια ξένη χώρα, να μάθεις να μιλάς μια ξένη γλώσσα, και να ξεκινήσεις κυριολεκτικά την ζωή σου απ την αρχή.
Τι εξοπλισμό χρησιμοποίησες για την ηχογράφηση του Songs of Disenchantment – Music from the Greek Underground; Υπάρχει πάντα ένα βάθος που μου αρέσει στις ηχογραφήσεις των Dead Can Dance και το ακούω και σε αυτές τις ηχογραφήσεις.
Έκανα ένα λιτό στήσιμο. Τα ηχογράφησα όλα σε ένα Imac σε Logic Pro 10 μέσα από ένα Universal Audio Apollo Twin 8 combo interface και χρησιμοποίησα μερικά από τα μικρόφωνα που έχω για τη φωνή, το AKG C 12. Για τα περισσότερα δούλεψα σε Direct εισόδους για το Universal Audio interface. Χρησιμοποίησα πολύ λίγη από την ατμόσφαιρα του χώρου ως εφέ. Όπως επισήμανες, μου αρέσει να βάζω βάθη. Τα χρησιμοποιώ πολύ στις ηχογραφήσεις μου, καθώς είναι υπέροχα σπέσιαλ εφέ και δημιουργούν μια στυλιζαρισμένη ατμόσφαιρα. Το βάθος με το οποίο δούλεψα ήταν το Universal Audio Lexicon 480L. Και στο παρελθόν έχω χρησιμοποιήσει βάθη της Lexicon αρκετές φορές. Είναι το αγαπημένο μου Reverb, αλλά αυτή την στιγμή τα έχουν φτύσει, όλο μου το Hardware περνάει δύσκολες στιγμές περιμένοντας να επισκευαστεί. Είναι παλιά πράγματα, από τα ‘70s και τα ‘80s. Ουσιαστικά, αυτά χρησιμοποίησα.
Για να μιλήσω ως μουσικός, προσπάθησα στο παρελθόν να χρησιμοποιήσω κάποια εφέ κιθάρας σε μπουζούκι, όπως Delay, Flanger, Reverbs κλπ. Πιστεύεις ότι θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε ένα διαφορετικό είδος “μαγείας” με τον ήχο ενός οργάνου που ανέκαθεν παιζόταν με συγκεκριμένο τρόπο όπως, για παράδειγμα, το μπουζούκι, αν χρησιμοποιούσαμε διαφορετικές κλίμακες από αυτές τις οποίες παίζουμε συνήθως πάνω του; Εννοώ, πιστεύεις ότι υπάρχουν πόρτες στη μουσική που δεν έχουμε ανοίξει ακόμα, ακόμα και με τα όργανα που χρησιμοποιούμε ήδη;
Νομίζω ότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχει ήδη αρκετή μουσική στον κόσμο που πολλοί άνθρωποι δεν έχουν ακούσει ακόμα. Οπότε, ορίστε μια νέα καινοτομία για τους περισσότερους Homo Sapiens. Για εμάς που εργαζόμαστε συνεχώς στον τομέα της μουσικής, δεν αποτελούν έκπληξη κάποιες μουσικές που ακούμε από διάφορες περιοχές του πλανήτη και γινόμαστε λίγο μπλαζέ σε κάποιες υποτιθέμενες “καινοτομίες”, όπως τις θεωρούν κάποιοι, επειδή είναι πολύ πιθανό πως τις έχουμε ακούσει ξανά στο παρελθόν από άλλες κουλτούρες… Νομίζω ότι το κλειδί της προόδου για να εξελιχθεί η μουσική βρίσκεται σε κάποιο είδος υβριδίου πολιτισμών. Μουσική σύντηξη ίσως είναι καταλληλότερος χαρακτηρισμός, επειδή έτσι φτάνει η κουλτούρα σε εμάς. Είναι μια σύντηξη πολλών επιρροών. Δεν υπάρχει κάποια καθαρή γραμμή που έρχεται θεόσταλτα από μία πηγή. Τα πάντα είναι ένα συνονθύλευμα, ένα σύνολο το οποίο ξεφορτώνεται ότι είναι άσχετο και κρατάει μόνο ότι είναι καλό. Αυτή η συσσωμάτωση μουσικής και κουλτούρας αλλάζει με τα χρόνια και διαμορφώνεται ανάλογα με τα γούστα της κάθε εποχής. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Έτσι θα είναι πάντα. Νομίζω ότι αυτή την στιγμή βρισκόμαστε σε μια σούπα εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης. Ακούμε τόση πολλή μουσική από όλο τον κόσμο που σε μπερδεύει κάπως και αναρωτιέσαι “από πού είναι αυτό κι εκείνο και το άλλο”; Και βγαίνουν περίεργες μουσικές συνθέσεις που συνταιριάζουν διάφορα μουσικά είδη, αλλά στο χώρο μας υπάρχουν και πολλοί κακοί μάγειρες.
Κακοί σεφ στον μουσικό κόσμο, που απλά βλέπουν τα πάντα εξωτικά, διαφορετικά, αλλοδαπά, λες και είναι κάποιο μπαχάρι που αν το προσθέσουν στην μουσική θα της δώσουν καλύτερη γεύση. Αλλά δεν ταιριάζουν όλα πάντα πολύ καλά. Το μέλλον όμως είναι λαμπρό.
Φυσικά, η χρήση κάποιων νέων μουσικών οργάνων θα βοηθήσει πολύ, αλλά ο ήχος είναι ήχος. Είναι συχνότητα, τονικότητα, οικογένειες μουσικών οργάνων, οπότε πιστεύω ότι η λύση είναι η δημιουργία υβριδικών μουσικών.
Θα έβγαζες το Songs of Disenchantment – Music from the Greek Underground για περιοδεία αν δεν υπήρχε ο κορονοϊός; Και πόσους μουσικούς θα χρειαζόσουν για κάτι τέτοιο?
Όχι, πότε δεν σκέφτηκα να το βγάλω στον δρόμο και να το παρουσιάσω μπροστά σε κοινό. Είναι περισσότερο προσωπική η σχέση μου μαζί του. Είναι μια ευκαιρία που μου δόθηκε εξαιτίας των ακυρώσεων των συναυλιών των Dead Can Dance. Οπότε, γνώριζα ότι είχα στην διάθεσή μου μια χρονική περίοδο αλλά πέρα από αυτό, πραγματικά το βάρος της προσοχής μου βρίσκεται στους Dead Can Dance και στις επερχόμενες εμφανίσεις οι οποίες, δυστυχώς, εξακολουθούν να αναβάλλονται. Δεσμευόμαστε όμως από αυτές και δεν μπορούμε να κάνουμε κάποια άλλα σχέδια. Πέρα από αυτό, σε κάποια φάση θα μου άρεσε πολύ η ιδέα να παρουσιάσω αυτό το άλμπουμ ζωντανά. Θα χρειαζόταν φαντάζομαι μια ανσάμπλ τεσσάρων μουσικών μαζί με εμένα. Θα προτιμούσα να είναι μουσικοί, έμπειροι σε αυτό το είδος μουσικής, αλλά προς το παρόν είναι μια σκέψη από την χώρα των ονείρων επειδή πρέπει να επιστρέψω στις αρχικές μου δεσμεύσεις. Μιλώντας για μελλοντικά σχέδια, έτσι κι αλλιώς δεν βλέπω να κάνω κάποια άλλα πλάνα για τα επόμενα ένα-δύο χρόνια…
Πηγή: merlins.gr