O Mick Karn γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου το 1958 και το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνης Μιχαηλίδης.
Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας:
Όταν ήταν μόλις τριών ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στην Αγγλία και εγκαταστάθηκε στο Lewisham του Λονδίνου, όπου ο πατέρας του δούλεψε σαν χασάπης. Ο Mick επηρεάστηκε από τη μουσική που άκουγε η μητέρα του και άρχισε να μαθαίνει φαγκότο πριν γίνει δεκτός στην Σχολική Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου. Η θητεία του όμως εκεί είχε μικρή διάρκεια επειδή κάποιος του έκλεψε το όργανο και το σχολείο δεν μπορούσε να του προμηθεύσει άλλο.
Στο γυμνάσιο ο Mick έκανε παρέα με τον David Batt και τον μικρότερο αδερφό του, Steve. Οι τρεις φίλοι ήταν επηρεασμένοι από τον David Bowie, τον Lou Reed, τον Marc Bolan και τους New York Dolls και έτσι άρχισαν να φορούν μέικαπ και να βάφουν τα μαλλιά τους κάνοντας τους συμμαθητές τους να τους κρατούν σε απόσταση. Και κάποια στιγμή αποφάσισαν να περνούν πιο εποικοδομητικά τον χρόνο τους εκτός σχολείου φτιάχνοντας ένα μουσικό συγκρότημα που ονόμασαν Japan.
Ο David αγόρασε μια κιθάρα, ο Steve πήρε ένα σετ τυμπάνων και ο Αντώνης ένα μπάσο, ένα σαξόφωνο και μερικά άλλα πνευστά. Μάλιστα, ο κύριος και η κυρία Μιχαηλίδη, φρόντισαν να αλλάξουν το όνομα του γιου τους στο πιο ευκολομνημόνευτο Mick Karn. Στην παρέα προστέθηκε άλλος ένας συμμαθητής, ο Richard Barbieri στα πλήκτρα, και η σύνθεση ολοκληρώθηκε το 1975 με την ενσωμάτωση του κιθαρίστα Rob Dean, ο οποίος βρέθηκε από μια αγγελία που έβαλαν στη μουσική εφημερίδα Melody Maker.
Το συγκρότημα ξεκίνησε με τον Mick σαν τραγουδιστή, αλλά πριν από την πρώτη του εμφάνιση (στο γάμο του αδερφού του Mick) παρέδωσε το μικρόφωνο στον David για να αφοσιωθεί περισσότερο στο μπάσο και να εξελίξει το προσωπικό του στιλ.
Ακριβώς εκείνη την εποχή, οι αδελφοί Batt αποφάσισαν να αλλάξουν επίσης το επώνυμό τους, κυρίως για να αποφύγουν τα ενδεχόμενα ειρωνικά σχόλια του τύπου («batts» είναι οι βάτες που μπαίνουν για γέμιση στα ρούχα).
Ο μεν David μετονομάστηκε σε Sylvian, ο δε Steve έγινε Jansen, ονόματα που παρέπεμπαν αντίστοιχα σε δυο μέλη των New York Dolls, τον Sylvain Sylvain και τον David Johansen. Αυτό αρχικά φρίκαρε τη γερμανική δισκογραφική εταιρία Hansa, με την οποία μόλις είχε υπογράψει το συγκρότημα.
Βλέποντας το βίντεο του δεύτερου σινγκλ του συγκροτήματος που είχε τίτλο «Adolescent Sex» (το πρώτο ήταν μια διασκευή στο «Don’t Rain on My Parade» που είχε τραγουδήσει η Barbra Streisand στο δημοφιλές μιούζικαλ A Funny Girl), εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς πόσο επηρεασμένοι ήταν οι Japan (όπως ήταν το πρόχειρο, αρχικά, όνομά τους που τελικά τους έμεινε) από τα glam συγκροτήματα της εποχής.
Adolescent Sex ήταν επίσης ο τίτλος του πρώτου τους άλμπουμ που κυκλοφόρησε στις 8 Απριλίου 1978 σε παραγωγή του Ray Singer. Την ίδια χρονιά και με τον ίδιο παραγωγό, οι Japan κυκλοφόρησαν και δεύτερο άλμπουμ με τίτλο Obscure Alternatives. Και οι δυο δίσκοι πήγαν άπατοι στην Αγγλία, προφανώς επειδή το συγκρότημα βρισκόταν σε φάση glam-rock τη στιγμή που το κύμα του punk σάρωνε ολόκληρο το νησί.
Ωστόσο, όπως μάλλον ήταν φυσικό λόγω του ονόματός τους, τα πράγματα πήγαν καλύτερα στην Ιαπωνία όπου με το πρώτο άλμπουμ έφτασαν στην 20ή θέση των τσαρτ ενώ με το δεύτερο μόλις έμειναν εκτός εικοσάδας, ενώ η Ολλανδία αντιμετώπισε ευνοϊκά το σινγκλ «Adolescent Sex».
Ανάμεσα στις δυο αυτές κυκλοφορίες οι Japan πραγματοποίησαν μια καταστροφική βρετανική περιοδεία εμφανιζόμενοι σαν δεύτερο όνομα μετά τους εκρηκτικούς Blue Öyster Cult και εισπράττοντας μόνο αρνητικές κριτικές, ενώ την ίδια τύχη είχαν και μερικές εμφανίσεις τους συγκροτήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όλα αυτά έκαναν το συγκρότημα να καταλάβει πως ο ετεροχρονισμένος ήχος τους και το image τους δεν χωρούσαν σε μια πραγματικότητα όπου βασίλευε το πανκ και το new wave και εάν ήθελαν να κάνουν κάτι για αυτό, έπρεπε να προβούν σε ριζικές αλλαγές.
Το 1979 οι Japan κυκλοφόρησαν το σινγκλ «Life in Tokyo» με παραγωγό τον περίφημο Giorgio Moroder, ο οποίος δύο χρόνια νωρίτερα είχε κάνει την τεράστια επιτυχία «I Feel Love» με την Donna Summer και γενικά ήταν ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους στο χώρο της disco μουσικής. Το τραγούδι μπορεί να μην γνώρισε επιτυχία, αλλά φάνηκε ότι οι Japan ψαχνόντουσαν και ότι «το καράβι άρχιζε να κάνει στροφή».
Και η στροφή αυτή έγινε προς το new wave.
Τον Νοέμβριο του 1979, οι Japan κυκλοφόρησαν το τρίτο άλμπουμ τους, Quiet Life, όπου τον πρώτο ρόλο είχαν τα πλήκτρα του Barbieri, δίνοντας στον ήχο τους μια πιο «ευρωπαϊκή» ατμόσφαιρα. Την παραγωγή είχε αναλάβει ο παραγωγός των Roxy Music, John Punter που μεταξύ άλλων είχε συνεργαστεί με τους Nazareth, τους Savoy Brown, τους Sad Café, τους Slade κ.α. Το χαρακτηριστικό άταστο μπάσο του Karn συνέβαλε καταλυτικά στον ήχο του άλμπουμ, ενώ η φωνή του Sylvian ακολουθούσε τους ιδιαίτερα εκλεπτυσμένους δρόμους που είχαν αποφύγει οι Bryan Ferry και ο David Bowie. Το συγκρότημα δεν αρκείται στην ηχητική μεταμόρφωσή του, αφού σε αυτό το άλμπουμ οι Japan εμφανίζονται με διαφορετικό look, πράγμα που τους κατέταξε ανάμεσα στα «νεο-ρομαντικά» συγκροτήματα της εποχής. Η ΝΜΕ τους χαρακτήρισε εκείνη την εποχή μιμητές των Roxy Music αλλά «με πιο Ευρωπαϊκό ήχο», ενώ η Melody Maker και η Sound έγραψαν θετικές κριτικές για τον δίσκο.
Το Quiet Life έγινε το πρώτο χρυσό άλμπουμ των Japan, με τις πωλήσεις να ξεπερνούν τις 100.000. Έφτασε μέχρι την θέση 72 στα τσαρτ και το συγκρότημα έκανε μια αποτυχημένη απόπειρα για μεγαλύτερη επιτυχία διασκευάζοντας και κυκλοφορώντας το τραγούδι «I Second That Emotion» του Smokey Robinson.
Όμως οι Japan είχαν πλέον εξελιχθεί σε οικονομικό βραχνά για την Hansa και η εταιρεία αποφάσισε να τους αποδεσμεύσει από το συμβόλαιό τους.
Τελικά υπέγραψαν συμβόλαιο με την Virgin Records και το 1980 κυκλοφόρησαν το άλμπουμ Gentlemen Take Polaroids. Σε μια συνέντευξή του, ο Sylvian παραδέχτηκε ότι την εποχή του συγκεκριμένου άλμπουμ, είχε γίνει «τελειομανής σε παρανοϊκό βαθμό» και ότι στις ηχογραφήσεις του συγκροτήματος πίεζε τα άλλα μέλη να συμμορφωθούν με το όραμά του, πράγμα που τελικά οδήγησε στη διάλυση του συγκροτήματος – μια κατάληξη για την οποία ανέλαβε κάποια ευθύνη (ο ίδιος θεωρούσε ότι το Quiet Life του 1979 ήταν το μόνο άλμπουμ όπου το συγκρότημα εργάστηκε πραγματικά ομαδικά).
Ο πρώτος που εγκατέλειψε το πλοίο ήταν ο κιθαρίστας Rob Dean την άνοιξη του 1981. Στην συνέχεια έπαιξε με τον Gary Numan και την Sinéad O’Connor και αργότερα συνεργάστηκε με τον Jansen, τον Barbieri και τον Karn, αλλά όχι με τον Sylvian. Από το 1993 και μετά αφοσιώθηκε στην ορνιθολογία, μετακόμισε στην Κόστα Ρίκα και ειδικεύτηκε στα πτηνά της περιοχής.
Το σινγκλ « Gentlemen Take Polaroids» που προηγήθηκε της κυκλοφορίας του άλμπουμ έφτασε στο νούμερο 60 των τσαρτ, ενώ το άλμπουμ επίσης γνώρισε μέτρια επιτυχία, σκαρφαλώνοντας μέχρι το νούμερο 51. Αργότερα, το 1986, έγινε χρυσό τελικά, ξεπερνώντας σε πωλήσεις τα 100.000 αντίτυπα. Όμως τότε η μπάντα δεν υπήρχε πλέον…
Πέρασε κάμποσος καιρός μέχρι να κυκλοφορήσει το επόμενο σινγκλ από αυτό το άλμπουμ. Ήταν το «Nightporter», ένα τραγούδι φανερά επηρεασμένο από τον Erik Satie. Κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1982, ταυτόχρονα με την ανακοίνωση της διάλυσης των Japan.
Το τελευταίο στούντιο άλμπουμ του συγκροτήματος ήταν το Tin Drum που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1981 και περιείχε το επιτυχημένο τραγούδι τους «Ghosts» που μολονότι μπήκε στο βρετανικό Top-5 δεν στάθηκε αρκετό για να σταματήσει την διάλυση του συγκροτήματος οκτώ μήνες αργότερα.
Η παραγωγή του άλμπουμ ήταν του Steve Nye, πληκτρά των Penguin Cafe Orchestra, ο οποίος έκανε παραγωγή σε καλλιτέχνες όπως ο Bryan Ferry, οι XTC, ο Frank Zappa και, αργότερα, στα προσωπικά άλμπουμ του David Sylvian.
Οι αυξανόμενες εντάσεις ανάμεσα στα μέλη του συγκροτήματος έφτασαν στο αποκορύφωμά τους όταν η φίλη του Karn, η φωτογράφος Yuka Fujii, μετακόμισε στο σπίτι του Sylvian και τότε όλα τέλειωσαν.
Το πιo επιτυχημένο άλμπουμ τους ήταν το διπλό live Oil On Canvas που περιλαμβάνει τραγούδια ηχογραφημένα σε έξι βραδιές στο Hammersmith του Λονδίνου τον Νοέμβριο του 1982. Κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1983 (με τον κιθαρίστα Masami Tsuchiya των Ippu-Do στην σύνθεση) και έφτασε στο νούμερο 5 των άλμπουμ της Μεγάλης Βρετανίας.
Η τελευταία εμφάνιση των Japan πραγματοποιήθηκε στη Nagoya της Ιαπωνίας στις 16 Δεκεμβρίου του 1982.
Μετά την διάλυση των Japan, ο Sylvian συνεργάστηκε αρχικά με τον κημπορντίστα των Yellow Magic Orchestra, Ryuichi Sakamoto, για το σιγκλ «Bamboo Houses», το οποίο έφτασε στο νούμερο 30 των βρετανικών σινγκλ τον Αύγουστο του 1982.
Την επόμενη χρονιά το δίδυμο συνεργάστηκε στο τραγούδι «Forbidden Colours» για την ταινία του Nagisa Oshima Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λώρενς.
Χρειάζεται ένα άλλο κείμενο για να καλύψει την δράση του Sylvian από τότε μέχρι σήμερα.
Παρομοίως, ο Steve Jansen, ο αδερφός του, συνεργάστηκε με τον ντράμερ των Yellow Magic Orchestra, Yukihiro Takahashi, παίζοντας σε σόλο δουλειές του και περιοδεύοντας μαζί του στην Ιαπωνία. Από τότε, ο Jansen έχει συνεργαστεί με πάμπολλους μουσικούς, δημιούργησε δική του δισκογραφική εταιρία, την Medium Productions, και συνεχίζει την δράση του. Επίσης θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο κείμενο που να περιγράφει όσα έχει κάνει, όπως και για τον συνεταίρο του στην δισκογραφική εταιρία, Richard Barbieri, τον οποίον ίσως πολλοί γνωρίζουν σαν μέλος των Porcupine Tree (φέτος κυκλοφόρησε νέο προσωπικό άλμπουμ με τίτλο Under A Spell).
Τελευταίο άφησα τον Mick Karn, τον Αντώνη Μιχαηλίδη, ο οποίος έχασε την μάχη με τον καρκίνο στις 4 Ιανουαρίου 2011.
Μετά τους Japan ο Karn δούλεψε αρκετά σαν session μουσικός και μπορείτε να τον ακούσετε σε δουλειές του Gary Numan, της Kate Bush της Joan Armatrading και του Bill Nelson. Δημιούργησε τους Dali’s Car με τον Peter Murphy των Bauhaus, ενώ γνώρισε εμπορική επιτυχία συνεργαζόμενος με τον Midge Ure των Ultravox. Κυκλοφόρησε δέκα προσωπικά άλμπουμ και ήταν ο τρίτος συνέταιρος στην Medium Productions. Είχε δύο διπλώματα ψυχοθεραπευτή, ζωγράφιζε και έκανε γλυπτά. Το 2004 μετακόμισε στην Κύπρο με την γυναίκα και τον γιο του, αλλά το 2010 ανακοίνωσε από την προσωπική του ιστοσελίδα ότι είχε καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο.
Όταν οδηγήθηκε σε οικονομικό αδιέξοδο εξαιτίας της θεραπείας, ο Midge Ure, οι Porcupine Tree και ο Masami Tsuchiya προσπάθησαν να τον βοηθήσουν δίνοντας συναυλίες και με αυτά τα έσοδα ο Karn και η οικογένειά του επέστρεψαν στο Λονδίνο για θεραπεία.
Η τελευταία φορά που οι Japan βρέθηκαν όλοι μαζί ήταν τον Σεπτέμβριο του 1989,όταν επανασυνδέθηκαν ως Rain Tree Crow. Κυκλοφόρησαν ένα ομώνυμο άλμπουμ τον Απρίλιο του 1991, το οποίο έτυχε μεγάλης αποδοχής από τους μουσικοκριτικούς και έφτασε στο Top 25 της Μεγάλης Βρετανίας. Ωστόσο, το συγκρότημα διαλύθηκε και πάλι έπειτα από διαφωνίες ανάμεσα στον Sylvian και τους υπόλοιπους.
ΠΗΓΗ: www.merlins.gr